Η πρόοδος στο σχέδιο «Ηρακλής» και η έγκρισή του από την Κομισιόν, κάτι που είχε παγώσει από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το προηγούμενο διάστημα, σε συνδυασμό με τις επαφές που κάνει η κυβέρνηση σε διεθνές επίπεδο, βελτιώνουν με ταχύτατους ρυθμούς το επενδυτικό κλίμα γύρω από την Ελλάδα. Τα ελληνικά ομόλογα «τρέχουν» με τους επενδυτές να βιάζονται να επιβιβαστούν στο τρένο του νέου ράλι, οι αγορές αποτιμούν αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας προσεχώς με πρώτο σταθμό την S&P την Παρασκευή 25 Οκτωβρίου, ενώ ετοιμάζεται μαζική απόβαση επενδυτών στην Αθήνα με φόντο τις ελληνικές τράπεζες.

Ο Χρήστος Σταϊκούρας αποδεικνύεται ένας άνθρωπος που «ακούει» η αγορά και εμπνέει αξιοπιστία αφού στις επαφές που είχε στις ΗΠΑ στο πλαίσιο της Συνόδου του ΔΝΤ, έκανε τους μεγάλους επενδυτικούς να θέλουν να έρθουν στην ελληνική πρωτεύουσα μετά και την ταχύτατη πρόοδο που σημειώνεται στο ζήτημα των κόκκινων δανείων των τραπεζών καθώς και τα μηνύματα που έστειλε ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών ότι η κυβέρνηση δεν σταματά στον «Ηρακλή» αλλά θέλει άμεσα να προχωρήσει και σε άλλες λύσεις για τα NPEs/NPLs. Αυτό δημιουργεί προσδοκίες ότι οι τράπεζες θα καταφέρουν να πιάσουν μονοψήφια επίπεδα δεικτών NPLs και ανάλογα με αυτά των ευρωπαϊκών τραπεζών.

Αξίζει να σημειώσουμε πως ο Χρήστος Σταϊκούρας και ο αρμόδιος για τις τράπεζες υφυπουργός Γιώργος Ζαββός συναντήθηκαν στην Ουάσιγκτον με εκπροσώπους της Moody’s, τον πρόεδρο της BNP Paribas Ζαν Λεμιέρ, την επικεφαλής οικονομολόγο της Παγκόσμιας Τράπεζας Πενέλοπε Γκόλντμπεργκ Κουλιανού, εκπροσώπους της Blackrock, της Deutsche Bank, της HSBC, της DBRS, της Morgan Stanley, της JP Morgan, της Asian Infrastructure Investment Bank καθώς τον πρόεδρο της Société Générale Λορέντζο Μπίνι Σμάγκι.

Οι σημαντικές εξελίξεις των τελευταίων ημερών στο μέτωπο της αγοράς ομολόγων και του τραπεζικού κλάδου, εκτός από την προσδοκία για επιτάχυνση των αναβαθμίσεων της ελληνικής οικονομίας και των τραπεζών από τους οίκους αξιολόγησης (οι οποίες βαθμολογούνται ακόμη με “CCC”), έχουν επίσης δημιουργήσει και την προσδοκία για άρση/χαλάρωση του ορίου των ελληνικών ομολόγων που κατέχουν οι ελληνικές τράπεζες στα χαρτοφυλάκιά τους.

Το όριο που έχει τεθεί από την ΕΚΤ σε ό,τι αφορά το πόσα κρατικά ομόλογα μπορούν να κατέχουν στα βιβλία τους οι τράπεζες είναι από τα θέματα που απασχολούν έντονα τα μεγάλα διεθνή funds σχετικά με τη στρατηγική τους για τις ελληνικές τράπεζες. Αυτό το όριο το είχε επιβάλει η ΕΚΤ το 2015 και συνδεόταν με το ποσό των ελληνικών ομολόγων που κατείχαν οι ελληνικές συστημικές τράπεζες εκείνη τη στιγμή. Ωστόσο, δεδομένου ότι η χώρα είναι εκτός QΕ, και καθώς οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων βρίσκονται σε χαμηλά επίπεδα ρεκόρ, το να επιτραπεί στις τράπεζες να αγοράσουν περισσότερα ελληνικά ομόλογα είναι λογικό.

