Όλα (σχεδόν…) τα κόμματα συμφωνούν ότι το απαιτούμενο από τους δανειστές πρωτογενές πλεόνασμα του 3,5% αποτελεί τεράστιο βάρος στην ελληνική οικονομία, το οποίο θα αποθαρρύνει τις επενδύσεις και την ανάκαμψη.

Μέχρις ενός σημείου μπορεί να έχουν και δίκιο. Κυρίως όσοι περιμένουν από το ίδιο το κράτος να… επενδύει παραγωγικά (!), καθόσον το απαιτούμενο πλεόνασμα δεν θα του αφήσει πόρους προς διάθεση για το σκοπό αυτό.

Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Οι αναγνώστες του ηλεκτρονικού αυτού ΜΜΕ δικαιούνται να έχουν κάποιες επιφυλάξεις.

Πρωτογενή και Δευτερογενή Πλεονάσματα

Ισοσκελισμένος προϋπολογισμός σημαίνει ότι τα έσοδα του κράτους είναι ίσα με τα έξοδά του. Αν το κράτος έχει χρέη, τα χρήματα για την εξυπηρέτησή τους βαρύνουν το σκέλος των εξόδων.

Πρωτογενώς ισοσκελισμένος προϋπολογισμός είναι αυτός που δεν περιλαμβάνει στο σκέλος των εξόδων την εξυπηρέτηση των χρεών.

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι αν υπάρχει πρωτογενές πλεόνασμα, δηλαδή αν τα έσοδα είναι περισσότερα από τα έξοδα, χωρίς στα τελευταία να περιλαμβάνονται οι υποχρεώσεις από τα δάνεια, αυτό δεν σημαίνει ότι μειώνεται το συνολικό χρέος. Και τούτο διότι αν ληφθούν υπόψιν τα δάνεια και οι υποχρεώσεις εξυπηρέτησής τους, ο προϋπολογισμός ενώ είναι πρωτογενώς πλεονασματικός, μπορεί να είναι συγχρόνως δευτερογενώς ελλειμματικός.

Στην περίπτωση αυτή, έχει το κράτος ανάγκη από νέα δάνεια για να εξυπηρετήσει τα έξοδα και τα τοκοχρεολύσια και έτσι το συνολικό χρέος αυξάνεται.

Αν τώρα το πρωτογενές πλεόνασμα είναι ίσο με τους τόκους για την εξυπηρέτηση των δανείων, έχουμε δευτερογενώς ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, οπότε το συνολικό χρέος δεν αυξάνεται.

Για να αρχίσει να μειώνεται το χρέος θα πρέπει ο προϋπολογισμός να γίνει δευτερογενώς πλεονασματικός

Το 3,5%  πρωτογενές πλεόνασμα, που απαιτούν οι δανειστές μας, αντιστοιχεί περίπου σε δευτερογενώς ισοσκελισμένο προϋπολογισμό. Η απαίτηση των δανειστών είναι εύλογη αν υποθέσουμε ότι δεν πρέπει να αυξηθεί άλλο το δημόσιο χρέος.

Η απαίτηση για λίγο μεγαλύτερο πλεόνασμα, ώστε το χρέος να βαίνει μειούμενο είναι επίσης εύλογη…

Το επίμονα σπάταλο κράτος

Όπως αποδεικνύεται από όλες τις σχετικές δημοσιεύσεις, το κράτος παραμένει εξαιρετικά σπάταλο και διασπαθίζει άκριτα και αδικαιολόγητα (τουλάχιστον για όσους είναι ξένοι προς την «ελληνική πραγματικότητα») τους πόρους που εισπράττει από την (υπέρμετρη) φορολογία:
Για παράδειγμα:
– Σε πρόωρες ή αδικαιολόγητα υψηλές (σε σχέση με τις αντίστοιχες εισφορές) συντάξεις
– Σε διατήρηση άχρηστων Οργανισμών ή άχρηστων υπαλλήλων σ’ αυτούς ή και στην κεντρική διοίκηση.
– Σε διορισμούς «μετακλητών» υπαλλήλων ή σε επαναπροσλήψεις σε «προσωποπαγείς» θέσεις (Κραυγαλέα ομολογία «τακτοποίησης» πλεοναζόντων υπαλλήλων).
– Σε κατασπατάληση πόρων σε ενοίκια για στέγαση των υπηρεσιών του, ενώ κρατικά ακίνητα παραμένουν ανεκμετάλλευτα
– Με την εμμονή του σε απαρχαιωμένα πρότυπα οργάνωσης και ελάχιστη χρήση των συγχρόνων τεχνολογιών και της πληροφορικής, που θα εξοικονομούσαν πόρους και ανθρωποώρες
– Στην εντελώς απαράδεκτη έως εξωπραγματική καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης
– … … …  (Ο κατάλογος σπαταλών από μέρους του «πελατειακού» κράτους είναι ατέλειωτος)

Σε καμία πολιτισμένη χώρα δεν συμβαίνει τίποτα από τα παραπάνω.

