Μετά από την πίεση των δανειστών και αίτηση της Ελλάδας, στις 10 Μαΐου 2010, υπεγράφησαν οι σχετικές συμβάσεις και τέθηκε σε λειτουργία ο “μηχανισμός στήριξης” που δημιούργησαν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τη δανειοδότηση της χώρας.

Την ίδια μέρα, χωρίς καμία προηγούμενη ένδειξη ή προειδοποίηση, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανακοίνωσε την έναρξη της λειτουργίας του “Προγράμματος Αγορών Τίτλων” (Securities Market Programme). Με βάση το πρόγραμμα αυτό, η ΕΚΤ θα μπορούσε να αγοράζει κρατικά ομόλογα χωρών μελών της Ευρωζώνης “για να διασφαλίζει το βάθος και τη ρευστότητα στα τμήματα εκείνα της αγοράς, τα οποία δυσλειτουργούν”. Από πολλούς, καταγγέλθηκε ότι η ενέργεια αυτή παραβίαζε τους κανονισμούς και το Καταστατικό της (το Καταστατικό της ΕΚΤ απαγορεύει την οποιαδήποτε μορφή χρηματοδότησης δημοσιονομικών ελλειμμάτων ή της συμμετοχή της σε αναδιάρθρωση δημοσίου χρέους των κρατών μελών του Ευρωσυστήματος).

Την περίοδο εκείνη, η ελληνική κρίση συνιστούσε το υπ αριθμόν ένα πρόβλημα της Ευρώπης. Η ανησυχία ήταν ότι, μία “άτακτη” χρεοκοπία της Ελλάδας θα προκαλούσε μία τεράστια βλάβη στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, αφού οι ευρωπαϊκές τράπεζες διακρατούσαν ποσοστό μεγαλύτερο του 70% του ελληνικού χρέους, που -τότε- έφθανε στα 310 δισεκατομμύρια ευρώ.

Τις μέρες εκείνες, η ελληνική κοινή γνώμη ήταν απασχολημένη με την εκταμίευση της πρώτης δόσης του δανειακού προγράμματος, τα πολιτικά προβλήματα που είχαν ανακύψει στη Βουλή κατά την ψήφιση του Μνημονίου, αλλά και με τον τραγικό θάνατο των υπαλλήλων της Marfin στις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, λίγες μέρες πριν. Για το λόγο αυτό, τα ελληνικά ΜΜΕ ασχολήθηκαν ελάχιστα με το ζήτημα της παρέμβασης της ΕΚΤ στις αγορές των ομολόγων. Όμως, υπήρξε πλούσια αρθρογραφία στα ΜΜΕ του εξωτερικού, στα οποία περιγράφηκε η ουσία της απόφασης:

“Banks dump Greek debt on the ECB as eurozone flashes credit warnings” (Καθώς η Ευρωζώνη εκπέμπει σήματα πιστωτικού κινδύνου, οι τράπεζες ξεφορτώνουν στην ΕΚΤ τα ελληνικά ομόλογα) ήταν ο τίτλος της βρετανικής εφημερίδας “The Telegraph”, λίγες μέρες μετά την ανακοίνωση του προγράμματος. Ο δε υπότιτλος ανέφερε: “Οι ξένοι κάτοχοι των ελληνικών και πορτογαλικών ομολόγων εκμεταλλεύονται την ξαφνική παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για να ρευστοποιήσουν τις θέσεις τους”.

Η γερμανική πολιτική επιθεώρηση Der Spiegel δημοσίευσε άρθρο με τίτλο “Schlimmer Verdacht” (30/5/2010) στο οποίο ανέφερε ότι, σύμφωνα με δηλώσεις στελεχών της γερμανικής κεντρικής τράπεζας Bundesbank, “η αγορά των ελληνικών κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ εξυπηρετεί κυρίως τις γαλλικές τράπεζες” και ότι “με το πρόγραμμα αγοράς ελληνικών ομολόγων η ΕΚΤ κρατά τις τιμές τους τεχνητά σε υψηλά επίπεδα. Από αυτό επωφελούνται κυρίως οι γαλλικές τράπεζες που πωλούν τα ελληνικά τους ομόλογα στην ΕΚΤ για να “καθαρίσουν” έτσι τους ισολογισμούς τους από τα τοξικά χαρτιά”.

