Σαμαράς, Κουβέλης, Τζήμερος και Θεοδωράκης
Σαμαράς, Κουβέλης, Τζήμερος και Θεοδωράκης
Σαμαράς, Κουβέλης, Τζήμερος και Θεοδωράκης
Eσχάτως η έρευνα σε αυτόν τον τομέα καθίσταται πολύ αποτελεσματικότερη, γιατί η εμφάνιση και διάδοση των ψηφιακών κοινωνικών δικτύων (digital social networks) τα τελευταία δέκα χρόνια επιτρέπουν τη συστηματική μελέτη των κοινωνικών φαινομένων με τη βοήθεια των μαθηματικών και της πληροφορικής. Πλέον μπορούμε να μετράμε τη μηχανική της αλληλεπίδρασης ανθρώπων σε μια κοινότητα. Πώς ρέουν οι απόψεις μεταξύ των μελών της; Το κοινωνικό δίκτυο συγκλίνει σε κάποια άποψη ή ζει με τις αντιφάσεις του; Οδηγείται στην «αλήθεια» (π.χ. συλλογικά ωφέλιμες αποφάσεις) ή σε «πλάνη» (αυτοκαταστροφικές επιλογές); Τι καθορίζει το αποτέλεσμα;
Είχα την τύχη και την τιμή να παρακολουθήσω πρόσφατα σειρά από διαλέξεις του καθηγητή Γ. Γιαγλή (www.giaglis.eu) στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών γύρω από την εφαρμογή αναλυτικών μεθόδων στα κοινωνικά δίκτυα. Ο κος Γιαγλής παρουσίασε μαθηματική τεκμηρίωση για ορισμένα εξαιρετικά ενδιαφέροντα φαινόμενα στις ψηφιακές κοινότητες.
Σχετίζονται αυτά τα φαινόμενα με τα προβλήματα της χώρας μας; Γιατί διαχρονικά δεν έχουμε αποτελεσματική διακυβέρνηση; Γιατί ούτε ο Σαμαράς τα κατάφερε να μας βγάλει από το αδιέξοδο; Δεν ήθελε; Δεν μπορούσε; Μήπως είναι εξαρχής λάθος το ερώτημα;
Γιατί ο Κουβέλης και η ΔΗΜΑΡ οδηγούνται σε εξαφάνιση; Φταίνε οι κρίσιμες λάθος επιλογές; Οι κακές συγκυρίες; Ή μήπως η δομή αυτής της κοινότητας ήταν εξαρχής θνησιγενής;
Τι εμποδίζει τον «ΣΥΡΙΖΑ» και τον Αλέξη Τσίπρα να ξεπεράσουν τους συλλογικούς τους μύθους; Μπορεί η επικοινωνιακή προσπάθεια τους για εικόνα πολιτικού ρεαλισμού να συνοδευτεί και από ανάλογη αναδιαμόρφωση της πολιτικής τους πρότασης;
Γιατί η «Δημιουργία, ξανά!» και ο Θάνος Τζήμερος δεν πέτυχαν; Πώς η πλέον υποσχόμενη πολιτική κίνηση του ’12 από τη viral σαγήνη της «πολιτικής χωρίς πολιτικούς» κατάφερε να απομονωθεί και να δαιμονοποιηθεί και πλέον αδυνατεί να «σηκώσει κεφάλι» παρά την μεγάλη αναγνωρισιμότητα του Ιδρυτή και Προέδρου της;
Μπορεί «το Ποτάμι» να κάνει τη διαφορά; Υπάρχουν οι προϋποθέσεις ώστε να κληρονομήσει μόνο τα καλά της «Δημιουργίας, ξανά!» αποφεύγοντας τα λάθη της; Αρκούν οι διαφορές μεταξύ Τζήμερου και Θεοδωράκη ή των άμεσων συνεργατών τους για να διαμορφώσουν μια εντελώς άλλη μεσομακροπόθεσμη προοπτική για τη χώρα;
Γιατί ο Καμμένος και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες συρρικνώνονται; Τι κοινό έχουν με αρκετούς από τους παραπάνω; Πώς εξηγείται το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής;
Είπε κάτι για όλα τα παραπάνω ο κος Γιαγλής στις διαλέξεις του; Κατηγορηματικά όχι. Δεν αναφέρθηκε καθόλου στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα, ωστόσο αισθάνομαι πως τα συμπεράσματα των αναλύσεών του επεκτείνονται περίπου αυτούσια και στις μη ψηφιακές κοινότητες. Είμαι πεπεισμένος ότι τουλάχιστον εμείς οι Έλληνες είναι επιτακτικό να αναγνωρίσουμε κάποια φαινόμενα ώστε να αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνουμε το μέλλον της κοινωνίας μας.
