Στο σημερινό άρθρο αποφάσισα να γράψω τα απομνημονεύματά μου ούσα ιδιοκτήτρια ενός μικρού διαμερίσματος το οποίο επιθυμώ να ενοικιάσω.  Γράφω «επιθυμώ», επειδή η πραγματικότητα δεν έχει καμία σχέση με το τι θέλει κανείς, δεν υπάρχει ελπίδα για τους πλουτοκράτες ιδιοκτήτες σαν κι εμένα και το σύμπαν του Κοέλιο απουσιάζει τη στιγμή που το χρειάζομαι περισσότερο. 

Είναι δύσκολο να είσαι ιδιοκτήτης στα χρόνια του Τσίπρα (η ζωή μας ή μάλλον η κατάντια μας του ανήκει δικαιωματικά), όχι απλώς επειδή δεν υπάρχουν χρήματα για να κινηθείς προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, αλλά κυρίως επειδή η κρίση που υποτίθεται ότι θα μας μεταμόρφωνε σε μονιασμένα αδέλφια, έβγαλε στην επιφάνεια τον χειρότερο, τον πιο άθλιο εαυτό μας.  Και η περιπέτεια μιας ενοικίασης σπιτιού είναι ικανή να αποτυπώσει το ψυχογράφημα μιας κοινωνίας που κάτι δεν έχει κατανοήσει ορθώς,  κάτι δεν θα μάθει ποτέ καλά να κάνει, όσα μνημόνια και αν περάσουν πάνω από το πτώμα μας.  Για την ακρίβεια, η ωριμότητα και η πρόοδος ενός λαού φαίνεται στον τρόπο με τον οποίο συνάπτει τις επαγγελματικές του σχέσεις, από τον τρόπο που δεν κρατάει τον λόγο-συμφωνία του, από την ευκολία και την ελαφράδα στη συνείδηση με τις οποίες αποποιείται την ευθύνη μετά την απομάκρυνση του ιδιοκτήτη από την περιουσία που έφτυσε αίμα να δημιουργήσει.  Αλλά αυτός, ας πρόσεχε (σαν να ακούω από μακριά τις ιαχές των μπαχαλάκηδων – κανένα σπίτι στα χέρια ιδιοκτήτη ή όχι πια σπίτι, μόνο κατάληψη). 

Νοικάρηδες: καταρχάς, η κρίση έδωσε λόγο ύπαρξης σε μια τεράστια ομάδα νομάδων που αρέσκονται στο να αλλάζουν στέγη ανάλογα με τις εποχές, ακριβώς επειδή τα ενοίκια είναι τόσο χαμηλά.   Το κάνουν σχεδόν σαν παιχνίδι, με έναν obsessive-compulsive τρόπο, γυρεύουν μόνο επιπλωμένα για να έρθουν και να φύγουν με τη βαλίτσα τους αφήνοντας πίσω τους το χάος σε φέσια.  Καμιά φορά πιάνω την κουβέντα με μερικούς από αυτούς:

–          Πριν ένα μήνα δεν μετακόμισες στη γειτονιά;

–          Ναι, αλλά δεν με βολεύει το σπίτι και θέλω να αλλάξω

–          Και πριν που έμενες;

–          Σε ένα άλλο που επίσης δεν με βόλευε

Δεν βρίσκεις άκρη.   Η μέση διάρκεια παραμονής έχει κατέβει στο χρόνο  ανάμεσα σε δύο εκκαθαριστικούς λογαριασμούς της ΔΕΗ. 

Υπάρχουν και αυτοί που βρίσκουν υπέροχο ένα σπίτι με πολλαπλά ελαττώματα που εσύ ξεκάθαρα απαριθμείς: αλλά όχι, πρόκειται για το σπίτι των ονείρων τους, μέχρι να αποφασίσετε υπό ασφυκτικές πιέσεις από μέρους τους, να κάνετε χωριό.  Τότε ξεκινάει ο πραγματικός εφιάλτης.  Ατέλειωτη γκρίνια, η ζωή γίνεται μια κόλαση από τηλεφωνήματα για αναβαθμίσεις.  Στην οικία σου σε πλακώνουν τα ταβάνια, αλλά ο Γιώργης παίρνει την πρωτοβουλία να βάλει  υπερσύγχρονες τέντες με τη μέθοδο του δεν-σου-δίνω-ενοίκιο-μέχρι-να-ισοφαρίσουμε. 

