Όταν ο Παναγιώτης Γιαννάκης σήκωνε το κύπελλο του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος, η Ελλάδα ήταν σε σχέση με σήμερα μια πολύ διαφορετική χώρα σε μια πολύ διαφορετική γειτονιά. Για να φτάσει στην κορυφή απέκλεισε δύο χώρες που λίγο μετά διαλύθηκαν τη Γιουγκοσλαβία και τη Σοβιετική Ένωση. Στα προημιτελικά είχε επικρατήσει της Ιταλία, 37 χρόνια μετά το αλβανικό έπος, που σημαίνει ότι όσοι πολέμησαν το 40 στην πλειονότητά τους βρίσκονταν ακόμη στη ζωή.

Έκτοτε η χώρα πέρασε σκληρούς διχασμούς, που δεν χρειάζεται να αναφέρουμε. Βρήκε τον δρόμο κινούμενη προς τις αναπτυγμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης μετά το 1974, χάρη σε έναν οραματιστή αλλά και αποτελεσματικό ηγέτη, ο οποίος 2 χρόνια πριν είχε εξοβελιστεί από την πολιτική ζωή, με πολύ άσχημο τρόπο. Στο μικρόφωνο των πανηγυρισμών βρέθηκε ο διάδοχος του Χρήστος Σαρτζετάκης και στη συνέχεια οι πρωταγωνιστές της πόλωσης εκείνων των ετών, Ανδρέας Παπανδρέου και Κωνσταντίνος Μητσοτάκης.

Η επιτυχία αυτή ένωσε τους Έλληνες, που κατέκλυσαν τους δρόμους για να πανηγυρίσουν μια μεγάλη επιτυχία. Αθλητικά ήταν αναμφισβήτητα ήταν επιτυχία τεραστίου μεγέθους. Μετά την κατάκτηση του Κυπελλούχων από την ΑΕΚ το 1968, που ήταν δεύτερη τη τάξει διασυλλογική οργάνωση της Ευρώπης και τους δύο τελικούς που έπαιξε ο ποδοσφαιρικός Παναθηναϊκός σε Πρωταθλητριών και Διηπειρωτικό το 1971, υπήρξε ανομβρία. Κατά την μεταπολίτευση οι επιτυχίες έρχονταν με το σταγονόμετρο, ενώ η χώρα έχοντας ολοκληρώσει το ΟΑΚΑ και το ΣΕΦ, που φιλοξένησε τη διοργάνωση, διεκδικούσε μεγάλες αθλητικές διοργανώσεις.

Σε επίπεδο εθνικής αυτοπεποίθησης η κατάσταση ήταν πρωτόγνωρη. Αυτό αποτυπώνουν και οι στίχοι του Νίκου Πορτοκάλογλου στο τραγούδι «Πρωταθλητές» που κυκλοφόρησε το 1988:

«Βγαίνω μια βόλτα στην Αθήνα

και βλέπω φάτσες γελαστές»

Υπήρχε η επίγνωση ότι αυτή η ευφορία είναι πρόσκαιρη:

«Θα ξανάρθει η ρουτίνα

και θα ξανάρθουνε βροχές

Αλλά και αίσθηση ότι κάτι ήταν πλέον διαφορετικό:

«Θα ξανάρθει η ρουτίνα

μα κάτι άλλαξε από χτες».

Υπήρχε η αίσθηση ότι έρχονται άλλες εποχές και οι Έλληνες μπορούσαν να βρεθούν στο βαγόνι των ανεπτυγμένων χωρών, να γίνουν πρωταθλητές. Για αυτό τα επόμενα χρόνια τέθηκαν μεγαλεπήβολοι στόχοι σε όλα τα επίπεδα, με πρώτη τη διοργάνωση των Χρυσών Ολυμπιακών Αγώνων του 1996. Η προσπάθεια απέτυχε, αλλά επιστρέψαμε και επιτύχαμε να μας ανατεθεί η διοργάνωση του 2004.