Παραθέτω λοιπόν εδώ μερικά από τα κύρια ευρήματα και πώς αυτά σχετίζονται με τα κοινωνικά μας αδιέξοδα, στη χώρα αλλά και τις μικρότερες κοινότητές μας. Παρουσιάζω επιγραμματικά ορισμένες μηχανικές των ψηφιακών κοινοτήτων που πρέπει να μας προβληματίσουν. Ακριβώς μετά την παράθεση των ευρημάτων, επιχειρώ να τα συνδέσω με αυτά που βιώνουμε.
Τα κοινωνικά φαινόμενα
Κάθε κοινωνική ομάδα διαθέτει ένα πολύ ισχυρό όπλο, αυτό της συλλογικής ευφυίας. Μπορεί κανένα από τα μέλη της να μην κατέχει τη πλήρη και ακριβή αλήθεια, ωστόσο η ανοιχτή αλληλεπίδραση μεταξύ ικανού αριθμού μελών μιας κοινότητας για εύλογο χρονικό διάστημα αποδεικνύεται μαθηματικά ότι υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις οδηγεί στη σύγκλιση της πλειονότητας των μελών της κοινότητας στην «αλήθεια», όπως την ορίσαμε πιο πάνω.
Όταν υπάρχει έλλειψη πληροφορίας αναπτύσσονται σχετικά εύκολα φαινόμενα αγέλης. Όταν ένα μέλος μιας κοινότητας με σχετικά σημαντική επιρροή κάνει πρώτο μια επιλογή (π.χ. διατύπωση θέσης, διασπορά είδησης κλπ.) – ακόμα και συμπτωματικά – είναι πιθανό να συμπαρασύρει στην ίδια κατεύθυνση μεγάλο αριθμό από μέλη της που δεν έχουν πλήρη επαρκή πληροφόρηση / γνώση επί του αντικειμένου. Πολύ γρήγορα η ενδεχομένως λανθασμένη θέση του θεωρείται κοινός τόπος της κοινότητας.
Όμως το «κοπάδι» είναι έρμαιο επόμενων ερεθισμάτων. Η συλλογική άποψή του για τα πράγματα δεν έχει στέρεες βάσεις. Όσο εύκολα και συμπτωματικά μπορεί να δημιουργηθεί η μια τάση, μπορεί να ανατραπεί από μια αντίθετη, συμπαρασύροντας εκ νέου σε εντελώς άλλη πορεία. Ο ίδιος άνθρωπος ή και άλλος με ανάλογη επιρροή / αποδοχή (credibility) είναι δυνατόν να παρασύρει σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση κάποια στιγμή, οδηγώντας το κοπάδι αλλού. Κάπως έτσι μπορείτε να συλλάβετε τον εαυτό σας σε δυο διαφορετικές στιγμές να επικροτεί (π.χ. με Like) δυο κατά βάθος ασύμβατες μεταξύ τους θέσεις. Είναι μάλλον βέβαιο ότι και στις 2 περιπτώσεις το έλλειμμα πληροφόρησης έχει παίξει το ρόλο του.