“Η ΕΚΤ κάνει τον πυροσβέστη της ελληνικής κρίσης” έγραφε η γερμανική οικονομική εφημερίδα Handelsblatt στις 29/6/2010 και ανέφερε ότι “με τις παρεμβάσεις της ΕΚΤ δεν υπάρχουν μεγάλες απώλειες για τους επενδυτές, τα ομόλογα των οποίων απορροφώνται άμεσα”.

Συνεπώς, γιατί δημιούργησε η ΕΚΤ το “Πρόγραμμα Αγορών Τίτλων”; Για να …στηρίξει τις τιμές των ελληνικών ομολόγων; Και ποιός ο λόγος να τις στηρίξει; Αφού, ούτως ή άλλως, η Ελλάδα είχε ήδη βρεθεί εκτός αγορών.

Ή μήπως έγινε το πρόγραμμα για να υπάρξει ένας αγοραστής με απύθμενα οικονομικά μέσα, ο οποίος θα απορροφούσε, “γρήγορα και σε υψηλές” τιμές τα ομόλογα των ευρωπαϊκών τραπεζών;

Και μόνον την πρώτη βδομάδα εφαρμογής του προγράμματος, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αγόρασε ομόλογα αξίας 16,5 δισεκατομμυρίων ευρώ! Και, η παρέμβασή της αυτή, ώθησε τις τιμές προς τα πάνω. Έτσι, ενώ η τιμή των 10ετών ελληνικών ομολόγων, στα τέλη Απριλίου, είχε υποχωρήσει στο 78, αμέσως μετά την παρέμβαση της ΕΚΤ ανέβηκαν στο 87, για να κλείσουν το μήνα Μάιο στο 85.

Με τον τρόπο αυτό, οι ευρωπαϊκές τράπεζες μπόρεσαν και πούλησαν ομόλογα αξίας δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ, σε πολύ καλύτερες τιμές, μειώνοντας έτσι τις ζημιές τους (και βεβαίως, αποφεύγοντας το “κούρεμα” που έγινε ενάμιση χρόνο μετά).

Οι ελληνικές τράπεζες δεν εκμεταλλεύθηκαν την ευκαιρία να πουλήσουν τα δικά τους ομόλογα στην ΕΚΤ και μάλιστα σε ψηλές τιμές. Αντίθετα, καθ όλο το διάστημα της κρίσης …αγόραζαν (!) ελληνικά ομόλογα, υπογράφοντας τη δική τους καταδίκη, αλλά και την αύξηση του χρέους της χώρας. Οι ελληνικές τράπεζες, αύξησαν τις θέσεις τους σε ελληνικά ομόλογα, από 24 δισεκατομμύρια ευρώ στα τέλη του 2008, σε περίπου 50 δισεκατομμύρια κατά το 2011.

Πόσα ομόλογα αγόρασε με τον τρόπο αυτόν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα; Υπολογίζεται ότι αγόρασε ομόλογα συνολικής ονομαστικής αξίας 70 έως 75 δισεκατομμυρίων ευρώ. Για τις αγορές αυτές, διέθεσε περίπου 50 δισεκατομμύρια ευρώ.

Μετά από συμφωνία με την ελληνική Κυβέρνηση, τα ομόλογα που αγόρασε η ΕΚΤ, δεν κουρεύτηκαν στο PSI (“κούρεμα”) του ελληνικού χρέους το Μάρτιο του 2012. Από την εξέλιξη αυτή, το Ελληνικό Δημόσιο, έχασε τουλάχιστον 37,4 δισεκατομμύρια ευρώ. Αυτά τα 70 έως 75 δισεκατομμύρια, ήταν ομόλογα που κατέχονταν από διάφορες ευρωπαϊκές τράπεζες, οι οποίες τα πούλησαν (με ευκολία και σε ψηλές τιμές) στην ΕΚΤ και τα οποία τελικά δεν κουρεύτηκαν (αν εξακολουθούσαν να τα κατέχουν οι ευρωπαϊκές τράπεζες, θα κουρεύονταν σε ποσοστό 53,5%). Έτσι, από την παρέμβαση αυτή της ΕΚΤ, η Ελλάδα δεν κατόρθωσε να μειώσει το χρέος της κατά 37,4 δισεκατομμύρια ευρώ. Κάτι που θα τη βαραίνει για δεκαετίες στο μέλλον.

