Όταν η Κίνα έγινε μέλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) το 2001, θεωρείτο ακόμα μια κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία, κάτι που δεν της επέτρεψε να λάβει «καθεστώς οικονομίας της αγοράς» (Market Economy Status). Αυτό σημαίνει πως αναγνωρίζεται ότι το κινεζικό κράτος παρεμβαίνει καθοριστικά στο μηχανισμό διαμόρφωσης των τιμών των προϊόντων μέσω έμμεσων επιδοτήσεων ορισμένων οικονομικών τομέων που θεωρούνται στρατηγικής σημασίας για τους γραφειοκράτες του καθεστώτος. Έτσι, οι τιμές των προϊόντων που οι Κινέζοι θέλουν να προωθήσουν στις ξένες αγορές μπορούν να διατηρούνται πολύ χαμηλές προκειμένου οι κινεζικές επιχειρήσεις να αποσπάσουν μερίδια αγοράς εξοβελίζοντας τους διεθνείς τους ανταγωνιστές. Αυτή η πρακτική είναι γνωστή ως dumping.

Λόγω της έλλειψης καθεστώτος οικονομίας της αγοράς, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή – υπό την ιδιότητά της ως θεματοφύλακα του ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού – είναι νομικά σε θέση να προβαίνει σε προχωρημένες έρευνες σχετικά με τις πρακτικές dumping των κινεζικών εταιρειών και να επιβάλει υψηλούς δασμούς σε προϊόντα που θεωρείται ότι επιδοτούνται παράνομα απ’ το κινεζικό κράτος, συγκρίνοντας τις τιμές τους στις αγορές εκτός Κίνας, όχι με τις τιμές των ίδιων προϊόντων στην κινεζική αγορά, αλλά με αυτές ομοειδών προϊόντων σε άλλες αγορές αναδυόμενων χωρών, π.χ. της Ινδίας. Όμως, σύμφωνα με ένα πρωτόκολλο που είναι προσαρτημένο στη συμφωνία προσχώρησης της Κίνας στον ΠΟΕ, το καθεστώς της Κίνας θα πρέπει να επανεξεταστεί και ενδεχομένως να αναθεωρηθεί τον Δεκέμβριο 2016. Οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία δεν έχουν ακόμα τοποθετηθεί επί του θέματος και τώρα όλοι περιμένουν τι θα κάνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία πριν από λίγες μέρες άνοιξε δημόσια διαβούλευση για το θέμα για δέκα εβδομάδες, προτού παρουσιάσει τις προτάσεις της τον προσεχή Ιούλιο.

Πρακτικά, το πρόβλημα που τίθεται είναι οξύτατο σε ορισμένους βιομηχανικούς τομείς, όπως στη χαλυβουργία. Η Κίνα, με συνεχείς επιδοτήσεις του δημόσιου προϋπολογισμού, δημιούργησε μια τεράστια εγχώρια βιομηχανική βάση, ικανή να παράγει περί τους 400 εκατομμύρια τόνους ατσάλι το χρόνο, τη στιγμή που η συνολική ζήτηση για ατσάλι στην ΕΕ είναι στους 155 εκατομμύρια τόνους. Έτσι κατακλύζεται η ευρωπαϊκή αγορά με εξαιρετικά φτηνό κινεζικό ατσάλι, κλείνουν συνεχώς χαλυβουργίες και χάνονται δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας στην Ευρώπη.

Ουσιαστικά, η Κίνα επιδοτεί δικές της μη οικονομικά βιώσιμες θέσεις εργασίας μέσω του dumping και της καταστροφής θέσεων εργασίας των διεθνών της ανταγωνιστών. Είναι χαρακτηριστικό ότι 75% του συνόλου των υποθέσεων dumping που η Επιτροπή καταγγέλλει στον ΠΟΕ προέρχονται από την Κίνα, ενώ ακόμα και με τα αυξημένα μέτρα που μπορεί ακόμα να λάβει η ΕΕ, το εμπορικό ισοζύγιο ΕΕ-Κίνας είναι ελλειμματικό κατά 180 δις ευρώ, καθώς οι κινεζικές εξαγωγές στην ΕΕ το 2000 ήταν μόλις 75 δις ευρώ και το 2015 ανέρχονται στα 360 δις ευρώ. Την ίδια στιγμή, τόσο η νομοθεσία της ΕΕ όσο και αυτή του ΠΟΕ απαγορεύουν ρητά στα κράτη μέλη της ΕΕ να επιδοτούν εμμέσως τις εξαγωγές τους. Η ευρωπαϊκή χαλυβουργία έχει χάσει 85.000 θέσεις εργασίας από το 2008 (20% της εργατικής δύναμης του τομέα) λόγω της ραγδαίας μείωσης της ζήτησης και της κινεζικής εμπορικής επέλασης. Τέλος, τα κινεζικά προϊόντα είναι πολύ πιο «βρώμικα» από τα ευρωπαϊκά: 80% της βιομηχανικής παραγωγής της Κίνας βασίζεται σε καύση άνθρακα, ενώ στην ΕΕ το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόλις 28%.

Για όλους αυτούς τους λόγους παρατηρείται μια ευρύτατη πολιτική συμμαχία μεταξύ εργοδοτικών και εργατικών οργανώσεων καθώς και μεταξύ των ευρωπαϊκών κομμάτων όλου του πολιτικού φάσματος. Ωστόσο, η Επιτροπή δείχνει να διατηρεί μια πολύ χλιαρή στάση επί του θέματος. Είναι δυνατόν να σκέφτονται κάποιοι γραφειοκράτες ότι θα πρέπει εμείς οι Ευρωπαίοι να προστατέψουμε την Κίνα από την «ανώμαλη προσγείωση» της οικονομίας της επιδοτώντας, με καταστροφή ευρωπαϊκών θέσεων εργασίας, κεφαλαιουχικών επενδύσεων και περιβαλλοντικών κανόνων, τις κινεζικές εξαγωγές; Αν κάτι τέτοιο συμβαίνει και γίνει συνείδηση ότι η ΕΕ δεν μας προστατεύει απέναντι σε επιθετικές πρακτικές, η λαϊκή οργή θα σαρώσει την Ευρώπη και θα οδηγήσει σε άτακτη οπισθοχώρηση τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς, σε μια εποχή όπου οι διαλυτικοί πειρασμοί λόγω της προσφυγικής κρίσης και του δημοψηφίσματος για Brexit αυξάνονται διαρκώς.

Facebook Comments