Στην Ελλάδα, η γεωργία άρχισε να αλλάζει παραγωγικό μοντέλο μετά την δεκαετία του 1960. Ως τότε, η παραγωγή ήταν κυρίως συνυφασμένη με τις τοπικές ανάγκες αλλά και την τοπική γεωγραφία. Οι καλλιεργούμενες ποικιλίες και οι εκτρεφόμενες φυλές ζώων ήταν προσαρμοσμένες στο τοπικό περιβάλλον. Δεν ήταν όλα ιδανικά από περιβαλλοντικής απόψεως. Δείτε την υπερβόσκηση στα νησιά του Αιγαίου που παλαιόθεν είχε ερημοποιήσει τα πιο πολλά. Όμως, υπήρχε μία σχετική αρμονία. Οι τοπικές κοινωνίες ζούσαν στον ρυθμό της αγροτικής παραγωγής, αλλά πολύ φτωχά καθώς η παραγωγικότητα ήταν μικρή.

Μετά, το μοντέλο άρχισε να αλλάζει με την εισροή στην γεωργία νέας γνώσης και τεχνολογίας. Η παραγωγή αυξήθηκε πολύ. Οι αγρότες που υιοθετούσαν τις καινούργιες παραγωγικές μεθόδους άρχισαν να ευημερούν σε σχέση με όσους δεν μπορούσαν να παρακολουθούν τις αλλαγές. Οι τελευταίοι άρχισαν να συρρέουν στα αστικά κέντρα για να βρουν δουλειά.

Η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής γεωργίας μεταμόρφωσε όλην την χώρα, όχι πάντα προς το καλύτερο.

Η συσσώρευση χαμηλότερης μορφώσεως κοινωνικών στρωμάτων στις μεγάλες πόλεις, που συνέδεαν την γεωργία με την φτώχια και δεν ήθελαν πια να έχουν σχέση με αυτήν, οδήγησε στην κατασκευή όλων των άσχημων πολυκατοικιών που γεμίζουν τις πόλεις μας.

Στην ύπαιθρο, εγκαταλήφθηκαν μεγάλες εκτάσεις λιγότερο παραγωγικών γαιών και τα χωριά άρχισαν να φθίνουν.

Είσοδος στην ΕΟΚ

Δυστυχώς, η είσοδός μας στην τότε ΕΟΚ χαρακτηρίσθηκε από την απουσία Αγροτικής Πολιτικής. Υιοθετήσαμε άκριτα τα εργαλεία (επιδοτήσεις) που μας έδινε η Ευρώπη. Οι επιδοτήσεις αντί να αντιμετωπισθούν ως εργαλεία που, στα πλαίσια μίας αγροτικής πολιτικής, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την πρόοδο του αγροτικού τομέα, σπαταλήθηκαν για την άμεση άνοδο του βιοτικού επιπέδου των αγροτών μέσω διανομής μικροποσών στους μεμονωμένους αγρότες χωρίς σκοπό και στόχο, καταστρέφοντας τις ισορροπίες που υπήρχαν.

Έτσι, πχ, η επιδότηση του σκληρού σίτου είχε ευρύτερες αρνητικές επιδράσεις. Οι αγρότες στράφηκαν στην μονοκαλλιέργειά του, παρατώντας την καλλιέργεια του μαλακού σίτου και των ψυχανθών, που είναι βασικές ζωοτροφές. Η κτηνοτροφία αναγκάσθηκε να εισάγει ζωοτροφές, μειώνοντας την ανταγωνιστικότητά της. Καθώς ο σκληρός σίτος δεν είναι προσαρμοσμένος σε ξηρική καλλιέργεια, οι αγρότες άρχισαν να ποτίζουν ακόμα και πρώην ξηρικά χωράφια με δυσμενή αποτελέσματα στα υδατικά αποθέματα.

Η εντατικοποίηση των καλλιεργειών στην Ελλάδα, χωρίς πρόγραμμα και χωρίς κανόνες οδήγησε σε μεγάλες καταστροφές το περιβάλλον, σε υφαλμύρωση πολλών υπογείων υδάτων και, τελικώς, δεν επέτρεψε στους Έλληνες παραγωγούς να παρακολουθήσουν την αύξηση της ανταγωνιστικότητος των ξένων ανταγωνιστών. Σε αυτό συνέβαλε και η έλλειψη κεφαλαίων που χαρακτηρίζει την Ελληνική γεωργία.

