Η Ελλάδα έχασε δύο σημαντικά «τρένα» (τα αποκαλώ τρένα και όχι ευκαιρίες διότι εκείνα έφυγαν μπροστά και η χώρα όχι):

Το ένα αφορά την τεχνολογία. Ποιος θυμάται ότι τα πρώτα πειραματικά φωτοβολταϊκά στον κόσμο τοποθετήθηκαν στην Κύθνο το 1979; Τη δεκαετία του 80 αν είχαμε επενδύσει σε κάποιο τεχνολογικό τομέα όπως ανανεώσιμες πηγές ενεργειας (φωτοβολταϊκά, αιολικά, γεωθερμία κλπ.) σε περιβαλλοντικές τεχνολογίες ή σε οτιδήποτε άλλο όπως πχ. η Δανία σε κινητή τηλεφωνία, θα είχαμε έστω έναν πυλώνα τεχνολογίας που θα δημιουργούσε προστιθέμενη αξία στο όνομα Ελλάδα, το made in Greece κάτι θα σήμαινε στη διεθνή αγορά.

Πώς γίνεται η οργανωμένη «επένδυση» σε κάτι τέτοιο: Πρώτα απ’ όλα με τη σύνδεση τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με τη βιομηχανία. Στην Ελλάδα – ακόμη και σήμερα – αυτό είναι δαιμονοποιημένο. Στη Γερμανία, όπου σπούδαζα το 1985, το Πολυτεχνείο του Άαχεν αντλούσε ένα δισεκατομμύριο μάρκα το χρόνο για ερευνητικό έργο κατά παραγγελία, που εκτελούσαν φοιτητές. Εδώ, οι διπλωματικές εργασίες μένουν στα ράφια και η έρευνα είναι σαν την έβδομη τέχνη του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης – τέχνη χάριν της τέχνης – και όχι μπλοκμπάστερ, που φέρνει χρήματα. Δεύτερον, η στόχευση με ευρωπαϊκά κονδύλια, που τότε είχαμε στη διάθεσή μας και τρίτον δημιουργία αντίστοιχης εκπαιδευτικής κατεύθυνσης. Παράδειγμα, στη διαχείριση λυμάτων και αποβλήτων, ο καθηγητής μας μάς μοίραζε τα βιβλία του από έδρας. Δεν υπήρχε ειδική γνώση ευρέως διαδεδομένη ακόμη, ακόμη και στη Γερμανία. Την ίδια εποχή, ένας Έλληνας καθηγητής του ΕΜΠ (δεν ζει πια), είχε μετατρέψει το σύστημα αποχέτευσης στο σπίτι του (!) με δικά του χρήματα, σε μονάδα παραγωγής βιοαερίου, το οποίο χρησιμοποιούσε για ανάκτηση ενέργειας! Πόσο τον αξιοποίησε το ελληνικό σύστημα, ακαδημαϊκό και βιομηχανικό; Τη θλιβερή απάντηση την ξέρουμε όλοι.

Αν λοιπόν η Ελλάδα ήταν πρωτοπόρος σε κάποια τεχνολογία, αυτό από μόνο του θα βοηθούσε γενικά την οικονομία. Θα δημιουργούσε βοηθητικούς κλάδους, προμηθευτές κλπ. και θα συμπαρέσυρε και άλλους να «πιστέψουν»…

Το δεύτερο «τρένο» ήταν το branding, ήτοι το «επώνυμο» προϊόν. Σήμερα δεν υπάρχει ούτε ένα προϊόν που να το θέλει κάποιος επειδή απλά και μόνο είναι ελληνικό. Όλοι θέλουμε ελβετικό ρολόι, γαλλικό άρωμα, γερμανικό αυτοκίνητο, ιαπωνικό κλιματιστικό, ιταλικό παπούτσι κλπ. Και αν κάποιοι σκεφτείτε κάποιο ελληνικό τρόφιμο όπως η φέτα, εκτός από χαμηλής μεταποίησης και αξίας, ακόμη δίνουμε μάχες για να το κατοχυρώσουμε, όχι πάντα νικηφόρες. Εγώ αναφέρομαι σε βιομηχανικό προϊόν, σε ρούχα, σε λογισμικό, σε κάποιο αγαθό πολυτελείας, που ίσως σήμερα να κατασκευάζεται στην Κίνα (με ποιοτικό έλεγχο της μητρικής), αλλά η φήμη του αρκεί για να πουλήσει. Δυστυχώς τέτοιο εμείς δεν έχουμε. Η Ελλάδα – αν και Ευρώπη – δεν συνδέεται με ποιοτικά προϊόντα στο μυαλό του παγκόσμιου καταναλωτή. Η πρώτη λέξη που έρχεται στο μυαλό του Γερμανού όταν ακούει «ελαιόλαδο», είναι «Ιταλία». 