Πολλώ μάλλον σε μια χώρα που έχει χρεοκοπήσει και της οποίας η ανταγωνιστικοητα και γενικότερα η οικονομία κατρακυλά κάθε χρόνο σε όλο και κατώτερες θέσεις παγκοσμίως. 

Ακόμα χειρότερα όταν ακριβώς αυτή η εικόνα σπατάλης και διασπάθισης δημοσίου χρήματος είναι αυτή που έφερε τη χώρα στη χρεοκοπία και τα μνημόνια.

Την ίδια στιγμή όμως, εμείς ζητάμε να μας επιτρέψουν «μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα», ώστε να συνεχίσουμε να διατηρούμε αυτές τις δομές και διαδικασίες

Ωστόσο, για τις οι ίδιες ακριβώς χώρες, που τώρα μας δανείζουν και μας διευκολύνουν,  κρατικές σπατάλες όπως οι δικές μας είναι απλώς αδιανόητες.

Από την άλλη μεριά, ο εκσυγχρονισμός και το «νοικοκύρεμα» του κράτους, θα επέτρεπαν μια σταδιακή υποχώρηση των φορολογικών επιβαρύνσεων, η οποία θα ενεθάρρυνε τους ιδιώτες (εγχώριους και ξένους) να επενδύσουν, μιας και θα προσέβλεπαν σε ένα λογικό (μετά τους φόρους) κέρδος μετά από μερικά χρόνια, τη στιγμή που οι όποιες επενδύσεις αρχίζουν και αποδίδουν… [1]
Αυτό με τη σειρά του θα αύξανε να φορολογικά έσοδα μέσω της (χαμηλής) φορολόγησης τόσο των επιχειρήσεων αυτών, όσο και των εργαζομένων σ’ αυτές, που τώρα δεν πληρώνουν φόρους γιατί απλούστατα είναι άνεργοι.
Χωρίς να είμαι σίγουρος ότι με αυτές τις … (αυτονόητες) «μεταρρυθμίσεις» (οι οποίες αποτελούν στην πράξη απλές προσαρμογές στη σύγχρονη πραγματικότητα) θα αποφέρουν «πρωτογενή πλεονάσματα» 3,5%, έχω την αίσθηση ότι θα τα προσέγγιζαν άνετα και ίσως θα τα ξεπερνούσαν.

Ας μη λησμονούμε ότι ένα πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 3,5% μόλις αρκεί στην αποπληρωμή των τόκων για τα δάνεια που έχουμε λάβει, ώστε να μην αυξάνεται το συνολικό δημόσιο χρέος.

Διαπιστώσεις «στην καρδιά» του προβλήματος

1) Το πρωτογενές πλεόνασμα του 3,5% φαίνεται υψηλό και δυσβάστακτο, αλλά θα ήταν πράγματι τέτοιο αν δεν είχαμε ένα τόσο σπάταλο και αντιπαραγωγικό κράτος με απαρχαιωμένες δομές, πλεονάζοντες υπαλλήλους και πενηντάρηδες συνταξιούχους. Εφόσον όμως το έχουμε, είναι πολύ εύκολο να αποκτήσουμε και να διατηρήσουμε ένα τέτοιο πλεόνασμα για μερικά ακόμα χρόνια.

2) Τα 4,2 δις που «ζητάει» το ΔΝΤ δεν αποτελούν «απειλή» ούτε εκβιασμό: Πρόκειται απλά για έναν υπολογισμό (που μπορεί να είναι και ανακριβής) ότι τόσα θα χρειαστούν μέχρι το τέλος του τρέχοντος προγράμματος (3ου μνημονίου) και τίποτα περισσότερο.