Η άκριτη υιοθέτηση ξένων ποικιλιών στα οπωροκηπευτικά οδήγησε την ελληνική γεωργία στο να χάσει κάποια ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά που είχε. Η μειωμένη ποιότητα της ελληνικής παραγωγής και η απουσία οργανωμένου χονδρεμπορίου επέτρεψε την κυριαρχία εισαγομένων τροφίμων[1].

Την ίδια στιγμή, το πολιτικό σύστημα κατέστρεψε όσα αναπτυξιακά εργαλεία υπήρχαν στην διάθεση της ελληνικής γεωργίας, όπως Αγροτική Τράπεζα και συνεταιρισμούς και απαξίωσε τα ερευνητικά κέντρα.

Έτσι έχουμε φθάσει σε ένα αδιέξοδο και βλέπουμε την αγροτική παραγωγή να μειώνεται[2].Οι αγρότες βρίσκονται σε αδιέξοδο.

Νέο Παραγωγικό Μοντέλο

Είναι σαφές ότι χρειαζόμαστε αμέσως νέο παραγωγικό μοντέλο, ένα μοντέλο που θα παίρνει υπ’ όψιν του τα βασικά χαρακτηριστικά του ελληνικού αγροτικού οικοσυστήματος:

  • Μεγάλο αριθμό αγροτών
  • Μικρό και κατακερματισμένο κλήρο
  • Έλλειψη κεφαλαίων
  • Χαμηλή αγροτική τεχνολογία

Το νέο παραγωγικό μοντέλο θα πρέπει να είναι κατ’ αρχάς κοινωνικώς ευαίσθητο. Δεν μπορούμε, για να προσαρμόσουμε τον αγροτικό πληθυσμό στο 2,5-3% που είναι στις ανεπτυγμένες χώρες, από την μία μέρα στην άλλη να οδηγήσουμε ένα 10% του πληθυσμού στις πόλεις να ψάχνει για δουλειά. Η ελληνική οικονομία δεν έχει τρόπο να απορροφήσει αυτούς τους αγρότες σε άλλες δουλειές.

Το νέο μοντέλο θα πρέπει να αυξάνει την απόδοση της γεωργικής παραγωγής, ενώ, ταυτοχρόνως, να είναι αειφόρο, παίρνοντας υπ’ όψιν του τα χαρακτηριστικά του ελληνικού γεωγραφικού χώρου με την τεράστια ποικιλία μικροπεριβαλλόντων, αλλά και τις ανίσως κατανεμημένες βροχοπτώσεις. Φαραωνικά σχέδια για μεταφορά νερού σε ξηρικούς κάμπους καταστρέφουν το περιβάλλον για να προσφέρουν βραχυπρόθεσμα κέρδη σε μερικούς αγρότες, ζημιώνοντας τους αγρότες άλλων περιοχών.

Επίσης, θα πρέπει να προωθεί προϊόντα στα οποία ήδη είμαστε ανταγωνιστικοί και πετυχημένοι. Τέτοια είναι πχ η παραγωγή κρέατος και γάλακτος αιγοπροβάτων, φέτας, ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας, ελιές και ελαιόλαδο, φράουλες κλπ.

Ένας σημαντικός παράγοντας που πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν είναι ο τουρισμός. Η παραγωγή πολλών τοπικών χαρακτηριστικών προϊόντων, μαζί με την προώθησή τους σε ξενοδοχεία και εστιατόρια, θα προωθήσει αποτελεσματικώς την ελληνική αγροτική παραγωγή. Ταυτοχρόνως, το νέο μοντέλο, καθώς θα προστατεύει και βελτιώνει το περιβάλλον, θα βοηθήσει τον τουρισμό.

Το νέο μοντέλο πρέπει να βασίζεται σε ένα μίγμα μεγάλων αλλά και μικρών τοπικών παραγωγικών μονάδων που θα στοχεύουν σε διαφορετικές αγορές. Στην Γαλλία και στην Ιταλία ήδη εφαρμόζεται ανάλογο μοντέλο με επιτυχία.

