Ο δρόμος για να μπορέσει η Ελλάδα  να βγει και επίσημα από το πρόγραμμα είναι πολύ δύσκολος και με πολλές… λακκούβες. Αυτό επισημαίνει σε νέο της report η Goldman Sachs.

Οι διαπραγματεύσεις σχετικά με τις λεπτομέρειες της ελάφρυνσης του χρέους βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη με μία ανακοίνωση να είναι πιθανή τον Απρίλιο ή τον Μάιο, και η Ελλάδα θα πρέπει να συμπληρώσει έναν μακρύ κατάλογο μεταρρυθμίσεων πριν από την ολοκλήρωση του προγράμματος. Παράλληλα, τέσσερις ελληνικές τράπεζες υποβάλλονται σε stress tests, αν και η Goldman Sachs εκτιμά ότι δεν θα χρειαστούν να αντλήσουν περαιτέρω κεφάλαια.

Πέρα από αυτό, τονίζει η αμερικάνικη τράπεζα, το οικονομικό και θεσμικό καθεστώς της Ελλάδας μετά το τρέχον πρόγραμμα κάθε άλλο παρά ξεκάθαρο είναι. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, οι Θεσμοί και η Αθήνα θα πρέπει να συμφωνήσουν σε ένα πλαίσιο για την εποπτεία της Ελλάδας και να προβούν σε ρυθμίσεις για επιλογές χρηματοδότησης έκτακτης ανάγκης για το ελληνικό υπουργείο οικονομικών. Το επενδυτικό κλίμα, και επομένως η ομαλή επιστροφή της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές θα εξαρτηθεί από αυτά τα αποτελέσματα.

Πάντως, το σταδιακά βελτιούμενο μακροοικονομικό περιβάλλον της Ελλάδας είναι ενθαρρυντικό, όπως και η πρόοδος στις μεταρρυθμίσεις του τραπεζικού κλάδου. Ωστόσο, η Ελλάδα μπαίνει και πάλι σε μία περίοδο αυξημένης θεσμικής αβεβαιότητας, η οποία θα ακολουθηθεί εντός ενός έτους, από νέες κοινοβουλευτικές εκλογές. Η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας η οποία βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο θα εξαρτηθεί από το πώς θα επιλυθεί αυτή η αβεβαιότητα κατά τους ερχόμενους μήνες, όπως επισημαίνει η Goldman Sachs.

Οι “λακκούβες” στον δρόμο προς μια καθαρή έξοδο

Η Ελλάδα δεν βρίσκεται πλέον στα πρωτοσέλιδα και αυτό θεωρείται μία πολύ καλή είδηση. Ωστόσο,  αναμένεται να επανέλθει στο επίκεντρο τους επόμενους μήνες, καθώς ολοκληρώνεται το τρίτο πρόγραμμα διάσωσης. Η τελική οικονομική και θεσμική σχέση της Ελλάδας με τους πιστωτές της μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος δεν είναι καθόλου βέβαιη ωστόσο, όπως σημειώνει η G.S. Οι συχνά αντικρουόμενες ελπίδες και προσδοκίες των μερών για βασικές παραμέτρους (όπως η ελάφρυνση του χρέους, παρακολούθηση μετά το πρόγραμμα, όροι/προϋποθέσεις και χρηματοδότηση έκτακτης ανάγκης) δεν έχουν ακόμη επιλυθεί. Το 2018 μπορεί να φέρει ένα ακόμα καλοκαίρι έντονων διαπραγματεύσεων μεταξύ της Ελλάδας, των ευρωπαϊκών θεσμών και του ΔΝΤ.

Σε αυτό το πλαίσιο, η G.S κάνει έναν απολογισμό των πρόσφατων εξελίξεων στην Ελλάδα και τονίζει μερικά από τα βασικά ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν προκειμένου η Ελλάδα να επιτύχει μία καθαρή έξοδο.

Το μακροοικονομικό περιβάλλον βελτιώνεται σταθερά

Οι μακροοικονομικές προοπτικές βελτιώθηκαν σταθερά κατά τη διάρκεια του τρίτου προγράμματος. Η ελληνική οικονομία επέστρεψε στην ανάπτυξη το 2017 με την ώθηση να έχει μετατοπιστεί από την κατανάλωση στις πάγιες επενδύσεις. Σε όρους, ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο από το 2011. Ο ΟΟΣΑ και άλλα θεσμικά όργανα προβλέπουν ότι η ανάπτυξη θα επιταχυνθεί στο 2,5% περίπου σε ετήσια βάση το 2018.

