Αναγκάστηκα να κατέβω από το Μάντσεστερ στην Αθήνα, για να κάνω… δουλειές με το Δημόσιο. Έχοντας συνηθίσει εμείς οι μετανάστες σε έναν άλλον τρόπο δουλειάς στο εξωτερικό, κάθε δυσκολία στην διεκπεραίωση των υποθέσεών μας με το ελληνικό Δημόσιο μάς φαίνεται πέντε φορές πιο παράλογη απ’ ό,τι φαίνεται σε εσάς στην Ελλάδα.

Για να βγάλει λοιπόν ο μικρός μας ελληνικό διαβατήριο, η διαδικασία νόμιζα ότι είναι η εξής:

  • Δηλώνω την γέννηση στο προξενείο στο Μπέρμιγχαμ το οποίο ενημερώνει υπηρεσιακά το Ειδικό Ληξιαρχείο του ΥΠΕΞ το οποίο βρίσκεται στην Αθήνα.
  • Κλείνουμε ραντεβού με την πρεσβεία στο Λονδίνο για 2(!) μήνες μετά, όπου με το παιδί μαζί μας(!) κάνουμε την αίτηση για το διαβατήριο.
  • Έναν μήνα μετά, ένας από τους δύο γονείς κατεβαίνει στο Λονδίνο για να παραλάβει το διαβατήριο.

Η παραπάνω διαδικασία είναι χρονοβόρα και… σαδιστική (πήγαιν έλα στο Μπέρμιγχαμ + πήγαιν έλα στο Λονδίνο με 4 μηνών μωρό + άλλο ένα πήγαιν έλα στο Λονδίνο) αλλά και δαπανηρή, καθώς κοστίζει: 4 ημέρες άδεια, 4 πανάκριβα εισιτήρια τρένου και μία (πανάκριβη επίσης) διανυκτέρευση στο Λονδίνο για τρία άτομα. Να σημειώσω ότι για τα Εγγλεζάκια η διαδικασία γίνεται online και με το ταχυδρομείο και κοστίζει 49 λίρες. Αλλά αυτά είναι παιδιά ενός ανώτερου, φιλελεύθερου Θεού. (Η ηλεκτρονική φόρμα είναι εδώ🙂 Άρα η ελληνική διαδικασία του πήγαιν έλα είναι ήδη παρανοϊκή. Η μεγάλη παράνοια όμως ξεκίνησε όταν ο πρόξενος μού έδωσε με χαρά το θεωρημένο αντίγραφο της ληξιαρχικής πράξης γέννησης σε έναν φάκελο και μου είπε:

– “Αυτό θα το πας Μητροπόλεως 60 στην Αθήνα. Αλλά να είσαι πριν τις οχτώμιση εκεί γιατί παίρνουν μόνο 60 άτομα κάθε μέρα”!

Του υπενθύμισα ότι είμαστε στο Μπέρμιγχαμ και όχι στο Χαλάνδρι και τον ρώτησα γιατί δεν γίνεται αυτό υπηρεσιακά.

– “Αν το στείλω αυτό με φαξ(!), διαβατήριο δεν θα βγάλει ο μικρός ούτε το 2020. Δεν χρειάζεται να πας εσύ προσωπικά, μπορείς να έρθεις εδώ να κάνεις εξουσιοδότηση και να τα πάει κάποιος δικός σου για σένα”.

Εξεπλάγη όταν του είπα ότι δεν έχω κανέναν δικό μου να αγγαρέψω για να πάει χαράματα στη Μητροπόλεως στην Αθήνα και να στηθεί στην ουρά καθώς “τρεις στους τέσσερεις Έλληνες έχουν συγγενείς στην Αθήνα, εσύ πώς δεν έχεις;”. Ήμουν, προφανώς, ο 4ος! Έτσι, κανόνισα να κατέβω στην Αθήνα, Κυριακή βράδυ και να επιστρέψω Τρίτη βράδυ, έχοντας δύο και όχι ένα πρωινά διαθέσιμα για το Δημόσιο, just in case. Ποτέ δεν ξέρεις τι θα ανακαλύψουν ότι λείπει και πού θα κολλήσουν.

