Η θεωρία της ορθολογικής επιλογής (rational choise theory) συνιστά μία από τις πλέον έγκυρες, διαδεδομένες και σημαντικές μεθοδολογικές και θεωρητικές προσεγγίσεις της Πολιτικής Επιστήμης μετά το Β΄ΠΠ.

Ξεπήδησε μέσα από το Συμπεριφορικό Κίνημα (Behavioural movement), το οποίο κυριάρχησε την ίδια εποχή στο χώρο των Κοινωνικών Επιστημών, επιβάλλοντας τις θέσεις του στη μεταπολεμική αναδυόμενη νεοτερική θετικιστική εμπειρικιστική αμερικανική Πολιτική Επιστήμη.

Η θεωρία της ορθολογικής επιλογής απετέλεσε το κυριότερο εργαλείο ανάλυσης της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας μετά τη δεκαετία του ’50. Το θεμελιώδες ερώτημα που θέτει για διεξοδική διερεύνηση είναι το ερώτημα που αφορά τα αίτια της ανθρώπινης συμπεριφοράς. «Γιατί τα άτομα συμπεριφέρονται και πράττουν με ένα ορισμένο τρόπο;».

Σε αντίθεση με τη συμπεριφορική προσέγγιση, που περιορίζεται στη κοινωνιολογική και ψυχολογική «ματιά», η θεωρία της ορθολογικής επιλογής συνδέεται με τη μεθοδολογία της οικονομικής επιστήμης και το περίφημο αξίωμα της σχέσης κόστους-οφέλους (cost-benefit analysis). Εντάσσεται λοιπόν σε μια γενικότερη κατηγορία θεωριών πολιτικής ανάλυσης, τις οικονομικές θεωρίες της πολιτικής (economic theories of politics), οι οποίες παράγουν μοντέλα ανάλυσης της πολιτικής δράσης, που εδράζονται στη παραδοχή της ορθολογικής, συνεπώς της «ορθής», συμπεριφοράς των ατόμων.

Ως ορθολογική θεωρία της επιλογής ορίζεται κάθε επιστημονικό εγχείρημα αναγωγής και ερμηνείας της κοινωνικοπολιτικής δράσης στα πλαίσια των συστημάτων προτίμησης ατομικών και συλλογικών υποκειμένων. Οι άνθρωποι δηλαδή ως ξεχωριστά άτομα, αλλά και ως μέλη ομάδων συμφερόντων, σε κάθε τους ενέργεια, σε οιοδήποτε επίπεδο δρούν, λειτουργούν ορθολογικά, επιδιώκοντας κάθε φορά τη καλύτερη δυνατή λύση, αυτή που τους αποφέρει το μέγιστο δυνατό όφελος.

Οι στοχαστικές παράμετροι της σύγχρονης προσέγγισης του ορθολογικού υποκειμένου έχουν τις καταβολές και τις πηγές έμπνευσης τους στα συναφή φιλοσοφικά ρεύματα του φιλελευθερισμού και του ωφελιμισμού. Οι κλασικοί φιλελεύθεροι και οι ωφελιμιστές (Lock, Smith, Bentham, Mill κλπ) εκκινούν από τη θεμελιώδη ανθρωπολογική παραδοχή για την ατελή φύση του ανθρώπου και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η πολιτική κοινωνία μπορεί να οικοδομηθεί μόνο με όρους ορθολογικής συμπεριφοράς.

Ο ωφελιμισμός αμβλύνει τις ανθρώπινες αδυναμίες και προσδίδει στη κοινωνική και πολιτική δράση του ατόμου μια έλλογη διάσταση. Το ατομικό πράττειν δεν υπόκειται εφεξής στην ηθική αδυναμία της ανθρώπινης φύσης, αλλά στην ανάγκη της ατομικής και συλλογικής επιβίωσης, που θέτει η σύμβαση του ορθολογικού λογισμού.

Η θεωρία της ορθολογικής επιλογής ιστορικά συνδέεται με τη περίφημη Σχολή της Βιρτζίνια (Τhomas Jefferson Center for Political Economy-Virginia School) και τον James Buchanan. Διακρίνεται δε σε τρείς υποκατηγορίες θεωριών: εκείνες της δημόσιας επιλογής (public choice theory), της κοινωνικής επιλογής (social choice theory) και των παιγνίων (game theory).