Η σταδιακή εξομάλυνση των μακροοικονομικών συνθηκών συνδέεται με την αποφασιστική πολιτική δημοσιονομικής εξυγίανσης από την ελληνική κυβέρνηση η οποία εκτιμά ότι το πρωτογενές πλεόνασμα για το 2017 θα διαμορφωθεί στο  3,5% του ΑΕΠ. Αυτό ακολουθεί ένα παρόμοιο πλεόνασμα το 2016, ενώ και τα δύο υπερβαίνουν κατά πολύ τους στόχους του προγράμματος ( 0,5% και 1,75% του ΑΕΠ αντίστοιχα). Ένα από τα αποτελέσματα της δημοσιονομικής πολιτικής ήταν η ομαλή επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές, όπως επισημαίνει η G.S τονίζοντας ότι οι δημοπρασίες έχουν βελτιώσει την εμπιστοσύνη ότι η Ελλάδα μπορεί να βγει πλήρως στις αγορές και να διαχειριστεί το προφίλ ρευστότητας αποτελεσματικά.

Ωστόσο οι προκλήσεις θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν στις τράπεζες

Όπως σημειώνει η τράπεζα, έχουν καταγραφεί επίσης ορισμένες θετικές εξελίξεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα, αν και το μέγεθος των ανισορροπιών του κλάδου παραμένει υψηλό. Τα συνολικά μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs) στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα παραμένουν κοντά στο 50%. Ενώ έχουν ληφθεί μέτρα για να είναι πιο εφικτή η πώληση των NPLs και η διάθεση περιουσιακών στοιχείων, οι ελληνικές τράπεζες παραμένουν μια σημαντική πρόκληση που θα διαρκέσει πολλά χρόνια. Ως αποτέλεσμα, η εγχώρια προσφορά πίστωσης θα παραμείνει πιθανότατα περιορισμένη.

Οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν αδυναμία στις συνθήκες ζήτησης πιστώσεων, καθώς οι επιχειρήσεις και οι καταναλωτές συνεχίζουν να ανοικοδομούν τους ισολογισμούς τους. Έτσι, η εγχώρια πιστωτική ώθηση είναι απίθανο να αποτελέσει ενεργό στοιχείο της ευρύτερης μακροοικονομικής ανάκαμψης στο εγγύς μέλλον, σύμφωνα με την G.S.

… και η καθαρή έξοδος από το πρόγραμμα δεν είναι ακόμη δεδομένη

Υπάρχει ένας μακρύς κατάλογος πολύ περίπλοκων αποφάσεων οι οποίες πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ της Ελλάδας και των Θεσμών πριν την ολοκλήρωση της δ αξιολόγησης, επισημαίνει η G.S. Οι θέσεις των διαφόρων μερών για τα θέματα αυτά δεν είναι ακόμη σαφείς. Υπάρχει ακόμη σημαντική αβεβαιότητα σχετικά με τις θεσμικές και οικονομικές παραμέτρους που θα διαμορφώσουν το μετα-μνημονιακό καθεστώς της Ελλάδας.

Πριν μπορέσει να εκταμιευθεί η τελευταία δόση του προγράμματος, θα πρέπει να επιτευχθεί συμφωνία στα εξής:

Ελάφρυνση του χρέους και ο ρόλος του ΔΝΤ μετά το πρόγραμμα: Τόσο η ενεργοποίηση της χρηματοδότησης του ΔΝΤ (στο πλαίσιο του μηχανισμού που έχει εγκρίνει), όσο και η συμμετοχή του Ταμείου σε τυχόν κοινά μέτρα μετά το πρόγραμμα θα εξαρτηθούν από την επίτευξη συμφωνίας με τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα σχετικά με την ελάφρυνση του χρέους. Τα δύο μέρη έχουν σηματοδοτήσει την προσδοκία τους να επιτευχθεί συμβιβασμός μέχρι τον Μάιο, πριν από την τέταρτη αξιολόγηση στο Eurogroup του Ιουνίου.

