Μικρό πλεόνασμα για το 2013 και για το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών ανακοινώθηκε το Φεβρουάριο από την Τράπεζα της Ελλάδος, +0,7% του ΑΕΠ, από έλλειμμα -2,4% το 2012 (-9,1% ήταν το μέσο ετήσιο έλλειμμα της περιόδου 2000-2008). Η εξέλιξη ασφαλώς είναι θετική αφού α) είναι η πρώτη φορά που αυτό συμβαίνει στη μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδος και β) κλείνει, τουλάχιστον προσωρινά, ένα από τα πολλά μέτωπα που έχει η χώρα τόσο με τους δανειστές της, όσο και με τον κακό της εαυτό.

Το εξωτερικό έλλειμμα άλλωστε ήταν ένα μόνον από τα 5 σοβαρά προβλήματα που ταυτοχρόνως αντιμετωπίζαμε ως χώρα στο ξέσπασμα της διεθνούς κρίσης το 2008-2009. Τα άλλα τέσσερα ήταν: υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα, υψηλό δημόσιο χρέος, στρεβλή παραγωγή κ ανάπτυξη, έλλειμμα πολιτικής και θεσμικής σοβαρότητας κ αξιοπιστίας. Καμία άλλη προηγμένη χώρα δεν αντιμετώπιζε στην αρχή της κρίσης τέτοιο δηλητηριώδες μίγμα τόσων προβλημάτων. Η Ιρλανδία λ.χ. είχε αρχικώς μόνο τραπεζικό πρόβλημα και πρόβλημα φούσκας ακινήτων.

Η Ισπανία είχε πρόβλημα τραπεζικό και δημοσιονομικού ελλείμματος όχι όμως δημοσίου χρέους, η Ιταλία είχε πρόβλημα δημοσίου χρέους όχι όμως δημοσιονομικό ή εξωτερικό έλλειμμα, η Πορτογαλία είχε πρόβλημα εξωτερικού ισοζυγίου, δημοσιονομικού ελλείμματος και παραγωγικό κλπ. Το μόνο θετικό που είχαμε (όπως και οι Ιταλοί) ήταν το συγκριτικά συντηρητικότερο των άλλων ευρωπαίων τραπεζικό μας σύστημα, χωρίς υπερβολικά ανοίγματα ή «τοξικά» όπως εκείνα των ΗΠΑ, της Ιρλανδίας ή της Ισλανδίας, με τις συνολικές υποχρεώσεις του το 2007 να μην υπερβαίνουν το 155% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος της ζώνης του ευρώ ήταν στο 365% (Ιρλανδίας 1100%, Αγγλίας 800%).

Στην εξέλιξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης βεβαίως τα χρηματοπιστωτικά προβλήματα στις περισσότερες προηγμένες οικονομίες έγιναν δημοσιονομικά, ενώ στην Ελλάδα αντιστρόφως η δημοσιονομική κρίση έγινε οικονομική και τελικά τραπεζική, με αποτέλεσμα την καταστροφή ενός από τους πιο δυναμικούς και εξωστρεφείς κλάδους της ελληνικής οικονομίας, μετά τη ναυτιλία και τον τουρισμό.

 Η έλλειψη συνολικής διεθνούς ανταγωνιστικότητας, όχι μόνο τιμών και μισθών αλλά κυρίως διαρθρωτική, σε συνδυασμό με την υπερβάλλουσα ζήτηση, κυρίως για κατανάλωση, και τη ραγδαία άνοδο της τιμής του πετρελαίου διεθνώς, είχαν οδηγήσει σε μεγάλα και συνεχώς αυξανόμενα ελλείμματα το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, με αποκορύφωμα το -14,6% του 2007 και το -14,9% του ΑΕΠ το 2008. Έκτοτε, κυρίως λόγω της βαθειάς και παρατεταμένης ύφεσης αλλά και της πιστωτικής στενότητας για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, το συνολικό έλλειμμα του Ισοζυγίου υποχώρησε στο -10% του ΑΕΠ το 2010 και 2011 και στο -2,4% το 2012 και τελικά μετετράπη σε πλεόνασμα το 2013. Η συνολική βελτίωση κατά 15,6 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ από το 2008 στο 2013 οφείλεται κατά περίπου 60% στη μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών, κατά 20% στη μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου εισοδημάτων (περιέχει τις πληρωμές τόκων εξωτερικού χρέους), κατά 12% στη βελτίωση του ισοζυγίου υπηρεσιών και κατά 8% στη βελτίωση του πλεονάσματος των τρεχουσών μεταβιβάσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η φαινομενικά αυτή θετική εξέλιξη υποκρύπτει ζητήματα που παραμένουν εκκρεμή ή απαιτούν περαιτέρω διερεύνηση:

α) Η σταθεροποίηση έγινε με άνοδο των εξαγωγών ή μόνο με πτώση των εισαγωγών; Υπάρχει πραγματική, διαρθρωτική βελτίωση με υποκατάσταση εισαγωγών και μετατόπιση πόρων από τους διεθνώς μη εμπορεύσιμους κλάδους στους διεθνώς εμπορεύσιμους; Τι θα γίνει μόλις η εγχώρια ζήτηση αρχίσει να ανακάμπτει;

β) Μειώθηκε η ενεργειακή εξάρτηση της χώρας η οποία καθόλη την περίοδο της ζώνης του ευρώ δημιουργεί ετήσιο εξωτερικό έλλειμμα περί το 3,5% του ΑΕΠ;

γ) Το ισοζύγιο υπηρεσιών φαίνεται πως βελτιώθηκε το 2013, γιατί όμως υστερεί ακόμη σε απόλυτα μεγέθη και σε σχέση με τις δυνατότητές μας;

δ) Οι ευρωπαίοι εταίροι μας, οι οποίοι κατά πολλούς, δεν επιθυμούν να ορθοποδήσουμε, και κατά άλλους είναι «τοκογλύφοι» και «δεν επιδεικνύουν αλληλεγγύη», τι ρόλο έπαιξαν στην εξάλειψη του ελλείμματος στο τρεχουσών συναλλαγών;

Απαντούμε συνοπτικά:

Α) Το ισοζύγιο αγαθών πράγματι έχει σημειώσει θεαματική βελτίωση, από το -19% του ΑΕΠ το 2008 στο -9,5% το 2013, όχι μόνο λόγω υποχώρησης των εισαγωγών από το 27,4% του ΑΕΠ, στο 22% το 2013, αλλά και λόγω ανόδου των εξαγωγών κατά την περίοδο αυτή, από το 8,5% του ΑΕΠ στο 12,4% το 2013. Όμως, η εγχώρια πιστωτική ασφυξία και η ασυνήθιστη αβεβαιότητα οι οποίες αποτρέπουν μεγάλες παραγωγικές επενδύσεις, σε συνδυασμό με την αδυναμία ακόμη και των πιο μεγάλων επιχειρήσεων να εισάγουν πρώτες ύλες και ενδιάμεσα αγαθά με πίστωση μετά τα τέλη του 2011, έχουν οδηγήσει στη διατήρηση του στρεβλού παραγωγικού προτύπου όπου εγκλωβίζει πόρους στους διεθνώς μη εμπορεύσιμους κλάδους. Με απλά ελληνικά, την περίοδο αυτή οι μόνες νέες επιχειρήσεις που μπορούν να ανοίγουν, είναι εκείνες με χαμηλή επένδυση, κυρίως αυτοχρηματοδότηση, σε τομείς όπως η εστίαση και η διασκέδαση, εξέλιξη καθόλου ελπιδοφόρα για την περαιτέρω μείωση του ακόμη εξαιρετικά ελλειμματικού μας ισοζυγίου αγαθών πλην καυσίμων και πλοίων, το οποίο παρά τη βελτίωσή του σε σχέση με το παρελθόν, βρίσκεται καθηλωμένο στο 4,4% του ΑΕΠ το 2013, όπως και το 2012.

β) Η υψηλή ενεργειακή μας εξάρτηση συνεχίζει να αποτελεί μεγάλο αγκάθι στο εξωτερικό μας ισοζύγιο, αφού μετά την ραγδαία και συνεχή άνοδο από το 2004 της διεθνούς τιμής του αργού πετρελαίου (σε όρους ευρώ το αργό αυξήθηκε από τα 26€ το βαρέλι το 2003, στα 66€ το 2008 και στα 82€ το 2012), η επιβάρυνση του ετησίου ελλείμματος από το έλλειμμα στο ισοζύγιο καυσίμων, από το 2,2% το ΑΕΠ την πενταετία 2000-2004, υπερδιπλασιάστηκε τα επόμενα έτη, φθάνοντας το 5,3% το 2011 και 2012 και το 4,2% το 2013. Δηλ. το έλλειμμα στο ισοζύγιο καυσίμων αποτελούσε περισσότερο από το 40% το συνολικού ελλείμματος την περίοδο 2000-2012, ενώ δίχως αυτό, το 2013 το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδος θα βρισκόταν σε σημαντικό πλεόνασμα (+3% το 2012 και +3,5% το 2013). Η δίχως άλλες κωλυσιεργίες αξιοποίηση των υδρογονανθράκων μας επείγει!

