Η οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδας ανακάμπτει αν και αργά, ωθούμενη από ένα θετικό οικονομικό περιβάλλον και την ανανεωμένη εμπιστοσύνη λόγω της προόδου που σημειώνεται στο πρόγραμμα και τις προοπτικές ολοκλήρωσής του, σημειώνει η BNP Partibas σε νέο της report για τις προοπτικές των χωρών της ευρωζώνης το β τρίμηνο. 

Το τέλος του τούνελ;

Δέκα χρόνια μετά την έναρξη της κρίσης, η δραστηριότητα τελικά φαίνεται να βρίσκεται στο χείλος της απογείωσης, σύμφωνα με την BNP Paribas. Από το 2008 έως το 2013, η Ελλάδα υπέστη έξι χρόνια τεράστιας ύφεσης (κατά μέσο όρο -5% ετησίως) και στη συνέχεια το 2014 η ανάκαμψη δεν μπόρεσε να αντέξει τους φόβους σχετικά με την νέα κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και της ανοικτής σύγκρουσης με τους Ευρωπαίους πιστωτές και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Μετά από δύο χρόνια στασιμότητας το 2015 και το 2016, η δραστηριότητα άρχισε τελικά να ανακάμπτει πάλι το 2017 και η Ελλάδα σημείωσε για τέσσερα συνεχόμενα τρίμηνα θετική ανάπτυξη για πρώτη φορά σε 11 χρόνια.

Συνολικά, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο 1,3% το 2017, με την ανάκαμψη των εξαγωγών (+ 6,9%) και των επενδύσεων (+ 10,2%). Φέτος, ο τουρισμός και οι εξαγωγές αγαθών είναι πιθανό να παραμείνουν οι κύριοι συντελεστές της ανάπτυξης, σύμφωνα με την τράπεζα. Παρόλο που εξακολουθεί να είναι υποτονική, η κατανάλωση των νοικοκυριών θα αυξηθεί, λόγω της ανάκαμψης της απασχόλησης, εξηγεί. Περισσότεροι από 100.000 νέες θέσεις εργασίας δημιουργήθηκαν το 2017, με αποτέλεσμα η ανεργία να μειωθεί κατά περισσότερο από 2,5 ποσοστιαίες μονάδες και στο 20,8% το Νοέμβριο του 2017. Το εισόδημα και η κατανάλωση θα μπορούσαν επίσης να ωφεληθούν από τη βελτίωση των δημόσιων οικονομικών. Τέλος, οι επενδύσεις, οι οποίες είχαν καταρρεύσει  από την έναρξη της κρίσης (-66% σε σχέση με τις αρχές του 2008), θα συνεχίσουν να ανακάμπτουν, λόγω των βελτιωμένων προοπτικών ανάπτυξης και του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων, το οποίο αναμένεται να φέρει 2 δισ. ευρώ το 2018.

Ενώ η χώρα σαφώς επωφελείται από ευνοϊκό διεθνές οικονομικό περιβάλλον (η ευρωζώνη έχει σημειώσει τα υψηλότερα ποσοστά ανάπτυξης από την κρίση), η κύρια ώθηση προήλθε από εγχώριους παράγοντες, κατά την άποψη της BNP Paribas. Πρώτα απ όλα, στο δημοσιονομικό μέτωπο. Το 2016, το πλεόνασμα ξεπέρασε το 3,5% του ΑΕΠ και το 2017 πιθανόν να άγγιξε το 2,5% του ΑΕΠ, σύμφωνα με ευρωπαϊκές αρχές. Η άλλη ώθηση προήλθε από την ευρεία βελτίωση της εμπιστοσύνης μόλις κατέστη σαφές ότι το πρόγραμμα σημειώνει πρόοδο και οδεύει στην ολοκλήρωσή του.  Ατή η ανανεωμένη εμπιστοσύνη επεκτάθηκε σε όλη την οικονομία – νοικοκυριά, επιχειρήσεις και επενδυτές – και σταδιακά κερδίζει έδαφος.

Εάν το οικονομικό και χρηματοπιστωτικό περιβάλλον παραμείνει ευνοϊκό και η ελληνική οικονομική πολιτική δεν εκτροχιαστεί μετά το πρόγραμμα, η ανάπτυξη θα μπορούσε να αγγίξει το 2,0% – 2,5% ετησίως το 2018 και το 2019, σύμφωνα με την BNP. Η αβεβαιότητα είναι μεγαλύτερη μεσοπρόθεσμα, μέχρι να καταστεί σαφές σε ποιο βαθμό οι μεταρρυθμίσεις της δημόσιας διοίκησης και των αγορών αγαθών και υπηρεσιών που εφαρμόστηκαν τα τελευταία χρόνια, και το πρόγραμμα ιδιωτικοποίησης που βρίσκεται σε εξέλιξη, ενίσχυσαν τη δυνητική ανάπτυξη της χώρας. Ωστόσο, ταυτόχρονα, η οικονομική ύφεση κατέστρεψε τις παραγωγικές ικανότητες και απέκλεισε τους ανθρώπους από την αγορά εργασίας σε μόνιμη βάση. Το ζήτημα της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης είναι ζωτικής σημασίας, τόσο όσον αφορά τη σταθερότητα των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων όσο και την αξιολόγηση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους.

