Η Ελλάς είναι ένας τόπος περίεργος.  Άλλοι θα πουν μαγικός, άλλοι ευλογημένος. Μία από τις ευλογίες της είναι το μακρό καλοκαίρι σε τρία μέρη.

Έτσι έχουμε τους μήνες που ονομάζουμε Άνοιξη που όμως σε πολλές άλλες  χώρες αντιστοιχούν με καλοκαίρι, το κυρίως καλοκαίρι  που λήγει ημερολογιακώς κάπου εδώ και το μικρό καλοκαιράκι, που ακολουθεί διάσπαρτο με πρωτοβρόχια και ζέστες  έως του Αγίου Δημητρίου. 

Μια που όμως επιστρέφουμε σιγά – σιγά από το κυρίως καλοκαίρι, είναι ευκαιρία να δούμε λίγο τι κάνουμε εμείς οι Έλληνες ή ίσως καλύτερα οι νέο-Έλληνες σε αυτόν τον μαγικό τόπο στην ιστορική μας εποχή.

Η ώρα του απολογισμού δεν είναι τυχαία. Ειναι πολλαχώς ένα τέλος εποχής. Το καλοκαίρι του 2014 έχουμε βάσιμες ελπίδες ότι θα είναι το πρώτο που θα επανέλθει κάποιου βαθμού οικονομική ανάπτυξη μετά από έξι συναπτά έτη δραματικής υφέσεως. Και για όσους ασχολούνται με οικονομικούς κύκλους όπως ο υπογραφόμενος, ευελπιστούμε ότι είναι το τέλος ενός οικονομικού υπερκύκλου, του μεταπολεμικού νεο-Ελληνικού.

Ειναι μια ιστορικη εποχή που αρχίζει εκει γυρω στη λήξη του Εμφυλίου και τελειώνει βεβαίως με μια ακόμη οικονομική καταστροφή, αυτή που βιώνουμε ως μεγάλη ύφεση. Το θέμα του (υπέρ-)κύκλου αυτού είναι τεράστιο, το έχω θίξει και αλλού και χρήζει εκτεταμένης συζητήσεως, αλλά εδώ  θα περιοριστώ στα εμφανή υλικά αποτελέσματα. Στο επΙπεδο των ιδεών, σημειώνω απλώς οτι η περίοδος ολοκληρώνεται με ανάκτηση δεσπόζουσας θέσεως κάποιων ιδεών που στην αρχή του έμοιαζαν κατά κράτος ηττημένες. Αλλά, ας επιστρέψουμε στα πεζά οικονομικα και υλικά.

Τι είδε λοιπον κάποιος περιηγητής που γύρισε την Ελλάδα αυτό το ωραίο καλοκαίρι; Σε αντίθεση με προηγούμενες περιόδους του Ελληνισμού, που φέρνει στο φως και μας γεμίζει υπερηφάνεια η αρχαιολογική σκαπάνη στη Μακεδονία και ολη την επικράτεια, αυτός ο κύκλος μοιαζει να έχει εκφραστεί διαφορετικά στο υλικό επίπεδο. Εμφανέστερα αποτυπώνεται στα αμέτρητα κυβικά οπλισμένου σκυροδέματος που ξεφυτρώνουν πολλές φορές αναπάντεχα στη μέση δασών, πάνω σε υψώματα, στον αιγιαλό ή ακόμα και μέσα στη θάλασσα. Ηταν μια εποχη που το τσιμενταρισμα ηταν συνώνυμο του πλουτισμού και το αποτελεσμα ειναι αναμενόμενο.

Και ασφαλώς  καθε περιηγητής θα παρατήρησε  τα αντιστοίχως ουκ ολίγα κυβικά ζωικού λίπους που έχουμε εθιμικώς συσσωρεύσει οι νέο-Έλληνες εφ’ ημών των ιδίων και εκθέτουμε στις παραλίες και αλλού. Από οικονομικής απόψεως, οφείλονται και τα δύο αποτελέσματα στους ανεκπλήρωτους πόθους του προηγουμένου υπερκύκλου. Ετσι γινεται συνήθως, η καθε εποχή ξεκινά απο την προηγούμενη της και επιμένει μέσα στην επόμενη ακόμη κι οταν έχει εμφανώς αλλάξει. Εκπληρώνει δηλαδή αυτός ο υπερκύκλος και φτάνει στο μη περαιτέρω, τα επείγοντα «θέλω»  του προηγουμένου, ως είθισται.

Τότε ήταν η φυσική πείνα και η ανάγκη για στέγαση που είχε δραματικώς υπογραμμίσει η καταστροφή της Κατοχής και του Εμφυλίου. Έγιναν λοιπόν οι δύο τομείς που κάλυπταν αυτές τις ανάγκες, τα ακινητα και τα τρόφιμα/εστίαση, ατμομηχανές της οικονομίας. Βρήκαν μάλιστα έκφραση κυρίως στην ποσότητα, παρά στην ποιότητα. Ώσπου οι νέοι βαρείς φόροι και η νοσηρότητα ή θνησιμότητα λόγω παχυσαρκίας, έδειξαν ότι η βουλιμία για μπετά και ξύγκια μάλλον είχε υπερβεί τα όρια. Με το κλασικό αναπόφευκτο δίδυμο φόρων και θανάτου, εν ολίγοις.

Τι θα επακολουθήσει τον νεοελληνικό κύκλο σκυροδέματος και στέατος που αργά ή γρήγορα τελειώνει; Τι θα πάρει την περίοπτη θέση που είχαν στο μυαλό του νέο-Έλληνα τα τσιμέντα και τα χολιστερινούχα; Και καθώς το “νεο” ακολουθεί παραδοσιακώς το “μετά”, πώς θα ειναι ο μετα-´Ελληνας και ο μετα-ελληνισμός που ήδη ασφαλώς κυοφορείται; Η ερώτηση δεν έχει μόνον θεωρητική,  έχει και βαθιά οικονομική, μην πω και προφανώς πολιτική σημασία.

Όποιος βρει την απάντηση θα βρει τους πρωταγωνιστές του επομένου οικονομικού κύκλου.  Οπως κι όποιος πιστέψει περισσότερο στις ιδέες του θα τις δει να ανθίζουν.

Όσο και εάν τωρα ακούγονται περίεργες ή ολοκληρωτικώς ηττημένες.
 

Facebook Comments