Με ανυπομονησία η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων ανέμενε να ξανασυστηθεί στον κόσμο μέσω αυτής της διοργάνωσης. Λίγες ήταν φωνές που αμφισβητούσαν τον πρωταθλητισμό των Ελλήνων πέραν του παρκέ. Μια εξ αυτών ήταν του μακαρίτη Σάκη Μπουλά που έθετε το διαχρονικό ερώτημα. Τι είν’ η πατρίδα μας; Σε στίχους του και μουσική του Μιχάλη Ρακιντζή ρωτούσε:

«Μην είν’ θρησκεία με θεό το Γκάλη

Ολυμπιακάρα και ξερό ψωμί

Και ΠΑΟ ΟΛΕ και γκολ με το τσουβάλι

Και τρίποντα…»

Στα γκολ και στα τρίποντα όσοι μεγάλωσαν με θεό τον Γκάλη θριάμβευσαν και έφτασαν στην κορυφή της Ευρώπης στην αρχή της νέας χιλιετίας και να παραμείνουν σε κορυφαίο επίπεδο για αρκετά χρόνια.

Και δεν ήταν μόνο στον τομέα του αθλητισμού. Οι σημερινοί σαραντάρηδες, που αποφοιτούσαν από τα σχολεία και τα Πανεπιστήμια την τελευταία δεκαετία του 20ουαιώνα και την πρώτη του 21ου αιώνα δεν αισθάνονταν ότι υστερούν σε τίποτε σε σχέση με τους συνομηλικούς τους από τη Δυτική Ευρώπη. Η ευκολία των ταξιδιών, οι σπουδές σε πανεπιστήμια του Ηνωμένου Βασιλείου (κυρίως) το διαδίκτυο ώθησαν αυτή την ηλικιακή ομάδα να πιστέψει ότι ακόμη και αν δεν γίναμε Ευρώπη, γίναμε Ευρωπαίοι.

Οι Έλληνες επιχειρηματίες έθεσαν στόχο να κυριαρχήσουν στα Βαλκάνια, οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις ενισχύθηκαν, ειδικά μετά τα Ίμια, ώστε να  μπορούν να αντιμετωπίσουν την τουρκική επιθετικότητα, η χώρα μπήκε στον σκληρό πυρήνα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Ήταν μια ψευδαίσθηση ότι η αυτοπεποίθηση μας απάλλαξε από τις κακές μας συνήθειες, που περιγράφονται στους στίχους του Σάκη Μπουλά: η αυθαίρετη δόμηση, η υστέρηση των υποδομών, η επιδεικτική σπατάλη, η μονοκαλλιέργεια του τουρισμού, η αρχαιολατρεία, ο μανταμσουσουδισμός, η αστυνομική βία,

Όλα αυτά βγήκαν στην επιφάνεια στα χρόνια της κρίσης επέστρεψε η γκρίνια και η έλλειψη αυτοπεποίθησης, μέχρι την επιτυχή αντιμετώπιση της πρώτης φάσης μια παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης, η οποία συμπεριλάμβανε αποτελεσματική ηγεσία, αξιοποίηση της επιστήμης και συλλογική συμμετοχή.

Τα ξένα Μέσα άρχισαν να γράφουν ξανά για μια ελληνική επιτυχία. Και οι στίχοι του Πορτοκάλογλου ξαναήρθαν στο μυαλό μας:

«Δεν ήταν μάγια και κατάρες, που δεν κερδίζαμε ποτέ

Ήμασταν πάντοτε παικτάρες, μα δεν αλλάζαμε μπαλιές

Ήμασταν πάντοτε ψυχάρες, μα δεν πιστεύαμε ποτέ».

Με ένα ερωτηματικό για τη συνέχεια:

Έρχονται άλλες εποχές;

Είμαστε πια πρωταθλητές;

Facebook Comments