Τον τελευταίο καιρό, καθίσταται διαυγές -ολοένα και περισσότερο – το μέγεθος του διαπραγματευτικού ολισθήματος στο οποίο προέβη η Ελληνική Κυβέρνηση. Αν και το Σκοπιανό ζήτημα έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις, άρα διαφαίνεται να έχει εξαντληθεί, θα προσπαθήσω να χαρτογραφήσω μία διαφορετική χροιά του ζητήματος: Τα βασικά λάθη της διαπραγματευτικής γραμμής της Ελλάδας.
 
Μυστική διπλωματία
 
Με τα τωρινά δεδομένα, τα οποία χαρακτηρίζονται από αδικαιολόγητη έλλειψη έγκυρης πληροφόρησης, η Ελληνική πλευρά διαφαίνεται να έχει υποπέσει σε σπουδαία λάθη.
 
Καταρχάς, η διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων υπό άκρα μυστικότητα, έχει δημιουργήσει ένα δυσμενές και συνάμα επικίνδυνο κλίμα, το οποίο υπό προϋποθέσεις μπορεί να μετεξελιχθεί σε «τετελεσμένα γεγονότα». Το μέγιστο πρόβλημα καθίσταται στο ότι προβαίνοντας σε «μυστική διπλωματία» και υπό -ένα σαφώς- πιο χαλαρό κλίμα, η Κυβέρνηση ενδεχομένως να έχει αποδεχθεί ή συζητήσει θέματα (π.χ. ονομασία, σύνταγμα) τα οποία -εξαρχής- εφάπτονται των «μη παραδεκτών όρων» (out-of-line) που έχουν τεθεί διαχρονικά από την Ελληνική πλευρά. Ουσιαστικά, υπό την ασφάλεια των άτυπων συζητήσεων, μία ευφυής διαπραγματευτική ομάδα δύναται να συμπαρασύρει -την αντίδικη πλευρά- σε ζητήματα, τα οποία έχουν τεθεί εξαρχής εκτός διαπραγματεύσεων. Επίσης, δια μέσω της υποτυπώδης χαλαρότητας η άλλη πλευρά μπορεί -ακόμη και- να ψυχολογήσει το αντισυμβαλλόμενο μέρος, με αποτέλεσμα να γνωρίζει -επί της αρχής- τα όρια του. Επί τούτων, να τονισθεί το γεγονός ότι σε αυτά τα ζητήματα η δημοσιότητα ενδείκνυται και ο λόγος είναι ότι τα περιθώρια για λάθη είναι εξαιρετικά περιορισμένα· ακριβώς, επειδή οι διαπραγματευτικές ομάδες θέτουν εξαρχής ένα συγκεκριμένο πλαίσιο συζητήσεων- κάτι που δεν συμβαίνει στην κείμενη περίπτωση.
 
Διαλλακτικότητα θέσεων και απουσία Εθνικής γραμμής
 
Μία ακόμη συνιστώσα των διαπιστωμένων λαθών αποτελεί, αφενός η επίδειξη αμέριστης διαλλακτικότητας και αφετέρου η απουσία μίας συμπαγής Εθνικής γραμμής. Το βασικό μειονέκτημα που δημιουργεί η ελαστικότητα των απόψεων, συνοψίζεται στο γεγονός ότι ο αντίπαλος (δρώντας) αποκτά μία αίσθηση ψυχολογικής τόνωσης. Αν και φαινομενικά δύναται να μην κατανοήσει κανείς την σπουδαιότητα της συνιστάμενης έκφανσης, ο συγκεκριμένος παράγοντας παραμένει ακανθώδης σε μία διαπραγματευτική σκακιέρα. Όταν εξαρχής γνωρίζεις ότι το άλλο μέρος είναι διατεθειμένο να συμβιβαστεί, τότε αυτομάτως θέτεις τις μέγιστες απαιτήσεις-προσδοκίες προκειμένου, στην χείριστη περίπτωση, να κερδίσεις «έστω το κάτι παραπάνω». Ο δε ψυχολογικός παράγοντας είναι τόσο σημαντικός που θα μπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει ως -σχεδόν- καθοριστικός στον συσχετισμό των διαπραγματευτικών συζητήσεων. Το ανωτέρω γεγονός σε συγκερασμό με την απουσία μίας ισχυρής Εθνικής γραμμής, προκαλεί περαιτέρω ενδυνάμωση της αντίπαλης θέσης. Και επεξηγώ παραθέτοντας το εξής: Όταν γνωρίζεις -εξαρχής- ότι ο αντίπαλος είναι διαλλακτικός (θέλει να συμβιβαστεί), και δη ότι δεν υφίσταται μία εφεδρική δύναμη η οποία θα μπορούσε να τον περιορίσει, τότε αυτομάτως είσαι κερδισμένος, καθώς από την μία μπορείς να συζητήσεις οιοδήποτε θέμα και από την άλλη δεν έχεις τον φόβο να παρέμβει κάποιος εξωγενής παράγοντας (ο οποίος πιθανόν θα περιορίσει την συζήτηση, θα συνετίσει την άλλη πλευρά ή ακόμη και θα διακόψει την διαπραγμάτευση).
 