Σε ποιον να πεις τον πόνο σου και να μη πάρει χαιρέκακο βλέμμα;   Ως ιδιοκτήτης είσαι εκ προοιμίου εχθρός.  Εγώ θα πληρώσω τα καπρίτσια της Τασούλας που νοίκιασε σπίτι για να αυτονομηθεί, να σπάσει τον ομφάλιο λώρο, να γίνει επιτέλους ολοκληρωμένη γυναίκα και επέστρεψε τρεις μήνες αργότερα τον κάδο με τα άπλυτα στο πλυντήριο της μαμάς της.  Εγώ και όσων φεύγουν νύχτα για να μη διασταυρωθούν τα βλέμματά μας και μετά πρέπει να ζητήσω συγνώμη που τους καλώ στο τηλέφωνο για να τους πω να επιστρέψουν τουλάχιστον τα κλειδιά.  Αν θέλουν.  Ίσως;  Όποτε σας βολεύει.

Έχω όλες τις ενοχές μιας ανάλγητης.

Έχω πληρώσει, χρυσοπληρώσει και ξαναπληρώσει το διαμερισματάκι ατέλειωτες φορές.  Αλίμονο, το κράτος είναι συνέταιρος στη δικιά μου τη ζωή, ενώ η κάθε Τασούλα έχει το τέλειο προφίλ για να επιβιώσεις αυτές τις μέρες: το αόρατο προφίλ.  Δεν είναι εγγεγραμμένη πουθενά, χτενίζει κόσμο παίρνοντας μαύρα, δεν πληρώνει φόρους.  Δεν είναι τρέλα η ζωή;

Κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέπτη.  Είμαστε άραγε τόσο κακοί ως ιδιοκτήτες, όσο μας παρουσιάζει η αριστερή προπαγάνδα;  Μήπως δεν έχουμε περπατήσει σε  βανδαλισμένα δωμάτια πρώην ενοικιαστών;  Μήπως δεν έχουμε εμπιστευτεί αμέτρητες φορές, αμέτρητα πρόσωπα μόνο και μόνο για να απογοητευτούμε μερικούς μήνες αργότερα;  Αν κερδίζουμε από αυτό – σοβαρά τώρα;  Οι επιτυχημένες συνεργασίες (θέλω να θεωρώ τα συμβόλαια ως συνεργασίες) σπανίζουν στην εποχή μας.  Ο ΕΝΦΙΑ καραδοκεί.

Κοιτάζω και το χιλιάρικο βερεσέ πολλών μηνών που μου άφησε ο Μπάμπης από την τελευταία φορά που εμπιστεύτηκα φίλο: «έχω να σου συστήσω μια καταπληκτική περίπτωση, είναι αδερφός!  Εγγύηση!»  Κάντε μου τη χάρη και μη συστήνετε «αδερφούς», γιατί όταν σκάσει μύτη το κακό (και πάντα έρχεται) χάνω πάσα ιδέα τόσο για τον Μπάμπη όσο και για σας τους προξενητές.

Κι όμως, αν αναλύσεις τις φυλές των ενοικιαστών, τις περισσότερες φορές θα πέσεις πάνω σε νοοτροπία.  Σε επιπολαιότητα, σε ωχαδερφισμό – άλλωστε οι παραπάνω περιγραφές δεν έχουν σχέση με το ύψος του ενοικίου, ούτε γίνεται κουβέντα γι’αυτό.  Πρόκειται για τη νοοτροπία του νεοέλληνα να σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά του: ο νοικάρης της διπλανής, δικής σου πόρτας, ξαναγράφει τους νόμους και σε έχει γραμμένο ως συνεργάτη, συνέταιρο ή συμπολίτη. 

Κακώς ενοικιάζουμε ντουβάρια.  Θα έπρεπε να αναμετρηθούμε με την ηθική μας.

Facebook Comments