Όταν ο Μαρκ Τουέιν επέστρεψε στη Νέα Υόρκη μετά από απουσία εννέα ετών εντόπισε σημαντική ηθική βελτίωση στην πόλη. «Ορισμένοι νομίζουν ότι έγινε επειδή έλειπα» είπε γελώντας. «Οι πιο έξυπνοι όμως, πιστεύουν ότι έγινε επειδή επέστρεψα».

Τον τελευταίο μήνα επέστρεψα στη Νέα Υόρκη μετά από απουσία τεσσάρων ετών. Δεν είμαι βέβαιος εάν βλέπω κάποια ηθική βελτίωση, αλλά σίγουρα υπάρχει υλική. Τα τέσσερα χρόνια που έλειπα, ο S&P 500 ενισχύθηκε κατά 87%. Η απουσία των συνήθως απαισιόδοξων σχολίων μου κατά τον τελευταίο μήνα δεν επηρέασε τα χρηματιστήρια.

Στα τέλη Αυγούστου, ο S&P 500 πέρασε το φράγμα των 2000 μονάδων για πρώτη φορά.

Τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων μπορεί να ασχολούνται με τους πολέμους στη Μέση Ανατολή και την ανατολική Ευρώπη και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να σηματοδότησε την απόγνωσή της για την οικονομία της ευρωζώνης ανακοινώνοντας νέες μειώσεις επιτοκίων, αλλά το κλίμα εμπιστοσύνης στις ΗΠΑ παραμένει ανέπαφο. Επιβίωσε ακόμη και τα στοιχεία για την απασχόληση του Αυγούστου, που απογοήτευσαν άπαντες δείχνοντας ότι η αμερικανική οικονομία δεν κατάφερε να δημιουργήσει τουλάχιστον 200.000 νέες θέσεις εργασίας για πρώτη φορά μέσα σε 7 μήνες.

Όλα αυτά είναι περίεργα. Τα νέα χρηματιστηριακά ρεκόρ έπιασαν εξ απήνης ακόμη και τους πιο αισιόδοξους σχολιαστές, αλλά δεν συνοδεύθηκαν με ανησυχία για υπερθέρμανση και με φόβο για άμεση διόρθωση. Τέτοιες συζητήσεις επικρατούσαν στις αρχές της χρονιάς. Αντιθέτως, διατυπώνονται νέες επιχειρηματολογίες και πιο αισιόδοξες προβλέψεις όπως εκείνη της Morgan Stanley η οποία εκτιμά ότι ο S&P θα μπορούσε να αγγίξει τις 3.000 μέσα σε πέντε χρόνια. Η Wall Street ανακαλύπτει μία νέα θεωρία αισιοδοξίας.

Μέχρι πρότινος, η βασική ανησυχία όλων ήταν πως η ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας θα μπορούσε να αναγκάσει τη Fed να δώσει ένα τέλος στο πάρτι. Η ποσοτική χαλάρωση – η αγορά ομολόγων ώστε να οδηγηθούν σε χαμηλότερα επίπεδα οι αποδόσεις και να παρακινηθούν οι επενδυτές να τοποθετηθούν σε πιο ριψοκίνδυνες επενδύσεις– όλη αυτή τη χρονιά μειώνεται και εκτιμάται πως θα τερματιστεί τον επόμενο μήνα. Μόλις τον προηγούμενο χρόνο, η προοπτική τερματισμού της ποσοτικής χαλάρωσης είχε προκαλέσει έντονη αναστάτωση στις αγορές.

Από την στιγμή που το tapering ξεκίνησε όμως, η χρηματιστηριακή αγορά ανέβασε ταχύτητα. Το επιχείρημα ήταν πως το μείζον θέμα δεν είναι η ποσοτική χαλάρωση, αλλά πότε θα προχωρήσει η Fed σε αύξηση επιτοκίων. Με άλλα λόγια, η στιγμή της κρίσης θα είναι πολύ μετά τον τερματισμό της ποσοτικής χαλάρωσης.

