Ένας από τους πρώτους μεγάλους νόμους που πέρασαν κατά την εποχή της Μεγάλης Σύνθλιψης στην Αμερική του 1930 ήταν ο ομοσπονδιακός νόμος γνωστός ως Glass-Steagall Act.

Διαχωρίζοντας αυστηρά τις εμπορικές από τις επενδυτικές δραστηριότητες των τραπεζών μέσα στον ίδιο χρηματοπιστωτικό όμιλο και μη αφήνοντας τα κεφάλαια των πρώτων να χρησιμοποιούνται από τις δεύτερες, ο εμπνευστής του νόμου Πρόεδρος Φραγκλίνος Ρούζβελτ υπέγραψε έτσι το πρώτο δυνατό νομοθετικό κείμενο για την υπεράσπιση των συμφερόντων των μικροκαταθετών από την απληστία όσων χρησιμοποιούσαν το προϊόν του μόχθου τους για να τζογάρουν σε επισφαλείς επενδύσεις χωρίς να αναλαμβάνουν οι ίδιοι τον παραμικρό κίνδυνο. Αυτός ο νόμος μείωσε σημαντικά τον συστημικό κίνδυνο του τραπεζικού συστήματος, που είχε φθάσει σε παροξυσμό μετά το Μεγάλο Κραχ του 1929, και συνεισέφερε σημαντικά στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των καταθετών.

Τον Σεπτέμβριο του 2008, ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός, που είχε στο μεταξύ απορυθμιστεί σημαντικά σε σχέση με την εποχή του New Deal προκειμένου να αφεθεί ελεύθερος να παραγάγει και να διανείμει καινούριο εικονικό πλούτο μέσω της υπερβολικής μόχλευσης, βούλιαξε ξανά με την κατάρρευση της μεγάλης αμερικανικής συστημικής τράπεζας Lehman Brothers. Ένα από τα μέτρα που πήρε τότε η ΕΕ ήταν η συγκρότηση μιας ομάδας εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου για να κάνει προτάσεις για νέες ρυθμίσεις, με τις οποίες να αποτραπεί ο συστημικός κίνδυνος από τα ανεξέλεγκτα κερδοσκοπικά παιχνίδια. Έτσι σχηματίσθηκε η Επιτροπή Liikanen, η οποία υπέβαλε το πόρισμά της στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Οκτώβριο του 2012.

Η κεντρική πρόταση της έκθεσης Liikanen ήταν η ψήφιση ενός ευρωπαϊκού Glass-Steagall Act που να διασφαλίζει τους καταθέτες των εμπορικών τραπεζών από την πιθανότητα να καλύψουν τις μαύρες τρύπες των τραπεζικών ισολογισμών των ομίλων από επικίνδυνες πρακτικές των επενδυτικών τραπεζών.

Όμως, σύμφωνα με ένα άρθρο των Financial Times της περασμένης Δευτέρας, το προσχέδιο που έχει ετοιμάσει ο αρμόδιος Επίτροπος Εσωτερικής Αγοράς Μισέλ Μπαρνιέ μετριάζει πολύ την αρχική ιδέα. Σύμφωνα με το διαρρεύσαν κείμενο, η προτεινόμενη ρύθμιση δε θα καλύπτει πια παρά ελάχιστες πολύ μεγάλες συστημικές τράπεζες. Επίσης – και εδώ είναι το σημαντικότερο – ο διαχωρισμός μεταξύ της εμπορικής και της επενδυτικής τραπεζικής εντός ενός ομίλου δε θα είναι αναγκαστικά αυστηρός.

Το είδος των μέτρων προφύλαξης που θα λαμβάνονται θα επαφίεται πλέον στους εθνικούς ρυθμιστές και όχι στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ), που είναι η ανεξάρτητη ευρωπαϊκή αρχή για την εξασφάλιση αποτελεσματικού επιπέδου προληπτικής ρύθμισης και εποπτείας στον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα. Έτσι, ο εθνικός ρυθμιστής θα είναι αρμόδιος να κρίνει ποιοί τύποι χρηματοοικονομικών συναλλαγών (trading) δημιουργούν «συστημικό κίνδυνο» και συνεπώς θα πρέπει να διαχωρίζονται απ’ τις υπόλοιπες τραπεζικές δραστηριότητες. Όμως, διαπιστώνουμε ότι η εποπτεία της Τραπέζης της Ελλάδος επί του ελληνικού τραπεζικού συστήματος υπήρξε εξαιρετικά αμελής και ανεπαρκής, με τελευταίο παράδειγμα την ιδιαίτερα καθυστερημένη αντίδραση απέναντι στην απότομη διόγκωση των «κόκκινων δανείων» του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, χωρίς όμως να θεωρηθεί ποτέ υπαίτια για την πλημμελή άσκηση των καθηκόντων της.


Η λογική που φαίνεται να πρυτανεύει στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι αυτή της ρυθμιστικής υπαναχώρησης απέναντι στους ισχυρούς εθνικούς τραπεζικούς παίκτες και στο σύστημα επιρροής που αυτοί έχουν εξυφάνει με τους εθνικούς ρυθμιστές και που τους καθιστά ουσιαστικά απρόσβλητους.

Όταν έγινε γνωστή η διαρροή του προσχεδίου στον Τύπο, η δικαιολογία της Επιτροπής ήταν ότι «ναι μεν θέλουμε να βάλουμε τέλος στις τράπεζες που είναι «πολύ μεγάλες για να αφεθούν να πτωχεύσουν» (too big to fail), αλλά ταυτόχρονα δεν μπορούμε να πλήξουμε τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας και την ανάκαμψη». Η επαμφοτερίζουσα αυτή στάση, που ανοίγει παραθυράκι για την υπόγεια επανεθνικοποίηση των τραπεζικών συστημάτων, είναι αντίθετη προς την Τραπεζική Ένωση και παραδίδει τους πολίτες στις διαθέσεις των πελατειακών και προσοδοθηρικών σχέσεων διαπλοκής μεταξύ ισχυρών τραπεζιτών και εθνικών πολιτικών συστημάτων.

Facebook Comments