Δέσμευση στις εναπομείνασες μεταρρυθμίσεις και στα προαπαιτούμενα: Πριν ολοκληρωθεί το πρόγραμμα, η Ελλάδα θα πρέπει να αποδείξει ότι έχει εκπληρώσει όλα τα προαπαιτούμενα της τέταρτης αξιολόγησης. Εάν δεν το πράξει, θα μπορούσε ενδεχομένως να αποτελέσει πηγή καθυστέρησης στο προγραμματισμένο τέλος του προγράμματος. Η Ελλάδα έχει δεσμευτεί να πραγματοποιήσει σημαντικές συνταξιοδοτικές και φορολογικές μεταρρυθμίσεις μετά το πέρας του προγράμματος. Το timing αυτών των μεταρρυθμίσεων θα αποτελέσει σημείο διαπραγμάτευσης κατά την ολοκλήρωση του προγράμματος, με το ΔΝΤ να έχει υποστηρίξει ότι η μείωση του αφορολόγητου θα πρέπει να εφαρμοστεί το 2019 και όχι το 2020.

Παρακολούθηση μετά το πρόγραμμα: Ο επικεφαλής του ESM,  Klaus Regling δήλωσε ότι η Ελλάδα θα τεθεί υπό ενισχυμένη εποπτεία μετά το πρόγραμμα σε σύγκριση με άλλες χώρες που έχουν λάβει στήριξη από τον ESM, υπερβαίνοντας μηχανισμούς όπως το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης και η Διαδικασία Μακροοικονομικών Ανισορροπιών. Δεν διευκρινίζεται σε αυτό το σημείο, το πώς η Ελλάδα και οι πιστωτές της θα κατορθώσουν να ισορροπήσουν, από τη μια πλευρά την εφαρμογή ενός πλαισίου που θα περιλαμβάνει κίνητρα και θα είναι συμβατό χρονικά, και από την άλλη να εξασφαλίζουν ότι η μετά το πρόγραμμα εποπτεία είναι από μόνη της “σαν πρόγραμμα”, τέτοια ώστε η Ελλάδα να λαμβάνει μικρό πολιτικό μέρισμα για τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες.​

Χρηματοδότηση έκτακτης ανάγκης: Υπάρχει συζήτηση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο πρέπει η Ελλάδα να διασφαλίσει ότι οι απαιτήσεις ρευστότητας μπορούν να ικανοποιηθούν σε περίπτωση αρνητικού σοκ που θα περιορίσει την πρόσβασή της στις αγορές. Μια επιλογή είναι η Ελλάδα να ζητήσει προληπτική πιστωτική γραμμή από τον ESM. Η επιλογή αυτή θα έχει αυστηρούς όρους, κάτι που δεν επιθυμεί η ελληνική κυβέρνηση. Μια άλλη επιλογή η δημιουργία cash buffer. Αυτή η επιλογή θα απαιτούσε μια αρχική δέσμευση από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, ωστόσο δεν θα μπορούν να κατευθύνουν τη χρήση της.

Συμπεράσματα stress tests: Σε περίπτωση που οι ελληνικές τράπεζες χρειαστούν εκ νέου κεφαλαιοποίηση μετά τα αποτελέσματα των stress tests, η πηγή και το χρονοδιάγραμμα της ανακεφαλαιοποίησης μπορεί να είναι σημαντικά για το πρόγραμμα των διαπραγματεύσεων μεταξύ της Ελλάδας και των ευρωπαϊκών Θεσμών. Η G.S πάντως εκτιμά ότι δεν θα χρειαστεί οι ελληνικές τράπεζες να αντλήσουν περαιτέρω κεφάλαια.

Μια τελική πηγή αβεβαιότητας σχετίζεται με την πολιτική δυναμική που θα προκύψει μετά την έξοδο του προγράμματος. Οι εκλογές πρέπει να πραγματοποιηθούν πριν από τον Οκτώβριο του 2019, και πιθανότατα να γίνουν και νωρίτερα. Ενώ μια ομαλή αλλαγή της κυβέρνησης θα ήταν απίθανο να δημιουργήσει σημαντικό κίνδυνο για συμφωνίες μετά το πρόγραμμα, ένα διαιρεμένο εκλογικό σώμα και η μη επίτευξη αυτοδυναμίας ενδέχεται να περιπλέξουν τη διαδικασία των μεταρρυθμίσεων και τους δημοσιονομικούς στόχους.

 

Κούρταλη Ελευθερία

Facebook Comments