Πολιτική κερδοσκοπία και junk ομόλογα
Παρακολουθήσαμε τις τελευταίες μέρες έναν τραγέλαφο
Παρακολουθήσαμε τις τελευταίες μέρες έναν τραγέλαφο
Καθώς ζούμε τον θρίαμβο της πολιτικής ασυνεννοησίας, ως ζητούμενο από την πλευρά της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης προβάλλει «η έξοδος της χώρας από τα μνημόνια», «η επόμενη μέρα», αν όχι «το σκίσιμο του μνημονίου». Μία συνάντηση θα ήταν χρήσιμη ως μοχλός υπενθύμισης της πραγματικότητας εκατέρωθεν. Για να συμβεί το επιθυμητό, θα πρέπει η χώρα να μπορεί να βγει στις αγορές. Για να συμβεί όμως κάτι τέτοιο απαραίτητη προϋπόθεση είναι η αναβάθμιση από τους οίκους αξιολόγησης, όπως μας υπενθυμίζει από το Λονδίνο ο κος Πάνος Παναγιώτου, χρηματιστηριακός αναλυτής και Διευθυντής της Ελληνικής Κοινότητας Τεχνικών Αναλυτών.
«Η πιστοληπτική αξιολόγηση μιας χώρας αποτελεί μία καίρια ένδειξη για το αν το χρέος της είναι βιώσιμο και το αν μπορεί να προγραμματίσει με ασφάλεια μία σταθερή χρηματοδότησης της από τις αγορές. Τα ομόλογα της Ελλάδας κατατάσσονται από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης στην κατηγορία junk (χαμηλότερη βαθμίδα της κατηγορίας ‘B’ (S&P και Fitch) και ανώτερη της κατηγορίας C (Moody’s – Caaa1) και αξιολογούνται όχι ως επενδυτικά αλλά ως κερδοσκοπικά προϊόντα.
Η βαθμολογία των ελληνικών ομολόγων είναι τόσο χαμηλή που είναι η χειρότερη στην ευρωζώνη, η χειρότερη μεταξύ όλων των αναπτυγμένων κρατών διεθνώς και από τις χειρότερες μεταξύ των 180, περίπου, κρατών του κόσμου για τα οποία υπάρχουν αξιολογήσεις. Τα ομόλογα της Ελλάδας λαμβάνουν χειρότερη βαθμολογία από αυτά χωρών όπως της Ζάμπια, της Ρουάντα, της Γκάνας αλλά και της Σερβίας, της Βουλγαρίας και της Αλβανίας.
Η βαθμολογία αυτή δείχνει ότι για τους οίκους αξιολόγησης το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο υπό τις παρούσες συνθήκες και για τις αγορές τα ελληνικά ομόλογα αποτελούν προϊόντα κερδοσκοπίας. Χωρίς αναβάθμιση των ομολόγων στην κατηγορία του επενδυτικού προϊόντος, η εξάρτηση του οικονομικού σχεδιασμού της Ελλάδας με τη δυνατότητα να πουλά ομόλογα από τις αγορές δεν είναι συνετή.»
Η συνολική αστάθεια, η απροθυμία στον τομέα των μεταρρυθμίσεων και η αδυναμία συντονισμού των πολιτικών δυνάμεων με άξονα την χάραξη ρεαλιστικής πολιτικής σε εθνικό επίπεδο, δεν είναι μόνο αποκαρδιωτικές. Έχουν και κόστος, που αποτυπώνεται στις τεχνικές αναλύσεις, όπως αυτές υπολογίζουν την επιστροφή του ΑΕΠ στα προ κρίσης επίπεδα. Τα στοιχεία του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, όπως αυτά δημοσιεύονται από το Reuters, που επισημαίνει ο κος Παναγιώτου, είναι χαρακτηριστικά:
«Η επιστροφή του ΑΕΠ στα προ κρίσης επίπεδα είναι ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία που πιστοποιεί την έξοδο από την κρίση και την επιστροφή στην ‘κανονικότητα’, δηλαδή στην περίοδο όπου οι συνέπειες της ύφεσης έχουν, στο μεγαλύτερο βαθμό τους, αντιμετωπιστεί. Η συγκεκριμένη ημερομηνία για τη Γερμανία ήταν το 2011 και η πρόβλεψη για τις άλλες χώρες είναι:
Το εν λόγω διάστημα επιστροφής στα προ κρίσης επίπεδα αποτελεί αρνητικό ρεκόρ και απειλεί όχι με μία αλλά με δύο χαμένες δεκαετίες.»
Μπορεί η χώρα να επιστρέφει σε θετικό πρόσημο μεταβολής του ΑΕΠ, όμως αυτό δεν αρκεί για να πείσει την διεθνή οικονομική κοινότητα για την ουσιαστική προοπτική της ελληνικής οικονομίας. Η ακόμα τερατώδης γραφειοκρατία, η διαφθορά, ωρολογιακές βόμβες όπως το ασφαλιστικό, η απουσία όρεξης για βαθιά αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο το κράτος και η κοινωνία συμπλέκονται, δίνουν την εικόνα μιας χώρας που δεν επιθυμεί πραγματικά να απαλλαγεί από το μοντέλο που την οδήγησε στην οδύνη. Και η απουσία παραδείγματος από τις κορυφαίες πολιτικές προσωπικότητες, που επιμένουν σε παράλληλους, αυτιστικούς μονολόγους, επιτείνει την ανησυχία.
Facebook Comments