3) Το ΔΝΤ δεν προτείνει να προέλθει το ποσό αυτό από αύξηση της φορολογίας. Κάθε άλλο μάλιστα. Άλλωστε, η φοροδοτική ικανότητα των Ελλήνων έχει μειωθεί στο έπακρο, πάρα πολλοί δεν μπορούν να πληρώσουν τους φόρους που τους ζητούνται και οι… άνεργοι δεν μπορούν φυσικά να πληρώσουν τίποτα. Όπως και οι επιχειρήσεις που κλείνουν ή μεταναστεύουν.

Όλα αυτά τα ξέρει το ΔΝΤ πάρα πολύ καλά. Είναι λοιπόν προφανές ότι το ΔΝΤ προτείνει «μέτρα» 4,2 δις που θα προέλθουν από μείωση των περιττών κρατικών δαπανών. Αυτό άλλωστε υπονοεί και ο Σόϊμπλε όταν επιμένει σε «μεταρρυθμίσεις».

4) Το γιατί δεν κατονομάζουν τις «μεταρυθμίσεις» που απαιτούνται για τη μείωση της κρατικής σπατάλης, στις οποίες φυσικά θα περιλαμβάνονται κατάργηση προώρων συντάξεων, κατάργηση κρατικών Οργανισμών – «φαντασμάτων» και μπόλικες απολύσεις από το δημόσιο τομέα, παραμένει ένα ερώτημα, σε ό,τι αφορά τους δανειστές. Το βέβαιο είναι ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις – τόσο οι προηγούμενες, όσο και η τωρινή – δεν επιθυμούν να αγγίξουν την «ιερή αγελάδα» του πελατειακού κράτους.

5) Η Ελλάδα έφτασε να έχει απόλυτη ανάγκη τους δανειστές λόγω του γνωστού υπερτροφικού – πελατειακού κράτους. Οι Ευρωπαίοι και το ΔΝΤ δάνεισαν για να μας διευκολύνουν, αλλά δεν είναι διατεθειμένοι να χάσουν τα λεφτά των δικών τους φορολογουμένων προκειμένου να συνεχίζουμε εμείς τις ίδιες καταστροφικές πρακτικές.
Οπότε μας πιέζουν να κάνουμε «μεταρρυθμίσεις», δηλαδή να αλλάξουμε. Το πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% είναι όπως φαίνεται – και όπως εμμέσως ή αμέσως ομολογείται – το μόνο μέσο πίεσης, που διαθέτουν, ώστε να κάνουμε επιτέλους τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις. Εμείς όμως (οι κυβερνώντες μας για την ακρίβεια) επιλέγουμε να μην αγγίξουμε το κύριο αίτιο της οικονομικής κακοδαιμονίας μας.

6) Το πιο πιθανό σενάριο είναι ότι αν αυτή ή η επόμενη κυβέρνηση κάνουν αυτά που πρέπει και ΔΕΝ επιτευχθεί το επιζητούμενο πλεόνασμα των 3,5%, οι πιστωτές δεν θα επιμείνουν, αλλά θα δείξουν κατανόηση και θα διευκολύνουν την κατάσταση. Αυτό έχουν κάνει έως τώρα κατ’ επανάληψη και είναι λογικό να το ξανακάνουν. Η δική μας καταστροφή θα σημαίνει δική τους αποτυχία και επιπλέον θα χάσουν τα λεφτά που μας έχουν δανείσει.
Και αυτό προφανώς δεν τους συμφέρει, χωρίς να υπολογίσουμε και τον παράγοντα «μεταναστευτικό» που περιπλέκει τα πράγματα ακόμα περισσότερο.

7) Δεν συμφωνώ πάντοτε σε όλα όσα πιστεύει ή έχει κατά καιρούς προτείνει ο κ. Σόϊμπλε, αλλά νομίζω ότι είναι ένας από τους οικονομικούς παράγοντες που σκέφτεται απλά και σωστά.
Έχω ενδείξεις ότι κάπως έτσι σκέφτεται και επιμένει στα ίδια πρωτογενή πλεονάσματα.
Άλλωστε έχει και ένα πρόσθετο και πολύ ισχυρό επιχείρημα: Έχουμε ήδη συμφωνήσει σ’ αυτά…

Πού θα έπρεπε να κατευθυνθεί το όποιο «πλεονάζον» «πρωτογενές πλεόνασμα»;


1) Στους χαμηλοσυνταξιούχους, για να κάνουν «καλύτερες γιορτές», όπως έκανε ο κ. Τσίπρας

2) Στους ανέργους που δεν έχουν κανένα άλλο εισόδημα

3) Στις οφειλές του προς τους πολίτες.