Όμως, δεν είναι μόνον αυτές οι απώλειες. Τα ομόλογα αυτά, πολλά από τα οποία εξακολουθεί να διακρατά η ΕΚΤ, ή τα έχει διανείμει στις εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών της Ευρωζώνης, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να τα εξοφλεί κανονικά όταν λήγουν! Παράλληλα, η χώρα είναι υποχρεωμένη να καταβάλλει κανονικά τους τόκους τους, οι οποίοι υπολογίζονται με βάση το επιτόκιο που είχαν στην έκδοσή τους, δηλαδή από 4,5% έως και 6,2%! Αν υπολογίσουμε ότι εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμη ομόλογα ονομαστικής αξίας περίπου 45 δισεκατομμυρίων ευρώ, τότε, και μόνον από τη διαφορά του επιτοκίου (αυτό που φέρουν τα ομόλογα με αυτό που πληρώνει σήμερα η χώρα στους δανειστές), η Ελλάδα χάνει περισσότερα από 1,5 δισεκατομμύρια ευρώ το χρόνο!

Από την άλλη πλευρά, η υποχρέωση της χώρας να εξοφλήσει στη λήξη τους αυτά τα ομόλογα δημιουργεί σήμερα τα “χρηματοδοτικά κενά”. Δηλαδή, όπως προϋπολογίζεται, η Ελλάδα δεν θα έχει τα χρήματα για να αποπληρώσει τα ομόλογα που διακρατά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Έτσι, είναι αναγκασμένη να διαπραγματεύεται με την τρόικα, η οποία την ωθεί σε διατήρηση της πολιτικής λιτότητας, σε νέες περικοπές και σε ρευστοποιήσεις της περιουσίας της.

Κανείς δεν υποστηρίζει ότι η χώρα δεν πρέπει να πληρώνει τις υποχρεώσεις της. Όμως, οι υποχρεώσεις αυτές υπάρχουν ακριβώς επειδή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, για να διασώσει τις ευρωπαϊκές τράπεζες, επενέβη στις αγορές και αγόρασε ελληνικά ομόλογα! Και στη συνέχεια επέβαλε στην τότε Κυβέρνηση (Πρωθυπουργός ο κ. Λ. Παπαδήμος και Υπουργός Οικονομικών ο κ. Ευάγ. Βενιζέλος) να μην “κουρευτούν” τα ομόλογα αυτά.

Κάποιος θα αντιτείνει ότι, σήμερα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επιστρέφει στη χώρα μας ένα μέρος από τα κέρδη που αποκόμισε από τη διαχείριση των ελληνικών ομολόγων που αγόρασε. Δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. Επιστρέφει ένα μικρό μέρος. Το οποίο κανείς δε γνωρίζει το πώς υπολογίζεται.

Όμως, ακόμη και εάν -σε βάθος 15 ή 20 ετών- οι επιστροφές αυτές αγγίξουν ακόμη και τα 10 δισεκατομμύρια, σε καμία περίπτωση δε μπορούν να εξισορροπήσουν τις απώλειες που ξεπερνούν τα 37 δισεκατομμύρια από το “κούρεμα” που δεν έγινε, συν τα περίπου 9 δισεκατομμύρια που θα έχει χάσει το ελληνικό δημόσιο από τη διαφορά των επιτοκίων κατά το διάστημα έως το 2016. Και βεβαίως, δε λαμβάνεται υπ όψη η πίεση που σήμερα ασκείται μέσω της τρόικα στην Ελληνική Κυβέρνηση και στον ελληνικό λαό, για νέα μέτρα και νέες περικοπές. Και αφήνουμε απ έξω την εθνική προσβολή. Αυτή την έχουμε πλέον συνηθίσει…

Με δυο λόγια, η αγορά των ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ ήταν μία από τις “σκοτεινές” πλευρές της διαχείρισης της ελληνικής κρίσης, τόσο από τους ευρωπαίους εταίρους μας, όσο και από τους έλληνες πολιτικούς. Μία διαχείριση η οποία στοίχισε στη χώρα μας δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ και που εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να την ταλαιπωρεί, μέσω των “χρηματοδοτικών κενών” που προκύπτουν. Μια ιστορία υποτέλειας και ντροπής, τα αποτελέσματα της οποίας θα ταλαιπωρούν τη χώρα για ακόμη πολλές δεκαετίες. Μια ιστορία άγνωστη σε πολλούς, για την οποία κανείς δε μιλάει. Και την οποία, οι εμπλεκόμενοι πολιτικοί, δε θέλουν ούτε να ακούσουν.

Facebook Comments