Η σύνθεση / συναίνεση είναι εξαιρετικά πιθανή σε κοινωνίες ανοιχτές και πολλαπλά διασυνδεδεμένες, δηλαδή αυτές στις οποίες δυνητικά όλοι επικοινωνούν με όλους και υπάρχει ομαλή αλληλεπίδραση με το εξωτερικό περιβάλλον. Αντίθετα, σε κοινωνίες κατακερματισμένες και κλειστές σε επί μέρους ομάδες, π.χ. με ταμπού, στις οποίες ενοχοποιούνται απόψεις ή αξιολογούνται με κύριο κριτήριο το αν προέρχονται από «δικό μας» ή «των άλλων» είναι πολύ πιο απίθανο να οδηγηθούμε σε κοινό τόπο. Κάθε νησίδα (κοινότητα εντός της ευρύτερης κοινωνίας) θα κρατάει τη δική της «αλήθεια» και μεταξύ τους δεν θα μπορέσουν μάλλον ποτέ να συμφωνήσουν ούτε για τα στοιχειώδη.
Αν ξεπεράσουμε το εμπόδιο του κατακερματισμού, από τι εξαρτάται το πόσο γρήγορα μια κοινότητα θα συγκλίνει προς την αλήθεια;
Σίγουρα αν οι αρχικές απόψεις των μελών μιας κοινότητας διαφέρουν σημαντικά, ο αναγκαίος χρόνος σύγκλισης είναι περισσότερος. Όμως θα υπάρξει τελικά σύγκλιση, έστω με καθυστέρηση;
Αυτό εξαρτάται από το πόσο ανοιχτοί είμαστε ο καθένας ξεχωριστά. Πόση διάθεση έχουμε να επανεξετάσουμε τις απόψεις μας; Πόσο ανοιχτοί είμαστε να ξαναδούμε μήπως κάπου έχουμε λάθος ή ατελή άποψη; Αν θέλετε, πόσο ξεροκέφαλοι ή εγωιστές είμαστε; Επειδή κάποια στιγμή τοποθετηθήκαμε με κάποιον συγκεκριμένο τρόπο, είμαστε διατεθειμένοι να το επανεξετάσουμε και ενδεχομένως να αναδιπλωθούμε;
Αυτά θα κρίνουν το πόσο γρήγορα θα οδηγηθούμε σε σύνθεση και συναίνεση προς την αλήθεια. Ο βαθμός ανοιχτής αντίληψης ή αλλιώς μη δογματισμού μας είναι αποφασιστικός παράγοντας. Αν π.χ. ο καθένας μας θεωρεί εκ προοιμίου τον εαυτό του τον εξυπνότερο και καλύτερα πληροφορημένο από τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας είναι πιθανό να θεωρεί ότι οι απόψεις των άλλων έχουν μηδαμινή αξία σε σχέση με τη δική του. Σε μια τέτοια κοινωνία προφανώς η επικοινωνία δεν οδηγεί σε πρόοδο. Είναι μια κοινωνία παράλληλων μονολόγων. Κρίσιμα μέλη της κοινότητας εμμένουν στις απόψεις τους και η σύγκλιση προς την αλήθεια παραμένει απατηλό όνειρο.
Σε μια κοινότητα με σοφία, είμαστε διατεθειμένοι να ακούσουμε όλα τα μέλη της. Αναγνωρίζουμε ότι κάθε άποψη δυνητικά μπορεί να εισφέρει κάτι στη συζήτηση και δεν κατεβάζουμε «ρολά» μόλις το λόγο παίρνει ο … ιδεολογικός μας αντίπαλος ή ακόμα το μέλος της «αντίπαλης» ομάδας. Η εμπιστοσύνη προς κάθε μέλος της ομάδας ως προς την ειλικρινή του διάθεση να συνεισφέρει στη σύνθεση απόψεων μεταφράζεται σε συλλογική σοφία, ακριβώς όπως ο κατακερματισμός οδηγεί σε συλλογικό … αυτισμό. Ακόμα κι αν τμήμα των μελών μιας ομάδας δεν έχει ειλικρινή διάθεση να συνεισφέρει, ο μη αποκλεισμός της έκφρασής του έχει ευεργετικές συνέπειες στην ομάδα.
