Όσο πλησιάζει ο χρόνος των εθνικών εκλογών, τόσο μεγαλώνει η αγωνία των πολιτών για το αποτέλεσμά τους, αφού, από τη μια, η ασύδοτη παροχολογία της κυβέρνησης, και, από την άλλη, η σκόπιμη κινδυνολογία της Ν.Δ. περί πολιτικής αβεβαιότητας, αν δεν επιτευχθεί η βουλευτική αυτοδυναμία της, προκαλούν ανησυχία για ενδεχόμενη παράταση του οικονομικού και κοινωνικού δράματος, το οποίο βιώνουμε (στην κορύφωσή του), κατά την τελευταία τετραετία.

Ωστόσο, αξιολογώντας με ψυχραιμία τα πράγματα, μπορούμε να προβλέψουμε ότι το μέλλον ετοιμάζει (πυρετωδώς) για τον ΣΥΡΙΖΑ μια θέση στο “χρονοντούλαπο της Ιστορίας”, διότι οι περιστασιακοί υποστηρικτές του, πληρώνοντας υψηλό τίμημα της εμπιστοσύνης τους, ήδη έχουν “κρούσει πρύμναν”. Επομένως, το θέμα δεν είναι αν θα φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά «τι μέρα θα ξημερώσει την επαύριο». Διότι, αν αλλάξει απλώς ο κυβερνητικός φορέας, όπως συνέβη με την περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ (σε σχέση με τους προηγούμενους), με συνεχιζόμενη την πολιτική λιτότητας και την οικονομική ασφυξία, τότε δεν θα έχουμε κερδίσει τίποτα!

Η διαφαινόμενη νίκη της Ν.Δ., αν θα αποβεί “πύρρειος” ή όχι, δεν εξαρτάται από την (προφανή, πάντως) αυτοδυναμία της αλλά από το μεταρρυθμιστικό της “ταμπεραμέντο”, το οποίο κάποια στελέχη της προσπαθούν να θολώσουν, είτε εσκεμμένα είτε από εθισμό στην παλαιοκομματική τακτική. Επομένως, το πρόβλημα της Ν.Δ. δεν βρίσκεται στην επιφυλακτικότητα των ψηφοφόρων όσο στη ρευστότητα του προγράμματός της και στην κομματική αφοσίωση των στελεχών της. Αν αυτό, το τελευταίο, φαίνεται υπερβολικό, αρκεί να θυμίσω τις καταγεγραμμένες ανεξαρτητοποιήσεις “καραμανλικών”, που έσπευσαν εθελοντικά να δώσουν το «φιλί της ζωής» στην ψυχορραγούσα κυβέρνηση, αλλά και τις κοιμώμενες αποσχιστικές τάσεις, αν λάβουμε σοβαρά υπόψη κάποια μετεκλογικά σενάρια, που θέλουν ρυθμιστή της πολιτικής κατάστασης τον Κώστα Καραμανλή, με την συνέργεια του ΣΥΡΙΖΑ.

Η ριζοσπαστική διάθεση του Κυριάκου, παρά τη φιλοτιμία του, δεν είναι αρκετή για να αποκαταστήσει την αναπτυξιακή πορεία της χώρας, αν ο ίδιος δεν έχει τον εσωκομματικό έλεγχο. Θα τα καταφέρει, μόνο αν βρει μέσα στη Βουλή συνοδοιπόρους στο μεταρρυθμιστικό του όραμα, οι οποίοι θα εγγυώνται με την ψήφο τους τη σταθερότητα των πολιτικών του αποφάσεων, περισσότερο από κάποιους πιθανούς καιροσκόπους ή ετεροκαθοριζόμενους βουλευτές του.

Γι’ αυτό, όσο κι αν φαίνεται οξύμωρο, οι μη νεοδημοκράτες φιλελεύθεροι, που σκέπτονται να επενδύσουν (συγκυριακά) τις προσδοκίες τους στη Ν.Δ., θα νιώσουν περισσότερο ασφαλείς, αν ψηφίσουν ένα γνήσιο μεταρρυθμιστικό κόμμα, που, μετεκλογικά, θα συνεργαστεί με τη Ν.Δ., λόγω ταύτισης στόχων. Διότι, το 1%, που δεν θα επιμετρηθεί έτσι στα εκλογικά ποσοστά της ΝΔ θα της έδινε έναν ή δύο ακόμα βουλευτές. Όμως, με το ίδιο ποσοστό, προστιθέμενο στην υπάρχουσα δύναμή του, ένα φιλελεύθερο κόμμα θα ξεπερνούσε το όριο του 3% και θα εξέλεγε 9 τουλάχιστον βουλευτές ενισχύοντας περισσότερο τη βεβαιότητα εκτέλεσης του μεταρρυθμιστικού προγράμματος, σε περίπτωση οριακής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.

Άρα, για να φύγει τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ και, κυρίως, για να μην επιστρέψει ποτέ, αυτούσιος ή με άλλη μορφή, χρειάζεται ψήφος πολιτικής ευθύνης:

• εξαγνισμένη από παλαιοκομματική νοοτροπία

• απαλλαγμένη από αφελείς εκτιμήσεις ως προς την αναμφισβήτητη αποτελεσματικότητα της κομματικής αυτοδυναμίας

• λογικευμένη ως προς τη ρεαλιστική αποτίμηση της αναμενόμενης πολιτικής κατάστασης και των συνεπειών της.

Facebook Comments