4) Στη μείωση της απαίτησης «πρωτογενούς πλεονάσματος» της επόμενης χρονιάς

5) … … …

Η σωστή απάντηση κατά τη γνώμη μας είναι προφανώς το (3).

Όχι ότι οι άνεργοι χωρίς κανένα εισόδημα δεν το έχουν ανάγκη, αλλά:
– Αφενός είναι πάρα πολλοί, αλλά δύσκολο να εκτιμηθεί αν έχουν κάποιο εισόδημα, που να καθιστά τη θέση τους λιγότερο τραγική
– Αφ’ ετέρου, ένα εφάπαξ μικρό βοήθημα δεν τους λύνει το πρόβλημα.

Κάποιοι επιχειρηματίες, ή ελεύθεροι επαγγελματίες όμως, με τη βοήθεια ενός εφάπαξ ποσού, που δεν θα είναι «βοήθημα», αλλά οφειλόμενα σ’ αυτούς από το κράτος χρήματα, θα μπορέσουν να συνεχίσουν να υπάρχουν χωρίς τον κίνδυνο να προσθέσουν τους εαυτούς τους και τους υπαλλήλους τους στη «στρατιά» των ανέργων.

Άλλωστε, υπάρχει και ένα ζήτημα ηθικής τάξεως:
Το κράτος απαιτεί από τους πολίτες ως «οφειλόμενα» χρήματα που το ίδιο έχει καταστήσει οφειλόμενα με τη συνεχή, υπέρμετρη και αυθαίρετη (του στυλ: «τόσα μου λείπουν, τόσα ζητάω») φορολόγηση.
Παράλληλα, επιφυλάσσει στον εαυτό του τη δυνατότητα να τα αρπάξει μέσα από τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς χωρίς να ενδιαφέρεται για το ποιες ανάγκες προορίζεται να εξυπηρετήσουν τα χρήματα αυτά. Κάτι που οι πολίτες, στους οποίους το κράτος οφείλει και μάλιστα επί πολύ καιρό, φυσικά δεν έχουν.

Αλλά για ποια «ηθική» μιλάμε; … … …
Και τελικά για ποιό «πλεόνασμα» μιλάμε; Αφού, αν το κράτος ήταν συνεπές προς τις οφειλόμενες υποχρεώσεις του, δεν θα υπήρχε καθόλου!

Τους απειλούν με… εκλογές!

Οι διάλογοι του κ. Τσακαλώτου που είχαν δημοσιευτεί στο ΒΗΜΑ και στους οποίους ο υπουργός «απειλούσε» τους ομολόγους του με εκλογές, αν επιμείνουν στα «μέτρα» 4,2 δις που προβλέπει το ΔΝΤ ως «αναγκαία προκειμένου να διατηρήσουμε πλεονάσματα 3,5% και μετά το 2018» θυμίζουν έντονα τις …απειλές του κ. Βαρουφάκη προς τον κ. Σόϊμπλε ότι «θα βγούμε από το Ευρώ».
Κατ’ αναλογίαν, είναι σαν να «απειλεί» ο Ερντογάν τους Ευρωπαίους ότι… θα αποσύρει την αίτηση για ένταξη στην Ε.Ε. ή ότι θα αποδεχτεί την ίδρυση κουρδικού κράτους, που μάλιστα θα περιλαμβάνει και τμήμα της σημερινής Τουρκίας.
Γενικά: Απειλείς κάποιον με κάτι που του είναι δυσάρεστο και όχι …ευχάριστο!

Παραταύτα, «απειλούσαμε με εκλογές» τους εταίρους, αν συνεχιζόταν η… «πίεση».

Την «απειλή» αυτή αντιμετώπισαν εκείνοι από εντελώς αδιάφορα έως και …θετικά. Διότι, αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να γίνουν κάποια πράγματα και όχι ποιος θα τα κάνει.

Αυτό φαίνεται ότι το κατάλαβαν οι κυβερνητικοί παράγοντες, οπότε το σενάριο των εκλογών αποσυνδέθηκε τελικά από τις διαπραγματεύσεις με τους Εταίρους και απέκτησε πλέον προσανατολισμό και σχέση αποκλειστικά με τις «προς τα έσω» διεργασίες.