Η πρώτη αναφέρεται σε μεθόδους νεοκλασικής ανάλυσης, που προσπαθούν να εξηγήσουν ορθολογικά τη παροχή των δημοσίων αγαθών, που διανέμουν το κράτος και η κυβέρνηση, τόσο με βάση το άτομο, όσο και με βάση τις ομάδες συμφερόντων.

Η δεύτερη επικεντρώνεται στη λογική του κοινωνικού κράτους και της κοινωνικής ευημερίας και εξετάζει με ποιο τρόπο οι ατομικές προτιμήσεις είναι δυνατό να δημιουργήσουν μια κοινωνική προτίμηση.

Η θεωρία των παιγνίων σχετίζεται περισσότερο με μαθηματικά μοντέλα και αποσκοπεί μέσα από τη προσωπική στάση-απάντηση εκάστου στο «δίλημμα του φυλακισμένου» στη μελέτη των κομβικών αποφάσεων των ατόμων.

Προσπαθεί δηλαδή να αναλύσει το ρόλο των βαθύτερων ατομικών πεποιθήσεων (αρχών, αξιών) στην επιλογή των κρίσιμων αποφάσεων τις στιγμές που η ανθρώπινη συμπεριφορά έχει να αντιμετωπίσει δύσκολες ή διλημματικές καταστάσεις.

Ο θεωρητικός που δημιούργησε τη Σχολή της Βιρτζίνια είναι ο James Buchanan. Το βιβλίο «ο Λογισμός της Συναίνεσης», το οποίο συνέγραψε με τον Gordon Tullock το 1962, συνέβαλε αποφασιστικά στην οικοδόμηση των οικονομικών θεωριών της δημοκρατίας και της Νέας Πολιτικής Οικονομίας. Ενίσχυσε το θεωρητικό υπόβαθρο της «δημόσιας επιλογής» και προσέδωσε κύρος στο μοντέλο της ορθολογικής επιλογής. Για το έργο του αυτό τιμήθηκε με το Νόμπελ Οικονομίας το 1986.

Η Σχολή της «δημόσιας επιλογής» από τη δεκαετία του ’70 και εντεύθεν αντιπαρατέθηκε στις Κεϋνσιανές και Ρωλσιανές αντιλήψεις και πιστώνεται την αναβίωση της νεοκλασικής οικονομικής σκέψης. Με αφορμή τη δημοσιονομικού χαρακτήρα κρίση του μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας, κατέκτησε μεγάλη απήχηση μεταξύ των πολιτικών επιστημόνων. Στο στόχαστρο της βρέθηκε ο ελλειμματικός προϋπολογισμός του κοινωνικού κράτους. Τα δυσμενή δημόσια οικονομικά και η εξοντωτική φορολογική πολιτική τέθηκαν σε νέα βάση, ευνοώντας το «νεοφιλελεύθερο» σύστημα οικονομίας.

Το βασικό επιχείρημα των Buchanan και Tullock εστιάστηκε στη παταγώδη ανικανότητα του μεταπολεμικού κοινωνικού κράτους, στην ανεξέλεγκτη διόγκωση του κρατικού προϋπολογισμού (και συνακόλουθα του δημόσιου δανεισμού και της φορολογίας) και, κυρίως, στην αντίληψη ότι οι κρατικοί λειτουργοί στο δημόσιο τομέα δεν ενδιαφέρονται για ένα δήθεν συλλογικό όφελος, αλλά για τα προσωπικά τους συμφέροντα, όπως ακριβώς συμβαίνει με τα υψηλόβαθμα στελέχη των ιδιωτικών επιχειρήσεων.

Σημαντική κριτική άσκησαν επίσης και στον κρατικοδίαιτο συνδικαλισμό, καθώς και στην ανορθολογική συλλογική αντίληψη που αποδέχεται το κράτος υποταγμένο στα επί μέρους ειδικά συμφέροντα των διαφόρων ομάδων πίεσης. Η έννοια της γραφειοκρατικής διαφθοράς και της συνακόλουθης διασπάθισης του δημοσίου χρήματος αποτελούν από τις βασικές συνεισφορές της θεωρίας της δημόσιας επιλογής στη σύγχρονη οικονομικοπολιτική ανάλυση.