Χάσαμε λοιπόν το τρένο του “επώνυμου” προϊόντος. Το “επώνυμο” είναι αυτό που αφήνει χρήμα σε όλους τους εμπλεκόμενους. Σε μια επώνυμη γυναικεία τσάντα, το κόστος υλικών και εργασίας είναι μηδαμινό ποσοστό της διαμόρφωσης τιμής τελικού προϊόντος. Μετά μπαίνουν διαφήμιση, ακριβά ενοίκια (πχ. σε αεροδρόμια), υψηλοί ευρωπαϊκοί μισθοί και ασφαλιστικά ταμεία. Έτσι, επειδή το προϊόν είναι «Status symbol», στην τιμή πώλησης χωράνε όλα αυτά μαζί με το κέρδος και την υψηλή φορολογία του δυτικού κράτους. Αν προσπαθήσουμε να πετύχουμε τα ίδια συνολικά κέρδη με ανώνυμα προϊόντα, πρέπει να πουλήσουμε πολύ περισσότερα τεμάχια. Αυτό λέγεται MacDonaldization και εκτός του ότι είναι δύσκολο, απαιτεί πολλά κεφάλαια, μεγάλες αγορές και ενέχει τον κίνδυνο να γυρίσει η επιχείρηση εύκολα σε αρνητικά αποτελέσματα (λόγω μικρού profit margin).

Τι συμβαίνει όμως αν σε αυτά – που μπορούσαν να γίνουν πριν 30-40 χρόνια – προσθέσει κανείς την παγκοσμιοποίηση; Τώρα στο ανώνυμο προϊόν συγκρινόμαστε με το αντίστοιχο ασιατικό! Και να θυμίσω: εμείς έχουμε σκληρό νόμισμα – εκείνοι όχι. Εμείς έχουμε περιβαλλοντικές προδιαγραφές – εκείνοι απλά πετούν τα απόβλητα στο ποτάμι. Εμείς έχουμε εργασιακά δικαιώματα, ωράρια, άδειες, απεργίες – εκείνοι ζουν στα εργοστάσια και επισκέπτονται τα σπίτια τους μια φορά το μήνα. Εμείς έχουμε ακριβό κόστος ζωής, κρατήσεις ασφαλιστικών ταμείων, φόρους – εκείνοι έχουν ένα δολάριο τη μέρα μεροκάματο…

Αν σε αυτά προσθέσει κανείς τις ξένες τράπεζες που βοηθούν την τοπική παραγωγή (βλέπε αντιντάμπινγκ φωτοβολταϊκών), την κρατική, επεκτατική στρατηγική και τις επενδύσεις σε έρευνα και τεχνολογία, δεν υπάρχει καμμία σύγκριση.

Δείτε ένα παράδειγμα: μια λάμπα κήπου, με το κέρδος του καταστήματος, το ΦΠΑ, τα μεταφορικά, τα υλικά, τα εργατικά, το κέρδος του Κινέζου κλπ. κοστίζει €2,5! 

Σε αυτά τα €2,5 ενσωματώνονται 5 τεχνολογίες αιχμής:
1) φωτοβολταϊκή κυψέλη 
2) μπαταρία επαναφορτιζόμενη
3) αισθητήρας που αντιλαμβάνεται τη διαφορά μέρας – νύχτας (φόρτιση / λειτουργία)
4) φωτάκια led
5) τσιπ που κατευθύνει τα led να εναλλάσσουν χρώματα

Τι λέτε; Έχουμε ελπίδα;

Facebook Comments