Όσο λοιπόν εξετάζουμε κάθε άποψη για αυτό του εκφράζει και μόνο κι όχι για την ιδεολογία ή την ομάδα από την οποία πηγάζει, τότε κατακτούμε και τη συλλογική σοφία. Δύσκολη προσέγγιση, αλλά τεκμαίρεται ως συλλογικά ωφέλιμη.
Σε κοινότητες που δεν υπάρχει υπερβολική προσήλωση σε κάποιο ηγέτη, ο νόμος των πιθανοτήτων οδηγεί την κοινή γνώμη προς τη σύγκλιση (συναίνεση) σε συλλογικά ωφέλιμη για αυτήν θέση. Αντίθετα, σε κοινότητες που χαρακτηρίζονται από ολιγάριθμα πρόσωπα με υπερβολική επιρροή (overly influential agent), πρόσωπα γύρω από τα οποία οι υπόλοιποι συχνά προσδιορίζονται ως θετικά διακείμενοι ή πολέμιοί τους, το «παιχνίδι» είναι μάλλον χαμένο.
Τόσο ο Μεσσιανισμός όσο και η δαιμονοποίηση οδηγεί στον εγκλωβισμό των μελών της ομάδας στον ετεροπροσδιορισμό σε σχέση με τα πρόσωπα κλειδιά. Οι οπαδοί μένουν προσηλωμένοι στον ηγέτη και ταυτίζονται με τις απόψεις του ακόμα κι όταν εμφανώς κάνει λάθος. Αντίθετα οι πολέμιοί του δεν ακούν ούτε τα σωστά που μπορεί αυτός να εκφράζει. Ακόμα χειρότερα, οι σωστές προτάσεις του ακυρώνονται και ενοχοποιούνται επειδή εκφράστηκαν από αυτόν. Κάπως έτσι «καίγονται» εξαιρετικές προτάσεις μόνο επειδή έτυχε να διατυπωθούν δημόσια από τον λάθος άνθρωπο.
Σε αυτές τις συνθήκες η ανάγνωση της πραγματικότητας του ενός κυριαρχεί για κάθε επί μέρους ομάδα, γύρω από τον παράγοντα με τη μεγάλη επιρροή εντός αυτής. Αν τύχει να είναι σωστή η άποψη του ενός, τότε ίσως να υπάρχει αίσια εξέλιξη. Αν όμως τύχει να είναι ατελής ή εντελώς λάθος, η συλλογική ευφυία της ομάδας ακυρώνεται. Η κοινότητα καταδικάζεται συλλογικά επειδή ταυτίστηκε υπερβολικά με ένα πρόσωπο κλειδί, το οποίο δεν είχε την ουτοπική τύχη να κατέχει την πλήρη αλήθεια.
Αποδεικνύεται ότι το πρόβλημα που περιγράφεται στο (6) εντείνεται περισσότερο όταν αυτοί που επηρεάζονται από τον ηγέτη, δεν επηρεάζονται παράλληλα από άλλες ανεξάρτητες με αυτόν πηγές. Τεκμηριώνεται πως αν παρακολουθούμε μόνο συγκεκριμένες πηγές πληροφόρησης, π.χ. ένα πρόσωπο υψηλής επιρροής στην κοινότητά μας, τότε εξανεμίζεται η πιθανότητα να έχουμε κριτική στάση απέναντι του. Ακόμα κι αν σκεφτούμε ότι κάπου έκανε λάθος, μάλλον δεν θα το πούμε ούτε καν στον ίδιο. Δεν θα γίνουμε οι δυσάρεστοι. Θα σκεφτούμε πως έχει πει τόσα σωστά που δεν θα τον κακοκαρδίσουμε για τα ασύγκριτα λιγότερα λάθη του. Τα «δικαιούται». Έτσι τον αφήνουμε να κλιμακώνει τη επιρροή του στο μικρόκοσμο της ομάδας και ταυτόχρονα να απομονώνεται από την υπόλοιπη κοινωνία και να αυτόεγκλωβίζεται στο εκάστοτε λάθος του. Γινόμαστε άθελά μας οι χειρότεροι υπονομευτές τόσο του προσώπου όσο και αυτών που για εμάς το πρόσωπο πρεσβεύει.
