Κινητήριο δύναμη για την στροφή στη θεραπευτική προσέγγιση των ασθενών με καρκίνο του ουροθηλίου αποτελεί πλέον η ανοσοθεραπεία, η οποία χάρη στη χρήση μονοκλωνικών αντισωμάτων προσφέρει καλύτερη διαχείριση της νόσου, χαρίζοντας ασφαλέστερα και περισσότερο μακροπρόθεσμα αποτελέσματα ακόμη και σε ασθενείς που έχουν παρουσιάσει ήδη μεταστάσεις.

Το “κλειδί” της αποτελεσματικότητας του νέου αυτού και πολλά υποσχόμενου θεραπευτικού πεδίου φαίνεται να κρύβεται στην ικανότητα που έχουν τα μονοκλωνικά αντισώματα να κινητοποιούν τον ίδιο τον οργανισμό στην εξολόθρευση του καρκίνου, μέσα από την κατάλληλη “εκπαίδευση” του ανοσοποιητικού συστήματος.

Με την κλινική έρευνα, ωστόσο, να είναι σε πλήρη εξέλιξη δεν προκαλεί εντύπωση που η πρόοδος γύρω από την ανοσοθεραπεία απέσπασε σημαντικό κομμάτι του ενδιαφέροντος κατά το φετινό Πανευρωπαϊκό Συνέδριο Ογκολογίας (ESMO) που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στην Μαδρίτη.

Πιο συγκεκριμένα, όπως ανέφερε στο marketnews.gr ο Ignacio Durán, από το Τμήμα Ογκολογίας του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Virgen del Rocío, του Ινστιτούτου Βιοϊατρικής της Σεβίλλης, το μέλλον σε ό,τι αφορά τις θεραπευτικές επιλογές των γιατρών για τους ασθενείς με μεταστατικό καρκίνο της ουροδόχου κύστεως είναι πολλά υποσχόμενο.

“Έχουμε εντυπωσιακά και ενθαρρυντικά δεδομένα και είμαι σίγουρος ότι στα επόμενα χρόνια θα δούμε μία αλλαγή στα θεραπευτικά αποτελέσματα της νόσου” ανέφερε ο Δρ Ignacio Durán, τονίζοντας όμως παράλληλα τη σημασία που έχει μπροστά σε όλες αυτές τις σημαντικές εξελίξεις η ορθή επιλογή ασθενών που θα επωφεληθούν από τις νέες θεραπείες.

Σύμφωνα με τον ίδιο, η κλινική αξία της ανοσοθεραπείας είναι διττή. Κι αυτό γιατί από τη μία η νέα αυτή θεραπευτική προσέγγιση δεν είναι ιδιαίτερα τοξική και από την άλλη προσφέρει περισσότερο μακροχρόνια αποτελέσματα στους ασθενείς στους οποίους χορηγείται. Η σημασία των δύο αυτών παραμέτρων είναι ιδιαίτερα βαρύνουσα, αν αναλογιστεί κάποιος ότι αφενός το προφίλ των πασχόντων αντιστοιχεί σε ηλικιωμένα άτομα με ήδη επιβαρυμένο ιατρικό ιστορικό και συνοσηρότητες και αφετέρου ότι μέχρι σήμερα η χημειοθεραπεία δεν είχε σημαντική συμβολή προς την κατεύθυνση της μακροπρόθεσμης συνολικής επιβίωσης.

Σημαντικό στοιχείο που διαφοροποιεί επίσης τις νέες θεραπείες είναι το προφίλ ασφάλειάς τους, καθώς μέχρι στιγμής φαίνεται να είναι καλά ανεκτές, με το 80% των ασθενών να παρουσιάζει διαχειρίσιμες ανεπιθύμητες ενέργειες και μόνο το 20% να παρουσιάζει σοβαρές παρενέργειες. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η ανοσοθεραπεία, επισημαίνει ο Δρ Durán, είναι μία μεγάλη λέξη, που περιέχει πολλούς παράγοντες και άρα δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ενιαία.