Ξύπνησα στο σπίτι του Μίλτου εκείνη τη Δευτέρα στις 06:20 και έφυγα φουλαριστός για το κέντρο. Περπατώντας από το Σύνταγμα στη Μητροπόλεως, υπήρχε μια πολύ ευχάριστη ανοιξιάτικη δροσιά, ο ήλιος χάραζε στον γαλάζιο αττικό ουρανό και η πόλη μόλις ξυπνούσε για μια ακόμη εργάσιμη Δευτέρα. 07:20 ήμουν στην είσοδο μιας πολυκατοικίας απέναντι ακριβώς από τη Μητρόπολη, την Πλάκα και την Ακρόπολη.

Άλλα έξι άτομα είχαν έρθει πιο νωρίς από εμένα, μέσα στη νύχτα, και περίμεναν μπροστά στην κλειστή γκαραζόπορτα της εισόδου της υπηρεσίας. Ένας είχε βγάλει ήδη μια κόλλα Α4 και σημειώναμε τα ονόματά μας – αυτός είχε έρθει από Σιγκαπούρη(!) για να δηλώσει τον γάμο του. Η κυρία Νο1 ήταν από το Αγρίνιο αλλά έμενε με τα παιδιά της στην Αγγλία και ήρθε επί τούτου στην Αθήνα, ενώ το Νο3 ήταν ένα ζευγάρι από την Γερμανία που ερχόταν τρίτη φορά στην Αθήνα για να διορθώσει δεύτερη φορά μια ληξιαρχική πράξη που περάστηκε λάθος! Όσο πλησίαζε στις 08:30, έρχονταν όλο και περισσότεροι και ανταλλάσσαμε ιστορίες. Αναπόφευκτα συγκρίναμε αυτήν την αναμονή στην είσοδο με την αντιμετώπιση που έχουμε από το Δημόσιο στις νέες μας πατρίδες. Τραγική η σύγκριση, αλλά καταλήγαμε στη μόνιμη ελληνική επωδό: “και τι θες να γίνει, θα κάνουμε ό,τι μας πουν”.

Γύρω στο δεκάλεπτο πριν ανοίξει η γκαραζόπορτα, η προσμονή μεγάλωνε. Τριάντα άτομα περίπου είχαμε αρχίσει να βγάζουμε τα δικαιολογητικά από τις τσάντες και ο ένας ρωτούσε τον άλλον για να σιγουρευτεί αν έχει τα πάντα. Μαζί με την προσμονή γινόταν και πιο έντονη η βαβούρα καθώς οι συζητήσεις μεταξύ μας φούντωναν.

Στις 08:28 ακούστηκε το μοτέρ της γκαραζόπορτας και οι συζητήσεις κόπηκαν. Όλοι γυρίσαμε προς την είσοδο όπου, με τελείως θεατρικό τρόπο, ο σεκιουριτάς της υπηρεσίας εμφανιζόταν αργά πάνω στο κεφαλόσκαλο πίσω από την γκαραζόπορτα με τα χέρια διπλωμένα στο στήθος. Όταν η γκαραζόπορτα τερμάτισε, άνοιξε την γυάλινη είσοδο και ρώτησε τους μπροστινούς αν έχουμε φτιάξει λίστα με ονόματα. Μετά, σαν λοχαγός σε διμοιρία νεοσυλλέκτων φώναξε:

“Ο πρώτος θα πάρει την λίστα και την παραδώσει στο γραφείο στον 6ο όροφο για να πάρετε τα νούμερά σας. Ακριβώς πίσω μου έχω δύο ασανσέρ, το ένα για 6 και το άλλο για 5 άτομα. Θα περάσετε στα ασανσέρ ΗΣΥΧΑ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΦΩΝΑΖΕΤΕ. Η κατάθεση των δικαιολογητικών θα αρχίσει στις 9 αλλά τώρα θα ελεγχθείτε για το αν έχετε ό,τι χρειάζεται!”

Στον 6ο όροφο μάς περίμενε κάποιος έμπειρος υπάλληλος της υπηρεσίας ο οποίος μας έδινε χαρτάκια με τα νούμερά μας με την ίδια σειρά που τα είχαμε γράψει στο δικό μας χαρτί. Αφού μοίρασε όλα τα χαρτάκια μάς φώναξε με το ίδιο ύφος που είχε ο σεκιουριτάς στην είσοδο λέγοντάς μας ότι θα περάσει από όλους με την σειρά για να ελέγξει ότι έχουμε τα δικαιολογητικά που έπρεπε. Όλα τα γραφεία στον όροφο ήταν άδεια και οι υπάλληλοι άρχισαν να εμφανίζονται μετά τις 08:50 – σαν ηθοποιοί που έπαιρναν τις θέσεις τους πριν ανοίξει η αυλαία.