Όσο μάλιστα η επιρροή των οπαδών εντός της κοινότητας αυξάνει, τα πράγματα επιδεινώνονται. Λειτουργούν πρακτικά ως ισχυροί ενισχυτές και επαναλήπτες του μηνύματος που εκπέμπει το πρόσωπο υψηλής επιρροής, προεκτείνοντάς την. Παρά την καλή τους πρόθεση ουσιαστικά δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο την σύγκλιση της κοινότητας στην αλήθεια καθώς ενισχύουν την εσωτερική μονοφωνία εις βάρος της πολυφωνίας. Και φυσικά το πρόβλημα δεν μπορεί να το λύσει ο ηγέτης, αλλά μόνο τα άτομα!
Το πρώτο φαινόμενο, αυτό της σύγκλισης μιας κοινότητας στην αλήθεια είναι παρήγορο. Αισθάνομαι μια ανακούφιση που αποδεικνύεται ότι μπορούμε να ελπίζουμε σε συναίνεση. Επιβεβαιώνεται ότι η δημοκρατία είναι το τελειότερο πολίτευμα. Μπορούμε να ελπίζουμε, αρκεί να μοχθούμε ώστε να υπάρχουν οι προϋποθέσεις που χρειάζεται να πληρούνται για να λειτουργεί.
Το φαινόμενο της αγέλης και του κατακερματισμού καθιστά ξεκάθαρη τη μεγάλη σημασία του δημόσιου διαλόγου και της πληροφόρησης. Αν σε ένα σοβαρό ζήτημα ο δημόσιος διάλογος είναι εκτενής, ενδελεχής και διεξοδικός, η πληροφορίες γύρω από το θέμα διαχέονται στην κοινωνία. Αν αντίθετα ο δημόσιος διάλογος είναι επιφανειακός, προσχηματικός και πρόχειρος, τα μέλη της κοινότητας επιλέγουν τη θέση τους κυρίως με κριτήρια κοπαδιού. Η δημοκρατία μετατρέπεται σε οχλοκρατία. Ο ρόλος των λειτουργών της πληροφόρησης είναι κρίσιμος. Όμως στην εποχή των ψηφιακών κοινωνικών δικτύων ευθύνη έχει και ο καθένας μας ξεχωριστά, καθώς πλέον διαθέτει τον δικό του «ερασιτεχνικό ραδιοφωνικό σταθμό» από το οποίο εκπέμπει.
Το πρόβλημα του κατακερματισμού εξηγεί τα σημερινά μας αδιέξοδα. Υπάρχει περίπτωση οι Έλληνες να συμφωνήσουμε στα απολύτως βασικά για το μέλλον αυτής της χώρας; Όσο λειτουργούμε περιχαρακωμένοι σε συγκεκριμένες ομάδες ή γύρω από «μεσσίες» και σύμβολα είναι εξαιρετικά απίθανο.
