Υπέρ μιας συμφωνίας με την τρόικα άμεσα τάσσεται ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιάννης Στουρνάρας. Στην πρώτη συνέντευξή του με την ιδιότητα του κεντρικού τραπεζίτη και με την εμπειρία δύο χρόνων διαπραγματεύσεων με τους εκπροσώπους των πιστωτών, ο κ. Στουρνάρας λέει κατηγορηματικά ότι ένας ρεαλιστικός συμβιβασμός είναι προτιμότερος από μια μεταβατική προσωρινή λύση, καθώς θα ενίσχυε την αβεβαιότητα και θα απειλούσε να ανακόψει τη θετική πορεία της οικονομίας. Σημειώνει, επίσης, ότι το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών λόγω αδυναμίας εκλογής Προέδρου Δημοκρατίας επέδρασε αρνητικά στην προσπάθεια εξόδου της Ελλάδας από το Μνημόνιο.

Παράλληλα, στέλνει δύο μηνύματα και προς τους επίσημους πιστωτές. Πρώτον, να δείξουν κι αυτοί ρεαλισμό και ευελιξία. Δεύτερον, να τιμήσουν τη δέσμευση που είχαν αναλάβει έναντι της Ελλάδας για περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους. Εμμέσως πλην σαφώς δε σημειώνει ότι η διευθέτηση του χρέους θα πρέπει να συνοδεύεται και με αλλαγή των δημοσιονομικών στόχων.

Ο διοικητής της ΤτΕ επιμένει ότι δεν χρειάζονται οριζόντια δημοσιονομικά μέτρα (υπογραμμίζει, μάλιστα, ότι στις πρωτογενείς δαπάνες έχουν γίνει ήδη σημαντικές περικοπές), αλλά μεταρρυθμίσεις και κατάργηση ειδικών φορολογικών καθεστώτων, όταν αυτά δεν δικαιολογούνται από κοινωνικούς και αναπτυξιακούς λόγους. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα μπορούσαν να μειωθούν αντίστοιχα οι άμεσοι και οι έμμεσοι φόροι. Ο κ. Στουρνάρας, απαντώντας στην κριτική που δέχθηκε για τον ΕΝΦΙΑ, υποστηρίζει ότι είναι ένας αποτελεσματικός και κοινωνικά δίκαιος φόρος. Σε ό,τι αφορά τις τράπεζες, ο διοικητής της ΤτΕ, τονίζει ότι θα πρέπει να προχωρήσουν στην αποτελεσματική διαχείριση των προβληματικών δανείων, ώστε να απελευθερωθεί ρευστότητα για τη χρηματοδότηση της οικονομίας. Η συνέντευξη του κ. Στουρνάρα έχει ως εξής:

– Είναι προτιμότερος ένας συμβιβασμός με την τρόικα, έστω και δύσκολος πολιτικά, ώστε να υπάρξει συμφωνία άμεσα ή να παραταθεί για λίγο καιρό το υφιστάμενο πρόγραμμα;

– Είναι προς το συμφέρον τόσο της ελληνικής πλευράς όσο και της τρόικας να υπάρξει συμβιβασμός αμέσως, με βάση τα υπαρκτά δεδομένα και την κοινή λογική. Δεν πρέπει για κανένα λόγο να ανακοπεί η θετική πορεία της ελληνικής οικονομίας, ιδιαίτερα μετά τις πλείστες τόσες θυσίες στις οποίες έχει υποβληθεί η πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών. Και αυτό, σε μια χρονική περίοδο που καταγράφεται, αρκετά νωρίτερα του αναμενομένου, θετικός, και μάλιστα ο ισχυρότερος στην Ευρωζώνη, ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης, ο οποίος αναμένεται να επιταχυνθεί σημαντικά το επόμενο έτος. Ολοι, και η τρόικα και η ελληνική πλευρά, επιβάλλεται να δείξουμε ρεαλισμό και ευελιξία προκειμένου να κλείσει αμέσως η συμφωνία.

