Πριν από λίγες μέρες, μια έρευνα του αμερικανικού ερευνητικού ινστιτούτου Pew Research Center, που θεωρείται διεθνώς ως αξιόπιστο και συνεπώς έχει μεγάλη επιρροή, έδειξε ότι το ποσοστό των Ευρωπαίων που έχουν θετική άποψη για την Ε.Ε. ανέρχεται πια στο ιστορικό χαμηλό του 45%. Η εκτενής αυτή έρευνα επιβεβαιώνει ότι ο ευρωσκεπτικισμός στην Ευρώπη έχει λάβει πολύ μεγάλες διαστάσεις, πράγμα που προδιαγράφει πολύ άσχημες πολιτικές εξελίξεις κατά τις ευρωεκλογές του 2014.

Από την έρευνα, η οποία διεξήχθη σε οκτώ χώρες, μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα, προκύπτει επίσης ότι η οικονομική κρίση είναι πια συστημική και έχει επιφέρει σοβαρό πλήγμα στην αξιοπιστία της ΕΕ: «Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ο νέος ασθενής της Ευρώπης. Η προσπάθεια τον τελευταίο μισό αιώνα να δημιουργηθεί μια πιο ενωμένη Ευρώπη είναι τώρα πια το κύριο θύμα της κρίσης του ευρώ. Το σχέδιο ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης χαίρει πια πολύ χαμηλής εκτίμησης σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης».

Αποτελεί κοινό τόπο η διαπίστωση πως η ΕΕ υποφέρει από «δημοκρατικό έλλειμμα». Πράγματι, σε αντίθεση με μια ομοσπονδία όπως οι ΗΠΑ, οι Ευρωπαίοι πολίτες δεν έχουν τη θεσμική ικανότητα να εκλέγουν μιαν ευρωπαϊκή κυβέρνηση. Αυτό κυρίως σημαίνει πως δεν μπορούν να επιλέξουν, με πολιτικά, ιδεολογικά, και οικονομικά κριτήρια, έναν Πρόεδρο που να είναι ο αρχηγός της εκτελεστικής εξουσίας και που να επιλέγει τους υπουργούς του, χαράσσοντας ταυτόχρονα και τις κατευθυντήριες γραμμές εντός των οποίων οφείλουν να κινηθούν. Όμως αυτό το έλλειμμα πολιτικής αντιπροσώπευσης καθίσταται όχι μόνο εντονότερο, αλλά και ποιοτικά σοβαρότερο στη διάρκεια της ατέρμονης οικονομικής κρίσης που βιώνει η Ευρώπη τα τελευταία χρόνια.

Η ΕΕ είναι – τείνουμε να το παραγνωρίζουμε – η μεγαλύτερη ενιαία οικονομική ζώνη και εσωτερική αγορά του κόσμου. Είναι όμως και το μοναδικό γεωπολιτικό σύνολο που δε διαθέτει ανεπτυγμένα πολιτικά εργαλεία για την άσκηση ολοκληρωμένης οικονομικής πολιτικής.

Ας υποθέσουμε ότι η πλειοψηφία των Ευρωπαίων πολιτών θέλει να αλλάξει την πορεία της Ευρώπης, στρέφοντάς την από μια μακροοικονομική φιλοσοφία που επιμένει σε συνεχείς δημοσιονομικές περικοπές για την ισοσκέλιση των ελλειμματικών δημόσιων προϋπολογισμών και σε σχετικά σφιχτή νομισματική πολιτική υπό τον φόβο υπερπληθωρισμού, προς μιαν αναπτυξιακή ρελάνς ως αντικυκλική πολιτική κατά της – γενικευμένης πια – ύφεσης και της διαρκώς αυξανόμενης ανεργίας. Αυτό δε θα ήταν δυνατόν διότι δεν υπάρχει ιμάντας μεταβίβασης μεταξύ των κυμαινόμενων πολιτικών επιλογών των Ευρωπαίων και της συνολικότερης οικονομικής φιλοσοφίας που πάγια διέπει την Ένωση.

Με άλλα λόγια, οι Ευρωπαίοι πολίτες γνωρίζουν διαισθητικά πως ό,τι και να ψηφίσουν στις ευρωεκλογές, οι μακροοικονομικές παραδοχές επί των οποίων εδράζεται η λειτουργία της ευρωζώνης και η διακυβερνητική – αντί μιας κοινοτικής – πολιτική διαχείριση της κρίσης θα συνεχιστούν απρόσκοπτα.

Η διάχυτη αυτή εντύπωση αποδεικνύεται δυστυχώς αληθής: το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που ως γνωστόν είναι το μοναδικό θεσμικό όργανο της Ένωσης που διαθέτει άμεση λαϊκή νομιμοποίηση δια των εκλογών, δεν έχει την παραμικρή αρμοδιότητα να τροποποιήσει ή να θέσει εν αμφιβόλω την ακολουθούμενη συνταγή γενικευμένης λιτότητας, ούτε μπορεί να πιέσει για μια συντομότερη μετάβαση της Ευρώπης προς μια Δημοσιονομική και Τραπεζική Ένωση.

Η αίσθηση αυτής της αδυναμίας οδηγεί δυστυχώς στην ταύτιση εν πολλοίς των ακολουθούμενων σήμερα πολιτικών, που απορρίπτει μια σαφής κοινωνική πλειοψηφία τόσο στο Νότο όσο ακόμα και στον Βορρά της ΕΕ, με την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το ατυχές αποτέλεσμα είναι, δυστυχώς, η άνοδος του ευρωσκεπτικισμού ακόμα και σε χώρες που παραδοσιακά θεωρούντο πολύ φιλοευρωπαϊκές, όπως η Ελλάδα.

Facebook Comments