Επιπλέον, διαφαίνεται το πόσο αδιέξοδο είναι ένα πρωθυπουργικοκεντρικό σύστημα διακυβέρνησης, χωρίς θεσμικά αντίβαρα, χωρίς διαφάνεια και μηχανισμούς συλλογικής λήψης αποφάσεων σε κανένα επίπεδο. Αποδεικνύεται επίσης πόσο καταδικασμένα είναι τα προσωποπαγή κόμματα, στα οποία όλοι μένουν προσηλωμένοι στην άποψη του ενός, ελπίζοντας ότι αυτός έχει το όραμα να οδηγήσει σε εθνική πρόοδο. Εξηγείται και τεχνικά γιατί ο Σαμαράς οδηγεί την χώρα, την κυβέρνηση και το κόμμα του στην κατάρρευση. Γίνεται ξεκάθαρο γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα καταφέρει να φθάσει στον ρεαλισμό ούτε να πετύχει κάτι πραγματικά καλό και διατηρήσιμο για τη χώρα ή και τον εαυτό του, παρά τις ετερόκλητες συνιστώσες που προσπάθησε να ενσωματώσει, όσο λειτουργεί στη βάση παράλληλων μονολόγων και αγιοποιεί τον Αλέξη. Εξηγείται ασφαλώς και η πορεία της «ΔΗΜΑΡ», της «Δημιουργία, ξανά!» αλλά και άλλων προσωποπαγών πολιτικών σχηματισμών που όταν ξεκίνησαν δημιούργησαν μεγάλες προσδοκίες στον κόσμο που τις στήριξε. Με την ίδια πρόκληση αντιμέτωπο είναι σήμερα και «το Ποτάμι» του Θεοδωράκη. Όσο οι ομάδες εξαρτούν την τύχη τους από «τον έναν και μοναδικό», στην πραγματικότητα άθελά τους την υπονομεύουν.
Η ιστορία έχει αποδείξει ότι οι πραγματικά μεγάλοι ηγέτες ενδιαφέρονται να συνομιλούν περισσότερο με αυτούς που διαφωνούν μαζί τους. Αντίθετα οι (αυτό)καταστροφικοί ηγέτες κλείνουν τα αυτιά τους στην κριτική, στέλνουν το σύνθημα στους οπαδούς τους να πολεμούν λυσσαλέα κάθε επικριτή τους και τεντώνουν τα αυτά τους μόνο στα χειροκροτήματα και τις δηλώσεις υποστήριξης. Είναι μια κοινή ανθρώπινη αδυναμία, καθώς η άρνηση είναι πάντα η πρώτη αντίδραση σε κάθε τι δυσάρεστο. Όμως αυτή η αδυναμία είναι καταστροφική για τα άτομα υψηλής επιρροής. Ο μεγάλος εχθρός ενός ηγέτη είναι αυτός που του λέει κυρίως καλά πράγματα, ή φωνάζει στα καλά και ψιθυρίζει για τα άσχημα.
Η θεωρία δείχνει πως στις σοφές κοινότητες υπάρχει ισορροπία. Κανείς δεν έχει υπερβολικά υψηλή επιρροή. Μια σχετικά ισορροπημένη διασπορά της επιρροής σε πολλά πρόσωπα και κέντρα είναι πολύ πιο ωφέλιμη από τη συγκέντρωση σε ένα(ν). Η πρόοδος των δυτικών κοινωνιών βασίζεται στο ότι κανείς δεν θεωρείται πως έχει το αλάθητο. Κανείς δεν είναι στο απυρόβλητο. Κανείς δεν αποφασίζει για τα θέματα των πολλών μόνος του. Καμία εντολή εκπροσώπησης δεν είναι λευκή επιταγή δίχως έλεγχο ή ακόμα και δυνατότητα ανάκλησης σε κάποιες περιπτώσεις. Κανείς δεν μπορεί να ασκεί εξουσία χωρίς να δίνει λογαριασμό. Κανένα λόμπι, όσο και ισχυρό αν φαντάζει, δεν μπορεί να διαμορφώσει μόνο του τις εξελίξεις. Κάπως έτσι προοδεύουν οι κοινωνίες.