– Ως ΥΠΟΙΚ είδατε την τρόικα να επιμένει σε εκτιμήσεις για μεγάλο δημοσιονομικό κενό, οι οποίες διαψεύστηκαν. Πώς γίνεται να θεωρούνται σήμερα αξιόπιστες οι εκτιμήσεις τους από τους προϊσταμένους τους στην ΕΚΤ, στο Eurogroup και το ΔΝΤ;

– Σήμερα το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας, αυτό που κυρίως προκάλεσε τον οικονομικό εκτροχιασμό της στο πρόσφατο παρελθόν, έχει σε μεγάλο βαθμό επιλυθεί, έπειτα από επώδυνα μέτρα που αποκατέστησαν τη δημοσιονομική ισορροπία μέσα σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα και σε οδυνηρές συνθήκες ύφεσης. Πράγματι, τα τελευταία δύο χρόνια, οι εκτιμήσεις της τρόικας για το δημοσιονομικό κενό δεν επαληθεύτηκαν. Αν πέρυσι τον Σεπτέμβριο είχαμε αποδεχθεί τις εκτιμήσεις αυτές και προχωρούσαμε στις παραμετρικές αλλαγές που η τρόικα απαιτούσε, ίσως σήμερα να είχαμε ακόμα έντονα αρνητικούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Επομένως, χρειάζεται προσοχή. Ιδιαίτερα τώρα, που ανακάμπτει η οικονομία με ρυθμό ταχύτερο του αναμενόμενου:

α) Δεν απαιτούνται οριζόντιες παραμετρικές αλλαγές και πρέπει να αφεθούν να λειτουργήσουν κατά το δυνατόν ελεύθερα οι λεγόμενοι «αυτόματοι σταθεροποιητές».

β) Πρέπει να ενισχυθεί περαιτέρω η φορολογική διοίκηση και η διοίκηση που αφορά τις ασφαλιστικές εισφορές, προκειμένου να αυξηθεί η εισπραξιμότητα των κρατικών εσόδων.

γ) Πρέπει να επιταχυνθούν οι ιδιωτικοποιήσεις.

δ) Πρέπει να προωθηθούν οι λοιπές μεταρρυθμίσεις που αφορούν κυρίως τη λειτουργική αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα, την περαιτέρω απελευθέρωση επαγγελμάτων, καθώς και εκείνων των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών που, σύμφωνα με την εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ, παρουσιάζουν σχετική υστέρηση στην ένταση ανταγωνισμού.

ε) Μπορούν να εξεταστούν, να κοστολογηθούν και να αρχίσουν να αίρονται, στον βαθμό που ανακάμπτει η οικονομία, οι ποικίλες εξαιρέσεις από τις γενικές φορολογικές διατάξεις, εκτός αν αφορούν:

• Κοινωνικές ομάδες έντονα πληττόμενες από την κρίση ή που βρίσκονται σε συνθήκες φτώχειας, και

• Αναπτυξιακά κίνητρα, η συμβολή των οποίων στην οικονομική ανάπτυξη είναι μείζονος σημασίας.

στ) Στον βαθμό που υλοποιείται το προηγούμενο μέτρο, μπορεί να μειωθούν οι κανονικοί φορολογικοί συντελεστές, τόσο της άμεσης όσο και της έμμεσης φορολογίας.

– Αν και το Eurogroup είχε πει το 2012 ότι θα γίνει ελάφρυνση του χρέους, μόλις η Ελλάδα πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα, φαίνεται να υπαναχώρησε. Δεν το έδωσαν όταν ως ΥΠΟΙΚ εκπληρώσατε τους όρους. Τώρα πολλοί, μεταξύ αυτών και ο κ. Ντράγκι, λένε ότι δεν χρειάζεται. Πώς εξηγείτε την υπαναχώρηση από τα υπεσχημένα;