Ο κ. Τσίπρας και η κυβέρνησή του προφανώς δεν επιθυμούν εκλογές γνωρίζοντας ότι θα τις χάσουν. Είναι ωστόσο φανερό ότι, παρά τις «κατηγορηματικές» δηλώσεις του, υπάρχουν μια σειρά από παράγοντες, που μπορεί να τον εξαναγκάσουν να προσφύγει σ’ αυτές. Οι περιοδείες και τα «δωράκια Χριστουγέννων» προς τους συνταξιούχους είναι προφανές ότι προετοιμάζουν ένα καλύτερο «περιβάλλον» (κατά τη δική του πάντα εκτίμηση) για ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

Θεμελιώδες ερώτημα:
Έστω ότι τα πράγματα οδηγούνται πράγματι σε εκλογές.
Έστω ότι τις εκλογές τις κερδίζει η Νέα Δημοκρατία υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Έστω ότι μπορεί και σχηματίζει κυβέρνηση.
Θα κάνει αυτός πλέον ό,τι δεν θέλησαν ή δεν τόλμησαν να κάνουν οι προηγούμενοι;

Ή θα έχουμε μία από τα ίδια;

Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα στο άμεσο μέλλον θα δείξει αν οι εκλογές αποτελούν «διέξοδο» για τον κ. Τσίπρα ή «λύση για τη χώρα» (όπως διατείνεται ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης) ή …και τα δύο.

Προφανώς όμως δεν αποτελούν απειλή για τους δανειστές

Συμπέρασμα:

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι για το ό,τι πρόκειται να συμβεί δεν θα ευθύνονται ούτε το πλεόνασμα 3,5%, ούτε τα «μέτρα» 4,2 δις, αλλά η δική μας στάση.

Και αν η κυβέρνηση αποφασίσει να δραπετεύσει από τις ευθύνες και τα αδιέξοδά της μέσω της «διεξόδου» των εκλογών, τότε είναι η επόμενη, που καλείται να αποδείξει ότι οι εκλογές «δεν θα είναι πρόβλημα για τη χώρα, αλλά η μόνη λύση στο πρόβλημα της χώρας», όπως είπε στη βουλή με έμφαση ο Κυριάκος Μητσοτάκης.

Μόνο που πριν από την επόμενη κυβέρνηση, οι ίδιοι οι πολίτες καλούνται να έχουν κατανοήσει ποιό είναι το «πρόβλημα της χώρας», ώστε να έχουν επιλέξει αυτούς που θα του έχουν εκθέσει την πειστικότερη λύση για το πρόβλημα αυτό.

Αλλά οι πολίτες της συγκεκριμένης χώρας (μας) δεν μας έχουν συνηθίσει σε τέτοιες «μετά λόγου γνώσεως» επιλογές…  

[1] Παρά το γεγονός ότι η βαριά φορολογία δεν αποτελεί τη μόνη αιτία, που καθιστά την Ελλάδα εντελώς ασύμφορη και άρα μη ελκυστική για κάθε επίδοξο επενδυτή, είναι εντελώς κωμικοί οι ισχυρισμοί του (εντελώς αναρμοδίου!) «αρμοδίου» υπουργού Οικονομίας ότι «η υψηλή φορολογία δεν επηρεάζει αρνητικά την ανταγωνιστικότητα», καθόσον η αυτονόητη αλήθεια είναι ότι τη επηρεάζει και μάλιστα πάρα πολύ.

Ωστόσο, η απότομη αποκλιμάκωση των φορολογικών συντελεστών σε επίπεδα ανάλογα με τις γειτονικές και ανταγωνιστικές χώρες (π.χ. 12%) θα επέφερε απότομη και ενδεχομένως δύσκολα διαχειρίσιμη μείωση των εσόδων.

Αντίθετα, μια προγραμματισμένη και θεσμοθετημένη (ακόμα και με διεθνές ιδιωτικό συμφωνητικό ανάμεσα στον επενδυτή και το κράτος) αποκλιμάκωση με ορίζοντα (π.χ.) τετραετίας θα είχε το ίδιο αποτέλεσμα για τον επενδυτή, μιας και αυτός προσβλέπει σε μακροχρόνια επένδυση, στην οποία τα φορολογούμενα κέρδη θα είναι ούτως ή άλλως μικρά τα πρώτα χρόνια.  

Facebook Comments