Η Ελλάδα και οι Έλληνες μπορούμε. Μπορούμε όμως μόνο αν κατεβάσουμε τα εικονίσματα και βγάλουμε τα οπαδικά γυαλιά. Αν συζητούμε ανοιχτά και ισότιμα. Αν διαγράψουμε τις διαχωριστικές γραμμές και δημιουργήσουμε τους θεσμούς ώστε η πληροφορία να είναι σε όλους διαθέσιμη και η λήψη των αποφάσεων να γίνεται με τη δυνατότητα συμμετοχής των ενδιαφερόμενων.
Η έλλειψη προικισμένων ηγετών υπό προϋποθέσεις μπορεί να είναι και ευλογία, αρκεί να υπάρχει συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας για ανοιχτή και ισότιμη επικοινωνία. Σε κάθε περίπτωση η κατασκευή και αποδοχή ηγετών από εντελώς ακατάλληλα υλικά (τρανό παράδειγμα ο Αλέξης) είναι ό,τι πιο επικίνδυνο μπορεί να συμβεί σε μια κοινωνία.
Η κρίση είναι άμεσο αποτέλεσμα της συλλογικής μας πλάνης. Η άρνηση των μελών της κοινωνίας μας να «διαβάσουμε» το φαινόμενο που επί δεκαετίες προετοιμάζαμε και σήμερα βιώνουμε, αναπαράγει το πρόβλημα. Μας εμποδίζει επιπλέον από το να αρχίσουμε να συνθέτουμε συναίνεση γύρω από το δια ταύτα: το δέον γενέσθαι. Και προφανώς το πρόβλημα αυτό δεν επιδέχεται ούτε δεξιά ούτε αριστερή επίλυση. Είναι ένα βαθύ πρόβλημα συλλογικής και ατομικής αυτογνωσίας πάνω στο οποίο καλούμαστε να δουλέψουμε.
Υ.Γ. Πριν στείλω το παραπάνω άρθρο προς δημοσίευση σκέφτηκα να το κοινοποιήσω στον καθηγητή κο Γιαγλή καθώς έχει βασιστεί πολύ στα διδάγματά του. Τα σχόλια που έλαβα επεκτείνουν με παραστατικά παραδείγματα τα παραπάνω συμπεράσματα. Με την άδειά του τα παραθέτω:
«… Διάβασα το άρθρο με πολύ ενδιαφέρον και συμφωνώ με την κεντρική του ιδέα, ότι δηλαδή η αρχηγοκεντρικότητα του κομματικού μας συστήματος, σε συνδυασμό με τη σχεδόν αγιοποίηση του εκάστοτε “αρχηγού” και την αναπόφευκτα αγελαία συμπεριφορά που αυτή δημιουργεί (θυμήσου τη ρήση του Αβέρωφ “το πρόβατο που φεύγει από το μαντρί, το τρώει ο λύκος” – καθόλου τυχαία η μεταφορά!), αποτελούν σημαντικά συστημικά προβλήματα στη ζωή του τόπου. Εάν είμαστε τυχεροί και ο “αρχηγός” είναι πραγματικά πεφωτισμένος, θα οδηγηθούμε σε σύγκλιση σε σωστά αποτελέσματα, αυτοεκπληρώνοντας όμως παράλληλα την προφητεία μας σε σχέση με την ανωτερότητα του ηγέτη (και δημιουργώντας έτσι τις προϋποθέσεις για να εμπιστευτούμε τυφλά τον επόμενο…). Αν όχι (ή όταν ο ηγέτης κάνει, αναπόφευκτα, και λάθη), θα παραμείνουμε για πολύ καιρό εγκλωβισμένοι σε λάθος επιλογές, αρχικά αρνούμενοι να αντικρύσουμε την πραγματικότητα και στη συνέχεια στρεφόμενοι (ως αγέλη πάντα) εναντίον αυτού που μέχρι χτες θεωρούσαμε τον απόλυτο ηγέτη. Τα ιστορικά παραδείγματα για το δεύτερο πολλά: από παλιότερα (Ελ. Βενιζέλος) μέχρι πολύ σύγχρονα (Α. Παπανδρέου και Καραμανλής ο νεότερος) – αν και στα σύγχρονα, πάω στοίχημα, ότι πολλοί αναγνώστες του άρθρου σου θα αρνηθούν στον εαυτό τους με πόση λατρεία οι ίδιοι τη δεκαετία του 1980 ή στις αρχές του 2000 διατυμπάνιζαν την απόλυτη πίστη τους στον αντίστοιχο αρχηγό και το όραμά του (επειδή σήμερα, κατά πάσα πιθανότητα, τον οικτίρουν για ότι κακό έχει πάθε ο τόπος).