– Η πρόοδος που έχει σημειωθεί στην ελληνική οικονομία από το Eurogroup της 27ης Νοεμβρίου 2012 μέχρι σήμερα είναι αδιαμφισβήτητη. Αυτό έχει οδηγήσει ορισμένους σημαντικούς παράγοντες της Ευρωζώνης να πουν ότι, εφόσον το ελληνικό χρέος καθίσταται βιώσιμο, δεν είναι αναγκαία η ελάφρυνσή του, χρησιμοποιώντας την τυπική φράση: «εφόσον είναι αναγκαίο – if necessary» που υπάρχει στα συμπεράσματα εκείνου του Eurogroup. Αυτή όμως η προσέγγιση δεν είναι ορθή, κατά την άποψή μου. Πιστεύω ότι η περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους που είχε προβλεφθεί σ’ εκείνο το Eurogroup (και με τους τρόπους που είχε προβλεφθεί) πρέπει να υλοποιηθεί, μαζί με την αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή, τις ιδιωτικοποιήσεις και τις μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν τις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Πρώτον, διότι η βιωσιμότητα του τρέχοντος επιπέδου του χρέους εξαρτάται από ένα πολύ υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα για τα δεδομένα της Ευρωζώνης, το οποίο είναι αναγκαίο από το 2016 και μετά (4,5% του ΑΕΠ). Δεύτερον, διότι η ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, σύμφωνα με τον διάλογο και τα επιχειρήματα εκείνης της εποχής στο Eurogroup, ενείχε και μια δεύτερη διάσταση: αυτή της ανταμοιβής (reward) της Ελλάδας έπειτα από μια μακρά και επίπονη δημοσιονομική προσαρμογή.

– Γιατί οι αγορές αντέδρασαν αρνητικά στην προοπτική να μείνει η Ελλάδα χωρίς την τρόικα και το ΔΝΤ;

– Παρατηρείται σήμερα το εξής παράδοξο φαινόμενο: η Ελλάδα, έπειτα από μακρά και επίπονη προσπάθεια, έχει επιτύχει την εξάλειψη του δημοσιονομικού ελλείμματος, του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, την επανάκαμψη σε θετικούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης ύστερα από έξι συναπτά χρόνια ύφεσης, αλλά την ίδια στιγμή οι αγορές αντιδρούν αρνητικά στην προοπτική εξόδου από το Πρόγραμμα, όπως αντανακλάται στην πρόσφατη αύξηση του κόστους δανεισμού. Το ενδεχόμενο πρόωρων και πιθανώς επαναληπτικών εκλογών, ως αποτέλεσμα μιας ενδεχόμενης αδυναμίας εκλογής από την παρούσα Βουλή Προέδρου της Δημοκρατίας, δημιουργεί πράγματι μεγάλη αβεβαιότητα στις αγορές για την πορεία της οικονομίας, και ειδικότερα για το εάν η Ελλάδα μπορεί να συνεχίσει την πορεία της δημοσιονομικής εξυγίανσης και των μεταρρυθμίσεων που ξεκίνησε με επιτυχία τα τελευταία χρόνια.

ΕΚΤ και ECCL

– H EKT φαίνεται να έπαιξε ρόλο στην απόφαση για πιστωτική γραμμή με αυστηρούς όρους, την ECCL…

– Η ΕΚΤ, προκειμένου να παρέχει ρευστότητα σε τράπεζες των οποίων τα προσφερόμενα περιουσιακά στοιχεία ως εξασφαλίσεις δεν ικανοποιούν τα κριτήρια ελάχιστης πιστοληπτικής διαβάθμισης που έχει θέσει, απαιτεί οι χώρες-μέλη, στις οποίες οι τράπεζες αυτές έχουν την έδρα τους, να είναι είτε σε Πρόγραμμα είτε στην ECCL.

– Θα διακόψει η ΕΚΤ την παροχή ρευστότητας εάν δεν υπάρχει πρόγραμμα ή ECCL την 1η Ιανουαρίου και ποιες θα είναι οι επιπτώσεις;

– Στην περίπτωση αυτή, η ρευστότητα δεν θα διακοπεί, αλλά θα χορηγείται με βάση τον έκτακτο μηχανισμό παροχής ρευστότητας (ELA). Η παρεχόμενη ρευστότητα με βάση αυτόν τον μηχανισμό κοστίζει περισσότερο και χορηγείται κάτω από έκτακτες συνθήκες. Το σημαντικά υψηλότερο κόστος αυτής της ρευστότητας, εφόσον οι ελληνικές τράπεζες αναγκαστούν να προσφύγουν σε αυτόν τον μηχανισμό, αναμένεται να επιβαρύνει την πραγματική οικονομία. Σήμερα, οι ελληνικές τράπεζες αναχρηματοδοτούν τα δάνειά τους από το Ευρωσύστημα με κόστος περίπου 0,05%. Στην απευκταία περίπτωση που αναγκαστούν να προσφύγουν στον ELA, το κόστος θα γίνει περίπου 1,55%.