Κατά την διάρκεια αυτής της εξέτασης χάζεψα πίσω από τα γκισέ. Η πιο βαρετή, ανέμπνευστη (και άχρηστη ίσως) δημόσια υπηρεσία ήταν στο πιο ακριβό οικόπεδο του κέντρου: Πίσω από τα γραφεία των δημοσίων υπαλλήλων που κάθε μέρα κάνουν αυτήν την τόσο βαρετή δουλειά, έξω από τα παράθυρα του 6ου ορόφου υψωνόταν η Ακρόπολη πάνω από την Πλάκα, της οποίας η μεγαλοπρέπεια υπογραμμιζόταν από το χρυσό φως του ήλιου που μόλις είχε ανατείλει. “Άραγε αναλογίζονται το πόσο τυχεροί είναι;” ρώτησα τον διπλανό μου, έναν Θεσσαλονικιό σερβιτόρο στην Γερμανία, που ήρθε για να δηλώσει τον γάμο του με μία Αλβανίδα.

Τα δικαιολογητικά μου ήταν εντάξει και, όντας το Νο7, με κάλεσαν μετά από είκοσι λεπτά. Η υπάλληλος, μια 60άρα με κοντά μαλλιά και έντονο κόκκινο κραγιόν, βλέποντας το χαρτί από το προξενείο του Μπέρμιγχαμ φώναξε στις συναδέρφους της “Ωχ, έχω χαρτί από το Μπέρμιγχαμ!”. Κάποια συνάδελφός της στο βάθος αποκρίθηκε φωνάζοντάς της “Από το Μπέρμιγχαμ; Καλή τύχη!”. Στην έκπληξή μου μού απάντησε “Ο πρόξενός σας είναι μεγάλος σε ηλικία και κάνει πολλά λάθη. Μην κάτσεις πίσω από τον γκισέ, έλα μέσα να καθίσουμε δίπλα-δίπλα στον υπολογιστή και ό,τι δεις λάθος να το διορθώσουμε τώρα, γιατί μετά αλλάζει δύσκολα”.

Καθίσαμε δίπλα-δίπλα στον υπολογιστή. “Έτσι είμαστε κάθε μέρα. Είμαστε καλή υπηρεσία αλλά δεν έχουμε καθόλου άτομα” μου είπε και άρχισε να πληκτρολογεί. Βλέποντας την web-based πλατφόρμα του ΥΠΕΣ (πρέπει να ήταν η εφαρμογή του Εθνικού Δημοτολογίου), η οποία απαιτούσε απλά να συμπληρωθούν τα πεδία ακριβώς όπως ήταν γραμμένα στη ληξιαρχική πράξη, την ρώτησα: “Αφού δεν έχετε κόσμο, δεν θα ήταν πολύ πιο εύκολο να εκπαιδευτούν οι πρόξενοι για να περνάνε τα στοιχεία στο σύστημα κι εσείς απλά να τα ελέγχετε;”. Σταματάει να πληκτρολογεί και γυρνάει προς το μέρος μου με ύφος παλιάς καραβάνας και μου δίνει μια απάντησή που περιέγραψε όλο το ελληνικό δημόσιο σε πέντε προτάσεις:

“Αυτό το σύστημα που βλέπεις κόστισε 45 εκατομμύρια. Με τα λεφτά που έφαγαν νομίζεις ότι περισσεύει τίποτα για να εκπαιδευτούν τα προξενεία; Άκουσε Γιάννη, άτομα ζητάμε εδώ στην υπηρεσία για να βγει η δουλειά, αλλά δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα – νομίζεις ο Μητσοτάκης που θα βγει τώρα θα μας φέρει μήπως κόσμο; Εγώ δεν τον ψηφίζω ούτως ή άλλως, εγώ που με βλέπεις είμαι πιο αριστερή και από τους αριστερούς, αλλά και οι δικοί μου με απογοήτευσαν και έτσι τώρα δεν θα ψηφίσω κανέναν”.