Τέλος η Σχολή της δημόσιας επιλογής έθεσε επιτακτικά το ζήτημα της πρόνοιας για θεσμοθέτηση μιάς «συνταγματικής οικονομίας», ενός δηλαδή θεσμικού πλαισίου, το οποίο θα θωρακίζει και θα προστατεύει τη δημόσια οικονομία από τις ομάδες πίεσης, τα επιμέρους συμφέροντα, τη κρατική γραφειοκρατία και τη φαυλότητα των πολιτικών. Εισήγαγε θέσεις πρωτοποριακές , όπως την έννοια της δημόσιας διαφάνειας και τα κίνητρα παραγωγικότητας στους δημοσίους υπαλλήλους.

Συνοψίζοντας, η «ορθολογική επιλογή» θεμελιώνεται στις παρακάτω αρχές:

  1. Η εξήγηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς γίνεται με βάση τη παραδοχή ότι ο πράττων δρά με ορθολογικό τρόπο.
  2. Η ορθολογική εξήγηση στηρίζεται στους λόγους που οδήγησαν σε μια ορισμένη πράξη. Στους λόγους αυτούς περιλαμβάνονται οι σκοποί του πράττοντος, καθώς και η πληροφοριακή του βάση.
  3. Το ορθολογικό επιχείρημα αφορά συνήθως σε ατομικές συμπεριφορές, χωρίς να αποκλείονται και οι αναφορές σε πράξεις περισσοτέρων ατόμων και κατ’ επέκταση στις μεταξύ τους διαδράσεις.
  4. Η ορθολογική εξήγηση στις κοινωνικές επιστήμες έχει ένα ισχυρό δεσμό με τα οικονομικά και μαθηματικά μοντέλα ανάλυσης. Η οικονομική επιστήμη είναι το κατ’ εξοχήν πεδίο εφαρμογής (και θεωρητικής και εμπειρικής) της θεωρίας της ορθολογικής επιλογής. Στο χώρο της αγοράς το άτομο δρά ορθολογικά με βάση το προσωπικό του συμφέρον και με στόχο τη μεγιστοποίηση του προσωπικού του οφέλους. Κάθε κοινωνικό όφελος προκύπτει ως αποτέλεσμα των ατομικών αποφάσεων και πράξεων προς ικανοποίηση των επί μέρους ατομικών συμφερόντων.

Η σκέψη-θεωρία των James Buchanan και Gordon Tullock είναι άκρως επίκαιρη ως ερμηνευτικό πλαίσιο των συνθηκών της ελληνικής οικονομίας της μεταπολίτευσης.

Και τα προτάγματα της θα αποτελούσαν ίσως τη καλύτερη «συνταγή» για έξοδο από τη κρίση σήμερα. Μοιραία όμως στη χώρα μας οι ακολουθούμενες βλαπτικές πολιτικές αποτελούν κυριολεκτικά εφαρμογή των παραπάνω τεσσάρων θεμελιωδών αρχών της ορθολογικής επιλογής, όπως αυτή εκλαμβάνεται και μετουσιώνεται από τη βούληση των ελλήνων πολιτών. Επομένως ουδόλως πρέπει να μας ξενίζουν. Οι έλληνες πολίτες λαμβάνουν από τους πολιτικούς τους αυτό που αποζητούν, αυτό που εκείνοι θεωρούν ωφελιμιστική ορθολογική επιλογή !!!

 

Βιβλιογραφία:

  • James Buchanan – Gordon Tullock, 1962, «ο Λογισμός της Συναίνεσης», εκδόσεις Παπαζήση, 1999.
  • Roberts Geoffrey – Edwards Alistair, “A new dictionary of political analysis”, London, εκδόσεις Edward Arnold, 1991.
  • Roger Scruton, “A dictionary of political thought”, London, εκδόσεις Pan Books, 1983.
  • Πασχάλης Κιτρομηλίδης, «Νεότερη Πολιτική Θεωρία ΙΙ, Ωφελιμίστικος Φιλελευθερισμός Jeremy Bentham-John Stuart Mill”, Αθήνα, εκδόσεις Σάκκουλα, 1986.
  • Πέτρος Γέμτος, «Η μεθοδολογία των Κοινωνικών Επιστημών», Αθήνα, εκδόσεις Παπαζήση, 2004.

Facebook Comments