– Γίνεται μεγάλη συζήτηση για το εάν η ΕΚΤ θα πρέπει να πάρει κι άλλα αντισυμβατικά μέτρα για την τόνωση της οικονομίας της Ευρωζώνης. Η αγορά κρατικών ομολόγων πιστεύετε ότι θα πρέπει να είναι μεταξύ αυτών;

– Η ΕΚΤ έχει ήδη ανακοινώσει ένα συγκεκριμένο πλαίσιο μέτρων νομισματικής πολιτικής. Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ είναι ομόφωνο στην πρόθεσή του να εντείνει τη χρήση των ήδη θεσπισμένων, μη συμβατικών μέτρων νομισματικής πολιτικής ή και να εισαγάγει, αν αυτό κριθεί αναγκαίο, και άλλα μη συμβατικά μέτρα, εφόσον είναι συμβατά με το Καταστατικό της, προκειμένου να αποσοβηθεί ο κίνδυνος της διατήρησης επί μακρόν του πληθωρισμού στη Ζώνη του Ευρώ στα παρόντα εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα. Ο πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, κ. Μάριο Ντράγκι, τόσο στη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε αυτή την ανακοίνωση, όσο και σε ομιλία του στη Φρανκφούρτη στις 21 Νοεμβρίου, εξειδίκευσε με μεγάλη λεπτομέρεια αυτό το πλαίσιο αποφάσεων. Αυτές οι ανακοινώσεις με βρίσκουν απολύτως σύμφωνο, επομένως δεν χρειάζεται να προσθέσω κάτι περισσότερο.

Κοινωνικά δίκαιος ο ΕΝΦΙΑ

Ως υπουργός Οικονομικών, ο κ. Στουρνάρας επικρίθηκε με την ίδια σχεδόν ένταση και από «εχθρούς» και από «φίλους» για τον ΕΝΦΙΑ και για τη δήλωσή του ότι δεν υπάρχει υπερφορολόγηση στην Ελλάδα. Και σήμερα, ωστόσο, επιμένει στην ορθότητα και των δύο.

– Είχατε δεχθεί κριτική από τους βουλευτές της συμπολίτευσης για τον ΕΝΦΙΑ. Μάλιστα και ο διάδοχός σας στο ΥΠΟΙΚ κράτησε αποστάσεις από τον φόρο. Τι πήγε στραβά στον ΕΝΦΙΑ;

– Ο ΕΝΦΙΑ είναι ένας αποτελεσματικός και κοινωνικά δίκαιος φόρος που συναντάται σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ. Σας θυμίζω ότι το ΕΕΤΗΔΕ (και οι διαδοχικές παραλλαγές του) είχε κριθεί αντισυνταγματικός φόρος από το ΣτΕ και πήραμε τότε εξάμηνη και τελεσίδικη προθεσμία να τον καταργήσουμε. Επίσης, η ΔΕΗ μάς ζητούσε επιμόνως να απαλλαγεί από το βάρος του φόρου αυτού, διότι έθετε σε κίνδυνο την εισπραξιμότητα των λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος. Ο ΕΝΦΙΑ επιβάλλεται σε όλη την ακίνητη περιουσία, και όχι μόνο στα ηλεκτροδοτούμενα ακίνητα, άρα είναι συγκριτικά πολύ πιο δίκαιος φόρος: Σήμερα πληρώνουν περίπου το ίδιο συνολικό ποσό πολύ περισσότεροι πολίτες, δηλαδή ένα μεγάλο ποσοστό πολιτών πληρώνει λιγότερα απ’ ό,τι πριν. Περισσότερα πληρώνουν μόνο οι κάτοχοι σχετικά μεγάλης ακίνητης περιουσίας. Τυχόν τεχνικά προβλήματα στην εφαρμογή του μπορούν πολύ εύκολα να αντιμετωπιστούν, όπως και αντιμετωπίστηκαν, αλλά ήταν απλώς η αφορμή για να ανοίξει συζήτηση για την απόσυρσή του. Ευτυχώς η κυβέρνηση αντιστάθηκε. Το αντίθετο θα ήταν αφενός κοινωνική οπισθοδρόμηση και αφετέρου θα έθετε σε άμεσο κίνδυνο τους δημοσιονομικούς στόχους.