Ακόμη και η αύξηση των επιτοκίων όμως, μπορεί να μην επηρεάσει τις αγορές. Η ιστορία δείχνει πως τα χρηματιστήρια συνεχίζουν να κινούνται ανοδικά στην αρχή της περιόδου αύξησης επιτοκίων. Όπως επισημαίνει και η Goldman Sachs, τα χρηματιστήρια ενισχύθηκαν αμέσως μετά την πρώτη αύξηση επιτοκίων στις περιόδους σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής το 1994, το 1999 και το 2004. Σε καμία από αυτές τις περιπτώσεις δεν είχε προηγηθεί χρηματοοικονομική κρίση ούτε τα ακραία χαμηλά επιτόκια που έχουμε σήμερα. Για ορισμένους, αυτή η εξέλιξη είναι καθησυχαστική.

Ψάχνοντας ακόμη πιο βαθιά στην ιστορία για μία συγκρίσιμη περίοδο, η Absolute Strategy Research αναφέρει τη δεκαετία του 1950, όταν ο τερματισμός της οικονομικής ύφεσης, συνέβαλε στην χρηματοδότηση του πολέμου με τις πολύ χαμηλές αποδόσεις ομολόγων. Σε αυτό το περιβάλλον, η σταθερή αύξηση των επιτοκίων συνέπεσε με την αρχή μίας ιστορικής περιόδου ανόδου των αγορών.

Οι επικριτές μπορεί να επισημάνουν ότι σε αυτή την περίοδο υπήρχε παράλληλα, η μεταπολεμική αναγέννηση της Ιαπωνίας και της Γερμανίας και ένα τεράστιο δημογραφικό πλεονέκτημα για τις αγορές – συνθήκες που δεν υπάρχουν σήμερα. Παρόλα αυτά, το προηγούμενο υπάρχει και ενθαρρύνει αρκετούς.

Ως προς την οικονομία, καθώς αναπτύσσεται η αμερικανική οικονομία, αυξάνονται και οι ελπίδες ότι η αναπτυξιακή πορεία θα κρατήσει περισσότερο. Η Morgan Stanley υποστηρίζει ότι o S&P 500 μπορεί να φτάσει τις 3.000 μονάδες εάν η οικονομική επέκταση διαρκέσει ακόμη μία πενταετία. Έχει ήδη διαρκέσει περισσότερο από το μεταπολεμικό μέσο όρο. Η Morgan Stanley όμως, επισημαίνει ότι η καταναλωτική εμπιστοσύνη μόλις αρχίζει να ανακάμπτει με τα νοικοκυριά μόλις να αποπληρώνουν τα χρέη τους. Σε αυτή τη βάση, ενδεχομένως να υπάρχει περιθώριο για μία ακόμη πενταετία ανάπτυξης προτού γυρίσει ο κύκλος.

Η πιο θετική είδηση ωστόσο, ενδεχομένως να είναι ο τρόπος σκέψης των επενδυτών. Η αγορά αυτή δεν έχει ακόμη αγαπηθεί. Οι ειδικοί και οι αναλυτές μπορεί να βρίσκουν λόγους ελπίδας και τα οικονομικά στοιχεία μπορεί να δείχνουν σαφή – αν και αργή – βελτίωση, αλλά σίγουρα δεν υπάρχει το κλίμα ενθουσιασμού που είχε χαρακτηρίσει τη δεκαετία του 1990. Στη Main Street [στην “πραγματική” εμπορική αγορά] υπάρχει ακόμη απογοήτευση για την βραδυκίνητη οικονομία, ενώ παραμένει βαθιά η δυσπιστία για τις χρηματιστηριακές αγορές και για όσους πλασάρουν επενδύσεις στα χρηματιστήρια.

Αυτό όμως, είναι θετική είδηση για τους ταύρους. Συνήθως, η ανοδική περίοδος των αγορών δεν τελειώνει μέχρις ότου εξαφανιστούν όλες οι αμφιβολίες. Μπορεί πράγματι να υπάρχει ύβρις στη Wall Street, αλλά το βασικό σημείο είναι πως ακόμη η Main Street δεν έχει μπει στα χρηματιστήρια.

Μέχρις ότου έρθει η αληθινή στιγμή της κρίσης, όταν η Fed θα προχωρήσει σε πραγματική σύσφιξη πολιτικής και δοκιμαστούν πραγματικά τα θεμέλια της χρηματιστηριακής αγοράς, η Wall Street μπορεί να συνεχίσει να κάνει αισιόδοξες προβλέψεις.

Για να παραφράσω τον Τουέιν, οι φήμες για το θάνατο των ταύρων μπορεί να μην είναι υπερβολικές, αλλά σίγουρα ήταν πρώιμες.

ΠΗΓΗ: FT.com

 

 

Facebook Comments