Ασθενής εκμετάλλευση της διπλωματικής-στρατιωτικής ισχύος

Ένα επιπλέον προβληματικό στοιχείο το οποίο εντοπίζω στην Ελληνική διπλωματική αποστολή έγκειται στο γεγονός ότι, η Ελλάδα, από την απαρχή των διαπραγματεύσεων, συζητάει «επί ίσοις όροις» με τα Σκόπια. Ουσιωδώς, η χώρα μας έχει -συνειδητά- επιλέξει να υπερκεράσει τους όρους ισχύος, που διέπουν τις διεθνείς σχέσεις και την διπλωματία, με αποτέλεσμα την μετατροπή των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της (Συμμετοχή σε Ε.Ε., ΝΑΤΟ, Ισχύ στρατού, Διπλωματική υποστήριξη, Οικονομική αποτροπή) σε καταφανή μειονεκτήματα. Εν ολίγοις, η Κυβέρνηση επέλεξε να κάτσει στο «τραπέζι των διαπραγματεύσεων» υπό τον δυσμενή για (τα εθνικά μας συμφέροντα) ισοσκελισμό μεταξύ Ελλάδας-ΠΓΔΜ. Και μεταξύ ίσων, δεν υφίσταται λόγος επιβολής αλλά αποκλειστικά και μόνον αμοιβαίος (ή ετεροβαρής) συμβιβασμός. Εν αντιθέσει, όταν εξαρχής θέτεις το πλαίσιο λύσεως επί τη βάση των διεθνών συσχετισμών είναι βέβαιο ότι το -φαινομενικά- ανίσχυρο Κράτος είναι υποχρεωμένο να υποχωρήσει και η συζήτηση επεκτείνεται αποκλειστικά στο μέγεθος της απώλειας-υποχώρησης που θα υποστεί (η αδύναμη πλευρά). Επί παραδείγματι, αν εξαρχής η Ελλάδα έθετε όρους σε μορφή «take it or leave it», σήμερα θα συζητούσαμε, είτε για την ναυάγηση των συζητήσεων είτε για το ισχνό αντάλλαγμα που θα δίναμε στην ΠΓΔΜ. Τουναντίον, ακριβώς, επειδή η Ελλάδα επέλεξε να παραμερίσει τους κανόνες, δια τους οποίους πράττει η διεθνή κοινωνία, βρισκόμαστε σήμερα σε μία πρωτοφανή κατάσταση· στα πρόθυρα μίας ολικής-οδυνηρής υποχώρησης. Άλλωστε, λειτουργώντας με νηφάλιους όρους καταληγεί κανείς στο συμπέρασμα ότι: «η Ελλάδα δεν πρέπει να βιάζεται, ΔΕΝ έχει λόγο να βιάζεται και ΔΕΝ χάνει απολύτως τίποτα αν δεν λυθεί το ζήτημα» και προπαντός μεταξύ «μίας κακής λύσης ή του εκτροχιασμού των συζητήσεων» η επιλογή είναι σαφής: Η μη λύση.

 

Έναρξη των διαπραγματεύσεων από το μείζον

Ακτινογραφώντας τα πεπραγμένα της διαπραγμάτευσης έχω εντοπίσει δύο άνευ προηγουμένου λάθη: α) Την έναρξη των συζητήσεων από το μείζον που μπορεί να προσφέρει η Ελλάδα (σύνθετη ονομασία) και β) Την διεξαγωγή των συζητήσεων στο ανώτατο διπλωματικό-πολιτικό επίπεδο.
 
Ευθύς αμέσως θα επεξηγήσω το μέγεθος της τραγικότητας των ανωτέρων προβληματικών.
 
Υπό φυσιολογικές-ορθολογικές συνθήκες, μία Κυβέρνηση ή ένας διαπραγματευτής ουδέποτε δεν ξεκινά την συζήτηση, προβάλλοντας στον αντίπαλο, το μέγιστο το οποίο μπορεί να του προσφέρει. Ο λόγος είναι απλός και ταυτοχρόνως εύλογος. «Εάν ξεκινήσεις την συζήτηση από το μέγιστο που μπορείς να προσφέρεις» τότε
 
Πρώτον, δεν υφίσταται λόγος για διαπραγμάτευση, καθώς ήδη του έχεις προσφέρει τα μέγιστα, χωρίς καν να αφήσεις το περιθώριο να σου προσφέρει κάτι. Καταφανώς, όταν εξαρχής υπεισέρχεσαι στο τραπέζι δηλώνοντας ότι είσαι διατεθειμένος να δεχθείς μία σύνθετη ονομασία, τότε πολύ απλά, δεν θα γίνει διαπραγμάτευση αλλά συζήτηση επί του περιεχομένου της «αντίπαλης» πρότασης.
 