– Επίσης, σας επέκριναν επειδή υποστηρίξατε ότι δεν υπάρχει υπερφορολόγηση στην Ελλάδα. Δεν πρέπει να μειωθούν οι φόροι;

– Το συνολικό φορολογικό βάρος, δηλαδή το σύνολο των εισπραττομένων φόρων ως ποσοστό του ΑΕΠ μέχρι το 2013 ήταν αρκετά χαμηλότερο στην Ελλάδα απ’ ό,τι στην υπόλοιπη Ευρωζώνη. Σήμερα είναι περίπου το ίδιο. Αυτή είναι η αλήθεια με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία. Ισως να ενοχλεί, αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Είναι όμως αλήθεια, επίσης, ότι οι κανονικοί φορολογικοί συντελεστές είναι λίγο υψηλότεροι στην Ελλάδα απ’ ό,τι κατά μέσο όρο στην Ευρωζώνη. Ομως, με τους κανονικούς συντελεστές φορολογούνται αναλογικώς λιγότεροι πολίτες στην Ελλάδα απ’ ό,τι στην υπόλοιπη Ευρωζώνη.

Αυτό συμβαίνει για δύο λόγους: Πρώτον, διότι υπάρχει συγκριτικά μεγαλύτερη φοροδιαφυγή, παρά το γεγονός ότι αυτή έχει μειωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, κυρίως μέσα από τις προσπάθειες της εν γένει φορολογικής διοίκησης. Δεύτερον, διότι στην Ελλάδα υπάρχουν συγκριτικά περισσότερες εξαιρέσεις από τους κανονικούς φορολογικούς συντελεστές και τις γενικές φορολογικές διατάξεις. Οι κανονικοί φορολογικοί συντελεστές, λοιπόν, μπορούν πράγματι να μειωθούν, όπως ήδη ανέφερα, στον βαθμό που η φορολογική διοίκηση συλλαμβάνει φοροδιαφεύγουσα σήμερα ύλη και στον βαθμό που, καθώς η οικονομία ανακάμπτει, καταργούνται εξαιρέσεις από τους κανονικούς συντελεστές, οι οποίες δεν δικαιολογούνται είτε με αμιγώς κοινωνικά είτε με αμιγώς αναπτυξιακά κριτήρια.

Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι από την πλευρά των πρωτογενών δαπανών έχουν ήδη σημειωθεί σημαντικές περικοπές: οι πρωτογενείς δαπάνες γενικής κυβέρνησης στην Ελλάδα είναι πλέον από τις χαμηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ενωση ως ποσοστό του ΑΕΠ, ενώ πριν από την κρίση ήταν από τις υψηλότερες.

Τι θα γίνει με τα «κόκκινα δάνεια»

Μπορεί οι τράπεζες να πέρασαν τα stress tests της ΕΚΤ και να κάλυψαν τις κεφαλαιακές τους ανάγκες, αλλά αυτό από μόνο του δεν αρκεί για να ενισχυθεί η ρευστότητα στην οικονομία, λέει ο κ. Στουρνάρας.

– Η ρύθμιση για τα επιχειρηματικά δάνεια που πέρασε από τη Βουλή και η άλλη για τα στεγαστικά που προαναγγέλθηκε είναι προς τη σωστή κατεύθυνση;

– Η ρύθμιση για τα επιχειρηματικά δάνεια αποτελεί αναμφισβήτητα κίνηση προς τη σωστή κατεύθυνση. Παρέχει κίνητρα τόσο στους οφειλέτες όσο και στις τράπεζες για την ελάφρυνση των δανείων σε καθυστέρηση των μικρών επιχειρήσεων και επαγγελματιών, προσφέρει λύσεις για τη ρύθμιση των δανείων σε καθυστέρηση βιώσιμων επιχειρήσεων όταν αυτές οφείλουν σε περισσότερες από μία τράπεζες, και επιτρέπει την ανάληψη πρωτοβουλίας από τις τράπεζες για να θέσουν σε ειδική διαχείριση όσες επιχειρήσεις αδυνατούν να εξυπηρετήσουν το χρέος τους. Σε συνδυασμό με το νέο κανονιστικό πλαίσιο της ΤτΕ υπάρχουν πλέον οι προϋποθέσεις για την ουσιαστική αντιμετώπιση του προβλήματος. Παραμένουν, βεβαίως, προς επίλυση άλλα εμπόδια, κυρίως σε σχέση με τις μεγάλες καθυστερήσεις που παρουσιάζει το δικαστικό σύστημα στην οριστική εκδίκαση των υποθέσεων, αλλά και εκεί αναλαμβάνονται σημαντικές νομοθετικές πρωτοβουλίες από το υπουργείο Δικαιοσύνης.

