Θυμάμαι τους πρώτους μου μήνες στην Ουάσινγκτον ως μεταπτυχιακός φοιτητής, πριν περίπου 10 χρόνια. Συνειδητοποίησα πολύ νωρίς ότι στο εξής όφειλα να παρακολουθώ τα αμερικανικά πολιτικά πράγματα και όχι τα ελληνικά, αν ήθελα να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις του προγράμματος. Η διδακτέα ύλη δεν περιοριζόταν στα βιβλία, οι τρέχουσες εξελίξεις αποτελούσαν βασικό αντικείμενο των μαθημάτων.

Πολύ σύντομα άρχισα να διαπιστώνω τις διαφορές ανάμεσα στην πολιτική ατζέντα και συζήτηση της Ουάσινγκτον και της Αθήνας. Μέχρι τότε, πίστευα ότι οι Έλληνες ενδιαφερόμαστε περισσότερο για την πολιτική σε σχέση με άλλους λαούς. Εκείνα τα δύο χρόνια  διαπίστωσα ότι ασχολούμαστε περισσότερο με την παραπολιτική, και όχι με την πραγματική πολιτική.

Ξέρουμε για τις φιλίες του προέδρου ενός κόμματος, τις σχέσεις με τους δελφίνους του, για τις σφαίρες επιρροής σε μια κοινοβουλευτική ομάδα, πολλά παρασκήνια που οδηγούν στη λήψη μιας πολιτικής απόφασης, αν και πολλές φορές γνωρίζουμε λιγότερα για την ίδια την απόφαση. Ασχολούμαστε πολύ με το ποιος ευνοείται ή πλήττεται από μια πολιτική απόφαση άμεσα, χωρίς να εξετάζουμε το μακροπρόθεσμο επίπεδο.

Ιδιαίτερα την εποχή, στην οποία αναφέρομαι 2000- 2007, τα δύο τότε μεγάλα κόμματα είχαν συγκλίνει πολύ και οι διαφορές μειωθεί, με αποτέλεσμα η ιδεολογική αντιπαράθεση να είναι περιορισμένη. Αντίθετα, στη Ουάσινγκτον, υπήρχαν ζητήματα της πολιτικής ατζέντας για τα οποία μπορούσες να ακούσεις εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις από τον Λευκό Οίκο, εκπροσώπους των δύο νομοθετικών σωμάτων, που μπορεί να ανήκαν στο ίδιο κόμμα, αλλά είχαν τη δυνατότητα να παρουσιάσουν διαφορετικές θέσεις και από εκατοντάδες ομάδες πίεσης (Συνδικάτα, ΜΚΟ κ.λπ.), που επίσης κατέθεταν τις δικές τους προτάσεις.

Γυρίζοντας στην Ελλάδα διαπίστωσα ότι η δομή του πολιτικού συστήματός μας, το  εκλογικό σύστημα σε συνδυασμό με την περιβόητη κομματική πειθαρχία αποδυναμώνουν τη δυνατότητα ενός βουλευτή να διαφοροποιηθεί, ενώ οι ομάδες πίεσης πηγαίνουν απ’ ευθείας στον Υπουργό και μάλιστα συχνά μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης με τη σειρά τους συνήθως παρουσιάζουν τη θέση της Κυβέρνησης και τις βασικές αντιδράσεις, όταν ένα σχέδιο νόμου έρχεται στη Βουλή και σπανίως παρακολουθούν την εφαρμογή των νόμων. Έτσι η πολιτική συζήτηση περιορίζεται στην εκλογολογία, στη δελφινολογία και στα σενάρια.

Δεν εξιδανικεύω τις ΗΠΑ. Και εκεί υπάρχουν προβλήματα και μάλιστα μεγάλα, ούτε αναμένω ποτέ η Αθήνα ή οι Βρυξέλλες να γίνουν Washington, είχα όμως την ελπίδα ότι με την εξάπλωση της χρήσης του διαδικτύου και με την οικονομική κρίση που ώθησε περισσότερους να ασχοληθούν πιο σοβαρά με την πολιτική, θα μεταβαλλόταν και η καθ’ ημάς πολιτική συζήτηση.

Δυστυχώς, στα χρόνια των μνημονίων επικράτησε ο μονόδρομος της εφαρμογής του προγράμματος και ανεδαφικές πολιτικές αντιπροτάσεις. Ήταν βολικό τόσο για τις Κυβερνήσεις να φορτώνουν τα βάρη στους ξένους (πλην λίγων περιπτώσεων) και για την αντιπολίτευση να αντιτίθεται, προτείνοντας υποκατάστατα σοκολάτας που έχουν υποτίθεται την ίδια γεύση, χωρίς να παχαίνουν.

Στα χρόνια που μεσολάβησαν, στη ζαχαροπλαστική επικράτησε η “πραγματική σοκολάτα” έναντι των υποκαταστάτων και στη συζήτηση για την κρίση η “πραγματική οικονομία”. Μένει να δούμε αν θα επικρατήσει και η πραγματική πολιτική. Αγγλιστί η λέξη pragmatic σημαίνει πραγματιστικός- ρεαλιστικός, ελληνιστί, αφού τελείωσαν οι αυταπάτες αυτόν τον φαύλο- κύκλο μπορεί να τον σπάσει μόνο η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Το στοίχημα για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, είναι να παρουσιάσει μια ρεαλιστική πρόταση και να μιλήσει για την πραγματική πολιτική, γιατί πολύ σύντομα θα χρειαστεί να την εφαρμόσει. Δεν αρκεί να θέτει τα σωστά ζητήματα, πρέπει να εφαρμόσει τις σωστές λύσεις στον κατάλληλο χρόνο. Πριν λιώσει η πραγματική σοκολάτα της περιόδου χάριτος, αλλά κυρίως πριν λιώσει εντελώς η πραγματική οικονομία.

Facebook Comments