και
 
Δεύτερον, δημιουργείται μία τοξικά επικίνδυνη διπλωματική ατμόσφαιρα. Σε μία διαπραγμάτευση κάθε παίχτης ξεκινά από τις πιο σκληρές-ακραίες θέσεις και αναλόγως τις εξελίξεις και τα ανταλλάγματα, φθίνει προς το μείζον που διατίθεται να προσφέρει. Η Ελληνική αντιπροσωπεία ξεκινώντας αντίθετα, πολύ απλά δίδει την ευκαιρία στην άλλη πλευρά να πιέσει προκειμένου να γίνουν περαιτέρω παραχωρήσεις. Επίσης, σε σημαντικό «όπλο» αναβαθμίζεται και ο ρόλος του εκάστοτε διαμεσολαβητή, ο οποίος θα ασκήσει πιέσεις προς την εμφανιζόμενη ως «αδιάλλακτη πλευρά», προκειμένου να κάνει περαιτέρω παραχωρήσεις. Ο λόγος είναι απλός. Όταν μία πλευρά κάνει κάποιες παραχωρήσεις (Σκόπια) ζητάει αντίστοιχα ανταλλάγματα, παραβλέποντας το γεγονός ότι έχεις -ήδη- κάνει τις μέγιστες παραχωρήσεις. Το μοναδικό αποτέλεσμα αυτού είναι η «διπλωματική ανικανότητα» να μετατραπεί σε μία Εθνική καταστροφή, καθώς αφενός το κράτος έχει παραχωρήσει τα μέγιστα (το χειρότερο σενάριο) και αφετέρου εξακολουθεί να φαίνεται ως ο «αδιάλλακτος» της υπόθεσης (εφόσον δεν κάνει παραχωρήσεις).
 
Διεξαγωγή στο ανώτατο επίπεδο
 
Τέλος, ένα ακόμη βαρυσήμαντο λάθος προσκρούει στο γεγονός της διεξαγωγής των διαπραγματεύσεων στο ανώτατο επίπεδο. Οι διαπραγματεύσεις, ανέκαθεν, διεξάγονται από άρτια καταρτισμένες διπλωματικές αποστολές, οι οποίες λαμβάνουν πλήρη επίγνωση του εκάστοτε ζητήματος, καταρτίζοντας τον ανάλογο αντίλογο ή και στρατηγική και προετοιμάζοντας το κατάλληλο έδαφος για τους πολιτικούς άρχοντες. Η διεξαγωγή των τεχνικών συζητήσεων από τον Υπουργό Εξωτερικών ή ακόμη και από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό δημιουργεί σημαντικά προβλήματα. Ο εκάστοτε πολιτικός προϊστάμενος (κατά τεκμήριο) δεν μπορεί να κατέχει την ίδια ικανότητα διαπραγμάτευσης με έναν εκπαιδευμένο-έμπειρο διαπραγματευτή. Όταν λοιπόν, ένας Υπουργός Εξωτερικών εμπλέκεται ενεργά στις συζητήσεις θα πρέπει προηγουμένως να έχουν συμφωνηθεί τα κύρια πλαίσια από τους τεχνοκράτες, ώστε με την παρέμβαση του να επιλυθούν τα (συνήθως τελευταία) εκκρεμή ζητήματα. Η παραπάνω δικλείδα ασφαλείας, αποτελεί σπουδαία βαθμίδα σε μία διαπραγμάτευση καθώς δημιουργείται ένα συγκεκριμένο έδαφος, το οποίο είναι αποστειρωμένο από τις οιεσδήποτε αβλεψίες.
 
-Γιατί «Πόσο καταρτισμένος- έμπειρος μπορεί να είναι ένας Υπουργός Εξωτερικών και δη ο Έλληνας Υπ.Εξ., ώστε να διαπραγματεύεται, λεπτομερώς, ζητήματα που απαιτούν τεχνοκρατική και πιθανώς ιστορική κατάρτιση;».
 
Η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα μπορεί να δοθεί από τον καθένα και κυρίως από τον ίδιο τον Υπουργό Εξωτερικών.
 
Κλείνοντας, θα ήθελα να τονίσω ότι λόγω των επαναλαμβανόμενων λαθών η συγκεκριμένη διαπραγμάτευση είναι καταδικασμένη να καταλήξει εις βάρος των Ελληνικών Εθνικών συμφερόντων. Η διακοπή των συζητήσεων και η αναβολή της επίλυσης (εν ευθέτω χρόνο) ίσως αποτελεί επιτακτική ανάγκη.
 
Φυσικά, δεν θα πρέπει να παραβλέπεται η καταφανής έλλειψη διπλωματικής στρατηγικής τόσο σε επίπεδο προετοιμασίας όσο και σε επίπεδο σχεδίου εναλλακτικής λύσεως…

 

Facebook Comments