Μία αλλαγή της στάσης της ΕΚΤ απέναντι σε αυτό το ζήτημα αρκεί για να ενισχύσει σημαντικά την εμπιστοσύνη των επενδυτών απέναντι στην Ελλάδα καθώς ο περιορισμός αυτός είναι ένας παράγοντας που περιορίζει σημαντικά τη ρευστότητα στη δευτερογενή αγορά και έτσι είναι ένα θέμα ανησυχίας για τους επενδυτές, εμποδίζοντας την Ελλάδα να διευρύνει την επενδυτική της βάση.

Οι επενδυτές βλέπουν, όπως φαίνεται, … μπροστά και αποτιμούν τα καλά νέα που θα ακολουθήσουν γύρω από την Ελλάδα. Αυτό εξηγεί και το ανανεωμένο ράλι των ελληνικών ομολόγων μετά από μία μικρή περίοδο ήπιων διακυμάνσεων, με την απόδοση του 10ετούς την Παρασκευή να υποχωρεί κάτω από το 1,3% και του 5ετούς κάτω από το… 0,6%.

Άλλωστε και οι εκτιμήσεις των επενδυτικών οίκων συνεχίζουν να είναι άκρως αισιόδοξες για τα ελληνικά ομόλογα. Η UBS για παράδειγμα, βλέπει περιθώρια συνέχισης της πολύ καλής πορείας των ελληνικών ομολόγων, επισημαίνοντας πως μετά το εντυπωσιακό ράλι από τοις αρχές του έτους, οι αποδόσεις τους έχουν πλησιάσει τις αποδόσεις των ομολόγων των χωρών με αντίστοιχα ratings. Ωστόσο, η Ελλάδα συνεχίζει να είναι ελκυστική έναντι των «ανταγωνιστικών χωρών» (σχεδόν 100-150 μονάδες βάσης διαφορά σε σχέση με το πορτογαλικό 10ετές και 50 μονάδες βάσης σε σχέση με το ιταλικό.). Έτσι αναμένει ότι οι αποδόσεις του ελληνικού 10ετούς θα συνεχίζουν να υποχωρούν, κλείνοντας την «ψαλίδα» έναντι των υπολοίπων και έτσι διατηρεί τη σύσταση long για τους ελληνικούς τίτλους, με στόχο την απόδοση της τάξης του 1,25%. «Εάν οι προβλέψεις μας υλοποιηθούν, τάσεις ανάπτυξης στην Ελλάδα θα είναι αντίστοιχες, αν όχι καλύτερες των ταχύτατα αναπτυσσόμενων Ισπανίας και Πορτογαλίας, και σίγουρα πολύ καλύτερη της Ιταλίας. Επιπλέον, η πολύ καλή δημοσιονομική απόδοση, το κεφαλαιακό «μαξιλάρια» και το περιορισμένο πολιτικό ρίσκο δείχνουν ότι τα θεμελιώδη ρίσκα που σχετίζονται με την κατοχή ελληνικών τίτλων έναντι των ανταγωνιστικών, παραμένουν λανθασμένα τιμολογημένα, όπως επισημαίνει.

Από την πλευρά της και η Capital Economics εκτιμά ότι η επενδυτική ζήτηση για τα ελληνικά ομόλογα είναι και θα παραμείνει ισχυρή. Αν και θεωρεί πως οι εκτιμήσεις της κυβέρνησης για την ανάπτυξη του ΑΕΠ είναι πολύ αισιόδοξες και πως η δημοσιονομική θέση της χώρας θα είναι πιο αδύναμη από ότι εκτιμάται στον προϋπολογισμό, ωστόσο η διάθεση των επενδυτών για ελληνικά ομόλογα θα παραμένει ισχυρή. Όπως επισημαίνει, δεδομένης της απουσίας άμεσων κινδύνων για τα δημοσιονομικά και της διατήρησης του χαμηλού κόστους δανεισμού από την ΕΚΤ, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων θα παραμείνουν σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα.

Facebook Comments