Οι αλλεπάλληλες και όλο πιο βαθιές κρίσεις του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος τα τελευταία 40 χρόνια[1]  αποκάλυψαν δύο σημαντικά χαρακτηριστικά του νέου χρηματοπιστωτικού συστήματος:

  • το εξαιρετικό ευμετάβλητο του συστήματος. Οι βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις των ισοτιμιών, των επιτοκίων, καθώς και του συνόλου των τιμών των στοιχείων του ενεργητικού είναι έντονες.
  • Την έντονη ροπή προς μεταδοτικότητα που εμπεριέχει το σύστημα σε περιόδους εμφάνισης κρίσεων ή προβλημάτων.

Οι αγορές εμφανίζουν μεγαλύτερη νευρικότητα, οι κρίσεις τους είναι συχνότερες και οι συνέπειες των κρίσεων είναι βαρύτερες παρά ποτέ. Το ότι οι κρίσεις αυτές οφείλονται στη νέα χρηματοπιστωτική τάξη είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού. Βεβαίως δεν υποστηρίζω ότι αποτελούν τον αποκλειστικό παράγοντα δημιουργίας κρίσεων.

Όμως το ότι οι αγορές εμφανίζουν υψηλή νευρικότητα, δεν θα ήταν τόσο σημαντικό αν η γενική τάση των επιδόσεων της παγκόσμιας οικονομίας, μακροπροθέσμως, ήταν ανοδική και η νευρικότητα και οι κρίσεις αποτελούσαν απλώς το απαραίτητο κόστος που χρειάζεται να καταβληθεί για την επιτυχία υψηλότερων και σταθερότερων επιδόσεων.

Αντιθέτως, μετά από 30 σχεδόν χρόνια φιλελευθεροποίησης των χρηματοπιστωτικών αγορών με τον τρόπο που αυτή συντελέστηκε, μια σειρά μεγεθών παγκόσμιας οικονομίας φαίνεται να υστερούν σε σημαντικό βαθμό σε σχέση με τα αντίστοιχα μεγέθη, όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί τα πρώτα τριάντα χρόνια μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο.

Συγκεκριμένα παρατηρούνται τα ακόλουθα:

 Επιβράδυνση των ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης σε σχέση με τους αντίστοιχους ρυθμούς, που είχαν σημειωθεί την περίοδο 1950-1970. Σ’ όλες τις χώρες που ανήκουν στις 7 πλέον ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη ο ρυθμός ανάπτυξης σημείωσε ανάλογη πτώση.

 Ίσως το σημαντικότερο παράδειγμα στην περίπτωση αυτή αφορά στην οικονομία της Ιαπωνίας, η οποία μετά από μία έντονη χρηματιστηριακή κρίση, η οποία μετατράπηκε σε βαθιά κρίση του τραπεζικού ασφαλιστικού συστήματος της χώρας, έχει καθηλώσει ,τα τελευταία σχεδόν είκοσι χρόνια, την πραγματική οικονομία σε μηδενικούς ρυθμούς μεγέθυνσης.

Τα παραπάνω συμπεράσματα δεν συνάδουν με τις κυρίαρχες αντιλήψεις που οδήγησαν στην υιοθέτηση του νέου χρηματοπιστωτικού συστήματος, όπως σήμερα το βιώνουμε. Η παρατηρούμενη βραχυπρόθεσμη χρηματοοικονομική νευρικότητα, η μεταδοτικότητα, η δημιουργούμενη αβεβαιότητα και η έλλειψη σταθερότητας που εγγενώς συνυπάρχουν στο παρόν χρηματοπιστωτικό σύστημα προκαλούν βίαιες κρίσεις στη νομισματική σφαίρα με έντονες επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία.

Σημαντικότατο ρόλο σε αυτή την κατάσταση παίζει το Σκιώδες Τραπεζικό σύστημα (Shadow banking) το οποίο  εξουδετερώνει  τα όποια θεσμικά πλαίσια  που στήνουν τα κράτη αλλά και οι διεθνείς πολυμερής συνεργασία των κρατών .

Το σκιώδες τραπεζικό σύστημα  συγκροτεί μια  ισχυρή αλυσίδα από αλληλοσυνδέσεις χρηματοπιστωτικών ενδιαμέσων οντοτήτων  οι οποίοι προάγουν και τις τρεις ή κάθε μια ξεχωριστά από τις λειτουργίες της κλασικής εμπορικής τραπεζικής –  μετατροπή και διατήρησης της  ωρίμανσης, πίστωσης και μετατροπής της ρευστότητας- αλλά χωρίς πρόσβαση σε ρητά δημόσια δίκτυα διάσωσης ή σε σχήματα εγγύησης των καταθέσεων ή στη δυνατότητα πρόσβασης σε προγράμματα έκτακτης  διάσωσης εκ μέρους των ΚΤ. Με απλά λόγια λειτουργούν εκτός της δημόσιας θεσμικής ρύθμισης (over the counter) , εντός ενός ιδιωτικού θεσμικού πλαισίου ρύθμισης.