Τελειώσαμε την αίτηση, την έλεγξα και την εκτύπωσε δύο φορές. “Αυτό τώρα θα το πας στον 5ο, θα το δώσεις στην προϊσταμένη για να στο υπογράψει και έφυγες”. Κατέβηκα λοιπόν στον 5ο στο γραφείο της προϊσταμένης, το οποίο λουζόταν στο φως καθώς είχε σηκώσει τα στόρια και στο παράθυρο καδραριζόταν η Ακρόπολη. Η προϊσταμένη φαινόταν ντελικάτη γυναίκα και είχε μάλιστα γυρισμένο το γραφείο της προς το παράθυρο παρά προς την πόρτα, για να θαυμάζει την θέα. Την ώρα που μπήκα διάβαζε ένα άρθρο στο σάιτ του New Yorker. Της λέω “Έχετε την πιο…” “…απίθανη θέα στον κόσμο”. Με διέκοψε βαριεστημένα. Μου υπέγραψε τα χαρτιά και έφυγα.

Ήταν 09:40, είχα τελειώσει σχετικά γρήγορα και εύκολα, μου είχε φύγει ο εκνευρισμός και είχα ένα ολόκληρο πρωινό μπροστά μου για βόλτες και τουρισμό, προσπαθώντας να “ρουφήξω” την ομορφιά αυτής της χώρας που τόσο μου λείπει στη μόνιμα συννεφιασμένη Αγγλία.

Έκανα ένα ολόκληρο ταξίδι με δύο ημέρες άδεια (με ένα σωρό ευφάνταστες δικαιολογίες στους Άγγλους συναδέρφους για να αποφύγω το κάζο) για να κουβαλάω χαρτιά που κάποιος θα σφραγίσει, διαδικασία που σε όλον τον σοβαρό κόσμο γίνεται χωρίς χαρτιά και χωρίς σφραγίδες. Κι επειδή η Ελλάδα, αφού σε πληγώνει που σε πληγώνει, πρέπει να σε βάλει και να ταξιδέψεις, πριν κάνουμε αίτηση για το διαβατήριο του μικρού θα πρέπει να ταξιδέψουμε και στη Θεσσαλονίκη, για την απαραίτητη δήλωση στο ληξιαρχείο του Δήμου που βρίσκεται η μερίδα μας. Οι υπηρεσίες του ελληνικού Δημοσίου επιμένουν να αγνοούν η μία την άλλη, πώς αλλιώς θα είχαν αντικείμενο “εργασίας” τόσοι σφραγιδοκράτορες;

Στο ταξίδι της επιστροφής σκεφτόμουν πόσα χρήματα (ξεκινώντας από το ενοίκιο που πληρώνει η υπηρεσία για να βρίσκεται απέναντι από την Ακρόπολη), πόση ενέργεια, πόση κατεστραμμένη διάθεση, πόση απαξίωση του ελληνικού κράτους στους πολίτες του και στους ξένους συνεπάγεται η εμμονή όλων των κυβερνήσεων και όλων των κομμάτων στη διατήρηση του σφραγιδοβασιλείου. Αλλά και πόση αιμορραγία επαγγελματικού δυναμικού, καθώς ο λόγος που αναγκάστηκαμε κι εγώ και οι περισσότεροι της πρωινής ουράς στη Μητροπόλεως να φύγουμε από την Ελλάδα της κρίσης ήταν ο κλειστός ορίζοντας, βλέποντας πως ένα κράτος που έχει καταρρεύσει επιμένει να διατηρεί ανέγγιχτες – με τη σύμφωνη γνώμη όλων των κομμάτων – τις δομές που το οδήγησαν σε κατάρρευση. Σε αντίθεση με την σοβαρότητα και την αξιοπρέπεια με την οποία σε αντιμετωπίζουν άλλα κράτη δίνοντάς σου ευκαιρίες να πας μπροστά αν είσαι άξιος, κράτη που στην Ελλάδα συνηθίζουμε να καταγγέλλουμε ως… φιλελεύθερα(!), διότι εμείς προτιμούμε το σοβιετικής εμπνεύσεως, προσβλητικό για τον πολίτη και καταστροφικό για την Οικονομία, μοντέλο της ουράς στο γκισέ. Φαίνεται, όμως, πως αυτές τις σκέψεις τις κάνουμε μόνο εμείς οι Έλληνες του εξωτερικού. Οι του εσωτερικού, αν κρίνω από τις δημοσκοπήσεις, θεωρούν πως άλλα πράγματα έχουν προτεραιότητα, κι η γαλάζια ουρά είναι καλύτερη από την κόκκινη ουρά.

Facebook Comments