Για την ανάπτυξη της γεωργίας με το νέο μοντέλο, απαιτείται μία Αγροτική Τράπεζα με εξειδικευμένες υπηρεσίες και κατανόηση των αγροτικών αναγκών, καλή χρηματοδότηση των ερευνητικών κέντρων για εφαρμοσμένη έρευνα σχετική με τις ανάγκες της ελληνικής γεωργίας, αλλά, το κυριότερο, ένα επιτελικό Υπουργείο Γεωργίας. Σήμερα το υπουργείο κάνει μικροδιαχείριση των τρεχόντων θεμάτων και είναι περισσότερο υπουργείο διαχειρίσεως επιδοτήσεων, παρά γεωργίας. Όλα αυτά υπάρχουν στις ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης. Εδώ όλα είναι καρικατούρες. Κάποια προσπάθεια κάνει η Τράπεζα Πειραιώς κυρίως λόγω της θετικής επιδράσεως μεμονωμένων στελεχών της. Θα φανεί αν θα μπορέσει να καλύψει το κενό της Αγροτικής Τράπεζας.

Είναι μεγάλο λάθος αυτό που υποστηρίζουν μερικοί, ότι δηλαδή η ανάπτυξη της ελληνικής γεωργίας είναι αποκλειστικώς θέμα μειώσεως του κόστους και της δημιουργίας πολύ μεγάλων μονάδων. Στην Ελλάδα, δεν έχουμε ούτε μεγάλους κάμπους, ούτε τα εύφορα χώματα άλλων χωρών. Τα μοντέλα Excelστα οποία στηρίζονται έχουν βασικό σφάλμα το ότι είναι απλουστευτικά και δεν παίρνουν υπ’ όψιν τους την γεωφυσική πραγματικότητα ή την ανθρωπογεωγραφία της χώρας. Πρέπει να δημιουργηθούν νέα πολυπαραγοντικά[3] μοντέλα για να μας βοηθήσουν στην χάραξη της αγροτικής πολιτικής. Ως τότε, πέρα από τους αριθμούς, χρειάζεται να στηριζόμαστε και στην εμπειρία ανθρώπων που έχουν ζήσει από μέσα την αγροτική παραγωγή.

Το νέο παραγωγικό μοντέλο πρέπει να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό της μεγάλης βιομηχανικής παραγωγής εκεί ακριβώς που αυτή πονάει. Η βιομηχανική παραγωγή κάνει οικονομίες κλίμακος, περιορίζοντας τον αριθμό των προϊόντων. Η ελληνική γεωργία, στο βαθμό που δεν μπορεί να κάνει οικονομίες κλίμακος, πρέπει να στηριχθεί σε πολύ μεγάλη ποικιλία τοπικών προϊόντων με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.

Ταυτοχρόνως, επιβάλλεται οι μικρές και μεσαίες παραγωγικές μονάδες να ενθαρρύνονται να βασίζονται σε μικτές καλλιέργειες και εκτροφές. Παράδειγμα: ο παραγωγός λαχανικών να εκτρέφει παραλλήλως και λίγα ζώα που να καταναλώνουν κατά βάση υποπροϊόντα της παραγωγής του.

Πρέπει να προωθηθεί η απόδοση προστιθέμενης αξίας στα αγροτικά προϊόντα από τους ίδιους τους παραγωγούς μέσω της οικοτεχνίας ή και μεγαλύτερων μονάδων όπου θα μετέχουν οι ίδιοι οι παραγωγοί. Αυτό προσπάθησε να κάνει ο Τσαυτάρης με τον νόμο για την οικοτεχνία που ψηφίστηκε τον Φεβρουάριο του 2014[4].

Επίσης, η σύνδεση της εστίασης με την τοπική παραγωγή θα προωθήσει πολύ την γεωργία, οδηγώντας σε καλύτερα και πιο ποιοτικά προϊόντα.

Το νέο μοντέλο παραγωγής δεν μπορεί να εφαρμοσθεί χωρίς κρατική αγροτική πολιτική. Τα θέματα του περιβάλλοντος, αλλά και της διαχρονικής επάρκειας τροφίμων είναι εθνικά θέματα και απαιτούν ευρύτερο συντονισμό. Οι αγροτικές μονάδες παραγωγής που έχει η Ελλάς δεν είναι σε μέγεθος ή θέση να προχωρήσουν μόνες τους. Αν το υπουργείο δεν γίνει ένα επιτελικό όργανο που να χαράσσει και να εφαρμόζει το νέο παραγωγικό μοντέλο, η ελληνική γεωργία θα φθίνει και θα επικρατήσουν λίγες μεγάλες μονάδες, οι οποίες όμως δεν θα καλύψουν το παραγωγικό κενό που θα αφήσουν οι οικογενειακές μονάδες που θα αναγκασθούν να κλείσουν και να στραφούν αλλού.

 

 

Facebook Comments