γ) παρά τη φαινομενική βελτίωση του ισοζυγίου υπηρεσιών στο +9,3% του ΑΕΠ το 2013 από +7,8% το 2012 (μέσος της περιόδου 2000-2008 ήταν +7,2%), η Ελλάδα έχει υποστεί τεράστια απώλεια εσόδων από τον τουρισμό και τη ναυτιλία τα τελευταία έτη και οι δυνατότητες είναι ακόμη μεγάλες. Η μεγάλη επιβράδυνση του διεθνούς εμπορίου και η μεγάλη υποχώρηση των ναύλων κατά τη διάρκεια της κρίσης έχει οδηγήσει τις καθαρές εισπράξεις από μεταφορές, κυρίως θαλάσσιες, σε υποχώρηση στο 6,2% του ΑΕΠ το 2013, από 8,2% το 2008, δηλ σε μείωση των εισπράξεων περί τα 6 δισεκ. Οι εισπράξεις από τον τουρισμό, αν και αυξήθηκαν κατά 15% το 2013, αυτές μόλις ξεπέρασαν σε απόλυτα μεγέθη τις εισπράξεις του 2008 (12 δις από τα 11,6 το 2008). Ο διεθνής αντίκτυπος από τις συνεχείς διαδηλώσεις και απεργίες την περίοδο 2009-2012, το σχεδόν καθημερινό αποκλεισμό του κέντρου της Αθήνας, τα τραγικά γεγονότα της Marfin, τις απεργίες των ΤΑΧΙ και των ΜΜΜ, τις καταλήψεις λιμανιών και πλοίων κλπ είχε ένα τεράστιο κόστος για την ελληνική οικονομία, με την απώλεια δυνητικών εσόδων, ύψoυς τουλάχιστον 2,5 δισεκ, αλλά και το κλείσιμο περίπου 90 ξενοδοχειακών μονάδων στην Αττική, σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις της Ένωσης Ξενοδόχων Αττικής.

δ) Χωρίς τη συμβολή των «τοκογλύφων» εταίρων μας, οι οποίοι «δεν επιδεικνύουν αλληλεγγύη» στην Ελλάδα, το πλεόνασμα του 2013, είναι στην πραγματικότητα 4% έλλειμμα το 2013, γι’ αυτό κακώς επαίρονται στο υπουργείο οικονομικών για την επίτευξη του πλεονάσματος. Η συμβολή των εταίρων μας ήταν διπλή: α) περίπου 2,4 δις (1,3% του ΑΕΠ) βελτίωση του ισοζυγίου μεταβιβάσεων ήταν προϊόν της μεταβίβασης κερδών από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες των χωρών της ζώνης του ευρώ που στήριξαν εν μέσω κρίσης τα ελληνικά κρατικά ομόλογα (προγράμματα ANFA και SMP) όπως αυτή συμφωνήθηκε με τις ελληνικές κυβερνήσεις 21 Φεβρουαρίου και 27 Νοεμβρίου του 2012 και β) περίπου 6,5 δις (3,6% του ΑΕΠ) ήταν η θεαματική μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου εισοδημάτων από την μείωση της καθαρής πληρωμής τόκων, λόγω της απομείωσης του ελληνικού χρέους (κουρέματος) με το PSI του Μαρτίου του 2012, του προγράμματος επαναγοράς το Δεκέμβριο του 2012 και της συμφωνίας για πλήρη αναβολή καταβολής τόκων μέχρι το 2023 για το δανεισμό του β’ Μνημονίου, συνολικού ύψους 160 δισεκ.

Η Ελλάδα, με τον πλούτο που διαθέτει, σε ανθρώπινο κεφάλαιο, χρηματικό κεφάλαιο, εντός και εκτός συνόρων, αλλά και φυσικό κεφάλαιο, μπορεί και πρέπει να γίνει αληθινά πλεονασματική οικονομία, προθέτοντας πραγματικό πλούτο στους πολίτες. Αρκεί να δημιουργήσουμε σταθερότητα, πολιτική και μακροοικονομική, να αποκαταστήσουμε την τρωθείσα εμπιστοσύνη των φορέων της αγοράς προς του θεσμούς της και να δώσουμε έμφαση στην αύξηση της συνολικής διεθνούς ανταγωνιστικότητας σε όρους προσφερόμενης ποικιλίας και ποιότητας (horizontal and vertical differentiation) ώστε επιτέλους η παραγωγική διάρθρωση της χώρας να αρχίσει να ανταποκρίνεται περισσότερο στη διάρθρωση της ζήτησης, εγχώριας και διεθνούς.

Facebook Comments