Αμέσως μετά τη συμφωνία του Eurogroup η στήλη επεσήμανε τις αδυναμίες και τα τρωτά σημεία, τα οποία, όπως φάνηκε εντόπισαν αμέσως και οι αγορές.

Η αντίδραση των επενδυτών κάθε άλλο παρά ενθουσιώδης ήταν. Έτσι, η μείωση των επιτοκίων των ελληνικών ομολόγων, ούτε ραγδαία ήταν, ούτε και διάρκεια φαίνεται να έχει. Ενδεικτικά να αναφέρουμε πως το επιτόκιο του 10ετούς ομολόγου από το 4,311% την 21η Ιουνίου 2018, έπεσε  στο 3,963% την Παρασκευή 29 Ιουνίου, ενώ σήμερα, υπό το βάρος των πολιτικών εξελίξεων στη χώρα και της κυβερνητικής κρίσης στη Γερμανία παίρνει και πάλι την ανιούσα και βρίσκεται μια ανάσα από το 4%, στο 3,993%.

Αντίστοιχη είναι η αντίδραση και στην πενταετία. Το επιτόκιο του 5ετούς ομολόγου, που στις 21/6/2018 διαμορφωνόταν στο 3,508%, έπεσε έως την Παρασκευή 29/6/2018 στο 3,113%, για να ανέβει σήμερα (2/7/2018) στο 3,135%.

Στο Χρηματιστήριο της Αθήνας η εικόνα είναι χειρότερη. Την αμέσως επομένη της συμφωνίας (22/6/2018) ο Γενικός Δείκτης έκλεισε με πτώση 0,22% και είναι χαρακτηριστικό πως από τις 22 Ιουνίου είχαμε μόνο δύο συνεδριάσεις με θετικό πρόσημο, στις 25 και στις 29 Ιουνίου. Συνολικά, ο Γενικός Δείκτης τιμών στο Χρηματιστήριο της Αθήνας, από τις 772,89 μονάδες (κλείσιμο 21ης Ιουνίου) την ημέρα συνεδρίασης του Eurogroup υποχώρησε στις 751,61  μονάδες σήμερα το μεσημέρι (προ κλεισίματος).

Οι επενδυτές, λοιπόν, δεν αγοράζουν την «επιτυχημένη» κατά την κυβέρνηση συμφωνία για το χρέος, ούτε για τις προοπτικές της χώρας. Ο λόγος είναι απλός και περιγράφεται με σαφήνεια στην έκθεση του Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα, που παραδόθηκε το πρωί στον Πρόεδρο της Βουλής, Νίκο Βούτση. Πρόκειται για τη δέσμευση της χώρας για τα επόμενα 62 χρόνια σε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, αρχικά 3,5% του ΑΕΠ και στη συνέχεια 2,2% του ΑΕΠ. «Ουδεμία χώρα στον κόσμο, με πιθανή εξαίρεση τις πετρελαιοπαραγωγούς χώρες, έχει επιτύχει τόσο υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Επομένως, αυτή η υπόθεση αποτελεί και τη μεγαλύτερη επισφάλεια στην ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους μακροπρόθεσμα» αναφέρει στην έκθεσή του ο Διοικητής της ΤτΕ, αποκαλύπτοντας τον υπαρκτό κίνδυνο, η χώρα, μετά το 2022 να βρεθεί αντιμέτωπη με μία νέα κρίση χρέους και να αναγκαστεί να στραφεί και πάλι στους εταίρους για βοήθεια.

Όπως φαίνεται από δύο απλές παραδοχές, η βιωσιμότητα του χρέους, μπορεί πολύ εύκολα να τιναχθεί στον αέρα. Στην πρώτη παραδοχή, αρκεί η δημοσιονομική κόπωση και ένα πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 1,5%, το οποίο θα εκτινάξει και πάλι το χρέος μετά το 2032, ανεβάζοντας πάνω από το 20% του ΑΕΠ τις δαπάνες εξυπηρέτησής του.

Σε μια δεύτερη παραδοχή, αρκεί μια κρίση στις αγορές, που θα οδηγήσει τα επιτόκια κατά 100 μονάδες βάσης υψηλότερα (1 ποσοστιαία μονάδα) για να τινάξει στον αέρα τη βιωσιμότητα του χρέους λίγο μετά το 2040.

Και μπορεί όλες αυτές οι εκτιμήσεις να φαίνονται «ψιλά γράμματα» στους κυβερνώντες με τη λογική του «βλέποντας και κάνοντας», ωστόσο, οι διαχειριστές των κεφαλαίων, που βλέπουν ότι μπαίνουμε και πάλι σε εποχή διεθνούς εσωστρέφειας, μάλλον δεν δείχνουν διατεθειμένοι να αναλάβουν το ρίσκο.

Facebook Comments