Η… ζωή χωρίς πρόγραμμα;

Προκειμένου να προετοιμαστεί για την “επόμενη ημέρα” η ελληνική κυβέρνηση έχει επιστρέψει αργά στις κεφαλαιαγορές, με δύο εκδόσεις το δεύτερο εξάμηνο του 2017 και μία το Φεβρουάριο του 2018. Οι ενέργειες αυτές πραγματοποιήθηκαν σε ευνοϊκές συνθήκες, όπως φαίνεται από την πτώση των αποδόσεων των 10ετών ομόλογων κάτω από το 6% στα μέσα του 2017 και κάτω από το 4,2% στο τέλος του έτους. Προκειμένου να εξασφαλιστεί αυτή η επιστροφή στις αγορές, οι αρχές δημιουργούν ένα προσωρινό cash buffer με στόχος την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών για τουλάχιστον ένα έτος.

Αν και οι οίκοι αξιολόγησης έχουν αρχίσει να αυξάνουν τις αξιολογήσεις τους τους τελευταίους μήνες, τα ελληνικά ομόλογα παραμένουν κάτω από τον επενδυτικό βαθμό κι έτσι είναι επιλέξιμα μόνο για την κλασική αναχρηματοδότηση της ΕΚΤ με βάση το waiver, η οποία θα λήξει μόλις ολοκληρωθεί το ευρωπαϊκό πρόγραμμα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο διοικητής της ΤτΕ τάσσεται υπέρ ενός ευρωπαϊκού προληπτικού προγράμματος στήριξης όταν λήξει το τρέχον bailout, τονίζει η BNP Paribas. Εκτός από την παροχή προληπτικής γραμμής πίστωσης για την υποστήριξη της επιστροφής της Ελλάδας στις κεφαλαιαγορές, ένα νέο πρόγραμμα στήριξης θα διατηρούσε επίσης το waiver της ΕΚΤ.  Αλλά για την κυβέρνηση Τσίπρα, το συμβολικό και πολιτικό κόστος της διατήρησης της χώρας σε πρόγραμμα φαίνεται να είναι πολύ υψηλό, αν και θα συνοδευόταν από περιορισμένη εποπτεία. Έτσι, αν οι οικονομικοί συνθήκες το επιτρέψουν, η ελληνική κυβέρνηση στοχεύει σε  μία  “καθαρή έξοδο” αυτό το καλοκαίρι, ειδικά την στιγμή που οι Ευρωπαίοι πιστωτές φαίνονται επίσης θετική σε αυτή την λύση.

Δημόσιο χρέος: χρειάζεται περαιτέρω (ευρωπαϊκή) προσπάθεια

Το ελληνικό δημόσιο χρέος ανερχόταν στα 328 δισ. ευρώ στο τέλος του 2017 με πολύ μεγάλο μέρος του να είναι ευρωπαϊκά δάνεια (διμερή δάνεια, EFSF, ESM) με διάρκεια μέχρι το 2060, και μέση διάρκεια μεγαλύτερη των 18 ετών και μέσο επιτόκιο 1,8%. Οι προηγούμενες αναδιαρθρώσεις αυτού του χρέους μείωσαν τις αναμενόμενες βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες χρηματοδοτικές ανάγκες και άνοιξαν το δρόμο για την επιστροφή της χώρας στις αγορές, σημειώνει η τράπεζα.

Μακροπρόθεσμα, ωστόσο, αυτό το χρέος πρόκειται να αντικατασταθεί από εμπορεύσιμο χρέος. Επομένως, το ζήτημα είναι να πεισθούν οι επενδυτές αυτή τη στιγμή ότι αυτή η μετάβαση θα οδηγήσει σε διαχειρίσιμες χρηματοδοτικές ανάγκες, δεδομένης της οικονομικής ανάκαμψης της χώρας. Προκειμένου να ενισχυθεί η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, οι Ευρωπαίοι πιστωτές συζητούν επί του παρόντος περαιτέρω αναδιαρθρώσεις που θα μπορούσαν να συνδέσουν τις αποπληρωμές δανείων με την οικονομική απόδοση της χώρας. Πόσο μεγάλη θα είναι αυτή η προσπάθεια; Σύμφωνα με την αισιόδοξη άποψη, η απάντηση θα μπορούσε να δοθεί πριν από το καλοκαίρι, αλλά όπως συμβαίνει συχνά με την Ελλάδα, μια συμφωνία θα ήταν δύσκολο να επιτευχθεί τόσο νωρίς.

Ελευθερία Κούρταλη

Facebook Comments