Υπάρχουν συνεπώς ομοιότητες μεταξύ του σκιώδους και κλασικού τραπεζικού συστήματος αλλά και σημαντικές διαφορές . Ίσως η μεγάλη διαφορά έγκειται στο ότι το σκιώδες σύστημα λειτουργεί με τη διαμεσολάβηση μεγάλων παικτών με ειδική κατάρτιση ενώ η κλασική τραπεζική λειτουργεί σε μια αγορά όπου οι συμμετέχοντες (καταθέτες και δανειζόμενοι ή και επενδυτές) έχουν σαφώς μικρότερη πληροφόρηση αλλά και δυνατότητα επιρροής των εξελίξεων. Βεβαίως η μέγιστη διαφορά συνίσταται στην ύπαρξη δημοσίου θεσμικού πλαισίου στην κλασική τραπεζική.  

 Η ταυτοποίηση και η μέτρηση της δυναμικής του σκιώδους τραπεζικού συστήματος αποτελεί πρόκληση για μια σειρά λόγους. Το σκιώδες σύστημα περιλαμβάνει ετερογενείς οντότητες και δραστηριότητες . Εύκολα μεγεθύνεται με εκθετικό τρόπο λόγω της φύσης του. Αρκετά δύσκολα ορισμένες δραστηριότητές του διακρίνονται από τις αντίστοιχες της κλασικής τραπεζικής.

 Το Financial Stability Board (FSB) εκτιμά ότι το μέγεθος του παγκόσμιου σκιώδους τραπεζικού συστήματος, στο τέλος του 2012 , ανέρχεται σε 71,2 τρις δολάρια ΗΠΑ, το οποίο είναι ίσο με το 24,0% του ενεργητικού του συνολικού- παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος και στο 117% του αντίστοιχου παγκόσμιου ΑΕΠ. Το ευρωπαϊκό σκιώδες σύστημα υπολογίζεται σε 31 τρις δολάρια (22 τρις δολάρια για τις χώρες της ευρωζώνης και 9 τρις δολάρια για την ΜΒ) ενώ το αντίστοιχο των ΗΠΑ υπολογίζεται σε 26 τρις δολάρια.

Τα υπόλοιπα σκιώδη τραπεζικά συστήματα (μεταξύ των οποίων σημαντική θέση καταλαμβάνει το κινέζικο) υπολογίζονται σε 14,2 τρις δολάρια. Δηλαδή το ευρωπαϊκό σκιώδες τραπεζικό σύστημα είναι μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των ΗΠΑ. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του  European Systemic Risk Board (ESRB) το ευρωπαϊκό σκιώδες τραπεζικό σύστημα αυξήθηκε κατά 67% τα τελευταία επτά (7) έτη 2005-2012. Αντιστοίχως το κλασικό τραπεζικό σύστημα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Monetary Financial Institutions (MFI) της ΕΚΤ αυξήθηκε κατά 34% την ίδια περίοδο, δηλαδή περίπου κατά το ήμισυ από το σκιώδες σύστημα.

Η τεράστια μεγέθυνση του σκιώδους τραπεζικού συστήματος τα τελευταία έτη, παρά τα όσα υποστηρίζονταν , κυρίως από κύκλους που επέβαλαν το σημερινό πλαίσιο λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, λειτούργησε και λειτουργεί κατά τρόπο αποσταθεροποιητικό στην παγκόσμια οικονομία.

Οι διαδικασίες της τιτλοποίηση ( securitisation) και της χρηματοδότησης των συναλλαγών μέσω χρεογράφων (securities financing transactions) στις οποίες το σκιώδες τραπεζικό σύστημα πρωτοστάτησε την περίοδο 2002-2007 αποτέλεσαν τους βασικούς παράγοντες που η παγκόσμια οικονομία οδηγήθηκε στην πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση. Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα υπάρχει μια κινητικότητα στη διεθνή κοινότητα για προσπάθεια «ελέγχου» του συγκεκριμένου συστήματος. Κατά την άποψή μου η προσπάθεια  δεν θα έχει κανένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα διότι η φύση του σκιώδους συστήματος είναι τέτοια που δεν επιδέχεται περιορισμούς.

 


[1] Κ. Μελάς, Οι σύγχρονες κρίσεις του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος , ΑΑ. Λιβάνη 2011

 

Facebook Comments