Μόνο μη μου λες πια πως δεν πειράζει
Σου είπαν δεν πειράζει. Έπεφτες, χτυπούσες, μάτωναν τα γόνατα και ξανασηκωνόσουν με τα μάτια γεμάτα δάκρυα. Δεν πειράζει, σου έλεγαν, κι ας κούτσαινες
Σου είπαν δεν πειράζει. Έπεφτες, χτυπούσες, μάτωναν τα γόνατα και ξανασηκωνόσουν με τα μάτια γεμάτα δάκρυα. Δεν πειράζει, σου έλεγαν, κι ας κούτσαινες
Σου είπαν δεν πειράζει. Έπεφτες, χτυπούσες, μάτωναν τα γόνατα και ξανασηκωνόσουν με τα μάτια γεμάτα δάκρυα. Δεν πειράζει, σου έλεγαν, κι ας κούτσαινες. Πληγωνόσουν από έρωτα, σε πρόδιδαν οι φίλοι, έκανες λάθη και δεν πείραζε ποτέ, όσα κι αν ήταν τα κομμάτια σου. Δεν πειράζει.
Στο δρόμο βλέπεις ξυπόλητα παιδιά, μισοκοιμισμένα βρέφη και δεν ξέρεις αν πρέπει να ανακουφιστείς που κοιμούνται και δεν μπορούν να δουν τη μοίρα που τους γράφουν τα χέρια που τα βαστάνε ή να λυπηθείς που όταν ανοίξουν τα μάτια ο κόσμος τους έτσι κι αλλιώς δεν θα έχει αλλάξει. Αθώες ψυχές που στέκονται στο κρύο, στη ζέστη,κι εσύ αντιδράς, μα οι φωνές των γύρω σε σταματούν γιατί η φασαρία σου χαλά την τάξη τους. Πώς κάνεις έτσι, παιδιά των φαναριών είναι, συνηθισμένα, το έχουν στη ράτσα τους. Δεν πειράζει.
Ανοίγεις την τηλεόραση για λίγα λεπτά και βομβαρδίζεσαι από σκηνές φρίκης, βίας, ντροπής και εξαθλίωσης. Σφίγγεται το στομάχι σου, τα χέρια σου δυο πρησμένες γροθιές που δεν βρίσκουν πουθενά να χτυπήσουν. Ο κόσμος μια ζούγκλα, οι άνθρωποι θηρία που κατασπαράζουν ο ένας τον άλλο με μανία, η αδικία βασιλεύει κι εσένα σε πνίγει το δίκιο. Δεν πειράζει σου λένε, χαλάρωσε, έτσι είναι η ζωή.
Δηλητηριάζουν τα ζώα, τα μόνα πλάσματα που μοιάζουν ανθρώπινα, έχουμε εμείς τον τίτλο κι εκείνα έχουν τη χάρη – γιαυτό και υποφέρουν. Αντιδράς για ακόμα μια φορά και σε κοιτάζουν με εκείνο το γεμάτο απορία βλέμμα, τί δεν καταλαβαίνεις, ζώα είναι δεν έχουν ψυχή. Δεν πειράζει.
Σε κοροιδεύουν, ξεπουλάνε την πατρίδα σου, ενώ δήθεν θα σε σώζανε,τσακίζουν το λαό σου και πάλι, φτύνουν τις μνήμες, τους νεκρούς, τους ζωντανούς-νεκρούς, τους αγώνες, τους παππούδες σου. Μασημένη τροφή σου δίνουν, με κάθε μπουκιά και ένα “δεν πειράζει”, δεν έχει γιατί. Κατάπινε.
Προχθές κάποιος άνθρωπος περιφερόταν στη γειτονιά σου λιπόσαρκος, εξαντλημένος από την πείνα και δεν του προσφέρθηκε ούτε ένα γραμμάριο ανθρωπιάς σε λίγα ψίχουλα από ζυμάρι και νερό – ψωμί το λένε. Λυπάσαι; Έλα, δεν πειράζει, αλλοδαπός ήταν.
Σου έχουν φάει την ψυχή, δικοί σου και ξένοι. Σου έχουν ραγίσει την καρδιά, έχουν κουρελιάσει την αξιοπρέπειά σου, κλέβουν τη ζωή από τη ζωή σου και τίποτα δεν πειράζει. Διαμαρτύρεσαι και σε κατηγορούν για αφελή, μελό, υπερευαίσθητο, φιλόζωο, φασίστα, ρατσιστή, ανόητο. Σε λίγο, φοβάσαι πως μέσα στην τόση αδιαφορία θα καταλήξεις κι εσύ να λες πως δεν πειράζει. Το έχεις ακούσει τόσες πολλές φορές, που κοντεύεις πια να το πιστέψεις. Κανείς δεν βρέθηκε να σου πει ότι πειράζει. Πειράζει, αλλά θα περάσει. Πειράζει, αλλά διορθώνεται. Πειράζει και θα συνεχίσει να πειράζει, αν δεν κάνουμε κάτι γιαυτό. Πες κάτι ή, αν τελικά δεν μπορείς, μη λες τίποτα. Μόνο μη μου λες πως δεν πειράζει.
Facebook Comments