Το πιο ενδιαφέρον δε είναι πόσο εμπεδωμένη είναι αυτή η πεποίθηση ΜΟΝΟ στο πολιτικό/κομματικό μας σύστημα (ίσως ως απόρροια του ιστορικού παρελθόντος μας ως υποτελής λαός για 400+ χρόνια), ενώ γενικά η κουλτούρα μας είναι, θα τολμούσα να πω, αντι-εξουσιαστική και πάντως σίγουρα εναντίον σε, κάθε λογής, αλάθητα. Είναι, για παράδειγμα, ενδιαφέρον πως, ενώ η ορθόδοξη πίστη μας δε δέχεται (και καλά κάνει!) τις μεσαιωνικές δεισιδαιμονίες των καθολικών για το υποτιθέμενο αλάθητο του Πάπα, την ίδια στιγμή δεν έχουμε κανένα πρόβλημα να αποδώσουμε αντίστοιχα αλάθητα στους δικούς μας ηγετίσκους (κάθε απόχρωσης, ειδικά όμως στα άκρα του πολιτικού φάσματος, όπου η απόλυτη υπακοή είναι συστατικό στοιχείο της δομής και πιθανότατα ψυχολογική προϋπόθεση ταύτισης με τέτοιους σχηματισμούς: Χίτλερ και Στάλιν/Μάο είναι ενδιαφέροντα παραδείγματα, που δεν κουβαλούν τη φόρτιση των αντίστοιχων δικών μας).
…
Σε κάθε κοινωνία υπάρχουν ταγοί, είτε αυτοί είναι πολιτικοί, είτε δημοσιογράφοι είτε celebrities. Η γνώμη αυτών μετράει, δυστυχώς, υπέρμετρα στη διαμόρφωση των πεποιθήσεων όλων των υπόλοιπων μελών της κοινωνίας, με αποτέλεσμα να μην επέρχεται εύκολα το φαινόμενο της σύγκλισης που αναφέρεις στο άρθρο σου. Ένα πολύ ενδιαφέρον παράδειγμα αυτού του φαινομένου είναι αυτό της επίδρασης της Jenny McCarthy στη συζήτηση περί των παιδικών εμβολιασμών στις ΗΠΑ (δες http://www.parenting.com/gallery/celebs-and-vaccines?page=9 και αλλού). Η απίστευτη δημοτικότητα που απέκτησε η (επιστημονικά αστήρικτη) άποψη μιας άσχετης με το θέμα κοσμικής κυρίας δημιούργησε ολόκληρο κίνημα στις ΗΠΑ κατά του εμβολιασμού των παιδιών (άποψη που, δυστυχώς, πέρασε τον Ατλαντικό και ακούγεται πλέον και στην Ελλάδα)! Από την άλλη μεριά βέβαια, ευτυχώς για την ιατρική κοινότητα και την υγεία των παιδιών μας, η απίθανη θέση της JM, οδήγησε πολλούς, όχι μόνο επιστήμονες, να δηλώσουν pro-vaccine! (Άλλο ένα φαινόμενο αγέλης).
…
Σε κάθε περίπτωση, σε ευχαριστώ για την αφορμή για τις παραπάνω σκέψεις.
Φιλικά,
Γιώργος Γιαγλής»
(πρώτη δημοσίευση στο AthensVoice)
Facebook Comments