Η πολιτική ανεξαρτησία της Σκοτίας με διατήρηση της στερλίνας ως εθνικού νομίσματος είναι συνταγή καταστροφής, προειδοποιεί ο νομπελίστας οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν.

Την επόμενη εβδομάδα η Σκοτία θα διενεργήσει δημοψήφισμα για το αν θα ανεξαρτητοποιηθεί από το Ηνωμένο Βασίλειο. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις τους τελευταίος μήνες έχει ενισχυθεί σημαντικά το ποσοστό όσων είναι υπέρ του «ναι» και φαίνεται ότι το αποτέλεσμα θα κριθεί στο νήμα.

Όπως τονίζει ο κ. Κρούγκμαν η ανατροπή στις δημοσκοπήσεις επιτεύχθηκε σε μεγάλο βαθμό γιατί όσοι τάσσονται υπέρ της ανεξαρτησίας κατάφεραν να περιορίσουν τους φόβους για τους οικονομικούς κινδύνους.

«Λοιπόν έχω ένα μήνυμα για τους Σκοτσέζους: Να φοβάστε, να φοβάστε πολύ» γράφει ο κ. Κρούγκμαν. «Οι κίνδυνοι από την ανεξαρτησία είναι τεράστιοι. Μπορεί να νομίζετε ότι η Σκοτία θα γίνει ένας νέος Καναδάς, αλλά είναι πολύ πιθανό να γίνει μια Ισπανία χωρίς τον ήλιο» υπογραμμίζει.

Σύμφωνα με τον ίδιο, εκ πρώτης όψεως μια σύγκριση της Σκοτίας με τον Καναδά φαίνεται αρκετά εύλογη. Ο Καναδάς, όπως και η Σκοτία είναι μια σχετικά μικρή οικονομία, η οποία πραγματοποιεί το μεγαλύτερο μέρος των εμπορικών της συναλλαγών με τον μεγαλύτερο γείτονα της. Επίσης όπως και η Σκοτία, ο Καναδάς κινείται πολιτικά πιο αριστερά από τον γείτονα του.

«Και αυτό που δείχνει το παράδειγμα του Καναδά είναι πως κάτι τέτοιο μπορεί να πετύχει» προσθέτει ο κ. Κρούγκμαν. «Ο Καναδάς είναι μια εύπορη, οικονομικά σταθερή χώρα και έχει επιδιώξει με επιτυχία πολιτικές πιο αριστερές από αυτές στα νότια των συνόρων του» επισημαίνει. Ο ίδιος αναγνωρίζει ότι ο Καναδάς πληρώνει ένα τίμημα για την ανεξαρτησία αυτή, καθώς η παραγωγικότητα των εργαζομένων αντιστοιχεί περίπου στα ¾ αυτής των ΗΠΑ, αλλά σε γενικές γραμμές η οικονομία της χώρας δεν έχει προβλήματα.

Ωστόσο, τονίζει ο κ. Κρούγκμαν, ο Καναδάς έχει το δικό του νόμισμα, κάτι που σημαίνει πως η κεντρική τράπεζα μπορεί να τυπώσει χρήμα και η κυβέρνηση έχει την επιλογή να διασώσει τις τράπεζες της αν χρειαστεί.

«Μια ανεξάρτητη Σκοτία δεν μπορεί να το κάνει κάτι τέτοιο. Και αυτό κάνει όλη τη διαφορά» υπογραμμίζει.
Το σκοτσέζικο κίνημα ανεξαρτησίας έχει ξεκαθαρίσει ότι επιδιώκει να κρατήσει την στερλίνα ως εθνικό νόμισμα και ο συνδυασμός της πολιτικής ανεξαρτησίας με ένα κοινό νόμισμα είναι μια συνταγή καταστροφής, προειδοποιεί ο νομπελίστας οικονομολόγος.

Όπως υποστηρίζει αυτό δείχνει η περίπτωση της Ισπανίας μετά την κρίση. «Αν η Ισπανία και οι άλλες χώρες που εγκατέλειψαν τα εθνικά τους νομίσματα για να υιοθετήσουν το ευρώ αποτελούσαν μέρος ενός πραγματικά ομοσπονδιακού συστήματος, η πρόσφατη οικονομική ιστορία της Ισπανίας θα έμοιαζε με αυτήν της Φλόριντα των ΗΠΑ. Και οι δύο οικονομίες αντιμετώπισαν μια τεράστια ανάπτυξη στο real estate μεταξύ 2000 και 2007, η οποία αποδείχτηκε μια μεγαλειώδη φούσκα. Και οι δύο γνώρισαν μεγάλη οικονομική κάμψη μετά το σκάσιμο της φούσκας. Και στις δύο περιοχές η κάμψη οδήγησε σε βουτιά στα έσοδα από φόρους και άλμα στις δαπάνες για ανεργία και άλλες κοινωνικές παροχές» γράφει ο ίδιος.

Από το σημείο εκείνο ωστόσο οι δύο περιοχές ακολούθησαν διαφορετική πορεία, επισημαίνει ο κ. Kρούγκμαν. Στην περίπτωση της Φλόριντα, το μεγαλύτερο μέρος του δημοσιονομικού βάρος δεν έπεσε στην τοπική κυβέρνηση αλλά στην Ουάσινγκτον, όπως και η αυξημένη βοήθεια προς τους ανέργους. Υπήρξαν μεγάλες απώλειες στα τραπεζικά δάνεια και πολλές από τις τράπεζες κατέρρευσαν, αλλά το μεγαλύτερο μέρος των απωλειών καλύφθηκε από τις ομοσπονδιακές υπηρεσίες. Η Ισπανία αντίθετα, ανέλαβε όλο το κόστος της στεγαστικής φούσκας. Το αποτέλεσμα ήταν μια οικονομική κρίση που οδήγησε σε φόβους για τραπεζική κρίση, την οποία η ισπανική κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να διαχειριστεί γιατί δεν θα είχε στην κυριολεξία τα χρήματα.

Σύμφωνα με τον ίδιο, οι εξελίξεις στην Ευρώπη από το 2009 και έπειτα δείχνουν πως ένα κοινό νόμισμα χωρίς μια κοινή κυβέρνηση είναι κάτι πολύ επικίνδυνο. Με οικονομικούς όρους, η δημοσιονομική και τραπεζική ένωση αποτελούν απαραίτητα συστατικά μιας βέλτιστης οικονομικής περιοχής και μια ανεξάρτητη Σκοτία που θα χρησιμοποιεί την στερλίνα της Βρετανίας θα είναι σε χειρότερη θέση από τις χώρες της ευρωζώνης, οι οποίες τουλάχιστον έχουν κάποιο λόγο στις αποφάσεις της ΕΚΤ, καταλήγει ο κ. Κρούγκμαν

Facebook Comments