Οι θεραπείες

Τι καινούργιο έχουμε σε επίπεδο διαθέσιμων φαρμάκων και στην Ελλάδα; Σήμερα υπάρχουν τρεις διαθέσιμες ανοσοθεραπείες για τον καρκίνο του ουροθηλίου, αφού πρόσφατα στη “φαρέτρα” των γιατρών προστέθηκε και το atezolizumab ως θεραπεία για τον τοπικώς προχωρημένο ή μεταστατικό καρκίνο του ουροθηλίου σε άτομα που είτε πριν είχαν λάβει, σε πρώτη γραμμή, χημειοθεραπεία με βάση την πλατίνη, είτε κρίθηκαν ακατάλληλα για χημειοθεραπεία με σισπλατίνη. με το atezolizumab αποτελεί την πρώτη και μόνη εγκεκριμένη στην Ευρώπη αντι-PDL-1 ανοσοθεραπεία για τους ασθενείς αυτούς.

Όπως εξηγεί πάντως στο marketnews.gr ο Δρ Durán, προς το παρόν δεν γνωρίζουμε αν ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίο δρουν τα υπάρχοντα σκευάσματα επηρεάζει την απόδοσή τους (τα atezolizumab, durvalumab και avelumab στοχεύουν στον προσδέτη PDL-1, ενώ τα pembrolizumab και nivolumab στο υποδοχέα PD-1).

Αυτό όμως που γνωρίζουμε είναι ότι οι ερευνητές έχουν ήδη ξεκινήσει να εξετάζουν τρόπους βελτίωσης της αποτελεσματικότητας των θεραπειών, ως σύνολο, κάτι το οποίο με απλά λόγια σημαίνει ότι εργάζονται πάνω στον συνδυασμό τους, ενώ παράλληλα διερευνούν και άλλους στόχους στον ανοσολογικό κύκλο, πέραν δηλαδή των αναστολέων σημείων ελέγχου (PD-1 και PDL-1).

Πέραν των επιστημονικών προκλήσεων πάντως άμεσα θα πρέπει να δρομολογηθεί και η προετοιμασία των εθνικών συστημάτων υγείας για την ενσωμάτωση των καινοτόμων αυτών θεραπειών, ώστε κανείς ασθενείς που τις έχει ανάγκη να μην τις στερηθεί. Πρόταση μάλιστα του Δρ Durán, είναι τα κράτη να προχωρήσουν σε συμφωνίες κοστολόγησης αυτών των φαρμάκων με τις φαρμακοβιομηχανίες.

“Δεν πιστεύω ότι όλα τα δημόσια συστήματα υγείας μπορούν να ανταπεξέλθουν στο κόστος χορήγησης των ανοσοθεραπειών” λέει ο Δρ Durán, υπογραμμίζοντας ότι με δεδομένο αυτό “είμαστε αναγκασμένοι να καθίσουμε και να καταλήξουμε σε κάποιου είδους συνεργασία ώστε να μπορέσουμε να προσφέρουμε τις θεραπείες αυτές, που μπορούν να είναι ιδιαιτέρως επωφελείς για κάποιους ασθενείς”.

Σε ποιους θα πρέπει να καλύπτονται; Άποψη του ιδίου είναι ότι “το κλειδί βρίσκεται στο να δίνεται η κατάλληλη θεραπεία στον κατάλληλο ασθενή” και άρα θα πρέπει να στρέψουμε το ενδιαφέρον μας στους βιοδείκτες, ώστε να εξασφαλίσουμε την ορθή επιλογή των ασθενών. Εξάλλου, όπως επισημαίνει, σύντομα αναμένεται να εμπλουτιστούν τα δεδομένα εκείνα που θα μας βοηθούν να επιλέγουμε ποιοι όγκοι είναι πιθανό να ανταποκριθούν στην ανοσοθεραπεία.

 

Facebook Comments