Οσον αφορά τα στεγαστικά δάνεια, δεδομένου ότι δεν έχει παρουσιαστεί μια οριστική πρόταση από την κυβέρνηση, δεν μπορώ να εκφέρω συγκεκριμένη άποψη. Το βέβαιο, πάντως, είναι ότι στο πλαίσιο του Κώδικα Δεοντολογίας, ήδη προσφέρεται ένα φιλικό πλαίσιο ρυθμίσεων για τον συνεργαζόμενο οφειλέτη, χωρίς να δημιουργεί τον ηθικό κίνδυνο εις βάρος των συνεπών οφειλετών που μια οριζόντια ρύθμιση εγκυμονεί. Πάντως, δεν είναι στις προθέσεις των τραπεζών να αντιμετωπίσουν επιθετικά όσους οφειλέτες βρίσκονται σε πραγματική αδυναμία να εξυπηρετήσουν το στεγαστικό τους δάνειο. Αλλωστε, και οι δεσμευτικές κατευθύνσεις που δίδονται από την ΤτΕ για την αντιμετώπιση των στεγαστικών δανείων σε καθυστέρηση, οδηγούν σε λύσεις κοινωνικά αποδεκτές και βιώσιμες.

– Τώρα που οι τράπεζες πέρασαν τα stress tests, θα μπορέσουν να δώσουν περισσότερα δάνεια;

– Οπως είναι γνωστό, στην ευρωπαϊκή άσκηση εφαρμόστηκαν κοινή μεθοδολογία και πρότυπα (standards) και για τις 130 τράπεζες που συμμετείχαν σε αυτή. Οι ελληνικές τράπεζες, που λειτουργούν σε μία οικονομία που έχει υποστεί σημαντική ύφεση, αξιολογήθηκαν με τον ίδιο τρόπο με τράπεζες που λειτουργούν κάτω από σημαντικά ευνοϊκότερες συνθήκες. Είναι ιδιαίτερα σημαντική η επιβεβαίωση από την εν λόγω άσκηση ότι οι τέσσερις συστημικές τράπεζες, μετά και τις αυξήσεις που έλαβαν χώρα το πρώτο εξάμηνο του 2014, είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες.

Η διατήρηση της κεφαλαιακής επάρκειας είναι, βεβαίως, μία συνεχής διαδικασία. Για να διασφαλίσουν οι τράπεζες ότι δεν θα έχουν προβλήματα θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να εφαρμόσουν τα σχέδια αναδιάρθρωσης με βάση τα οποία αξιολογήθηκε η κεφαλαιακή τους επάρκεια, αλλά κυρίως να διαχειριστούν αποτελεσματικά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, που αποτελούν πλέον ένα σημαντικό τμήμα του ισολογισμού τους. Η παροχή δανείων δεν εξαρτάται μόνο από την κεφαλαιακή επάρκεια, αλλά και από τη ρευστότητα των τραπεζών. Οι τράπεζες, μετά τις πρόσφατες αυξήσεις κεφαλαίων, έχουν επαρκή κεφαλαιακή βάση, αλλά οι πιέσεις που δέχεται η ρευστότητά τους παραμένουν έντονες. Το υπόλοιπο των καταθέσεων παραμένει ακόμη σημαντικά μικρότερο σε σχέση με αυτό που υπήρχε πριν από την εκδήλωση της κρίσης, οι τράπεζες δεν έχουν ακόμη πρόσβαση στις αγορές χρήματος, παρά μόνο για μικρά ποσά και με υψηλό κόστος, και η αξία των εξασφαλίσεων, που είναι αποδεκτές για χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα, παραμένει χαμηλή, παρά τη βελτίωση που έχει επιτευχθεί προσφάτως.

Σημαντικό, όμως, ρόλο για τη ρευστότητα διαδραματίζει και ο μεγάλος όγκος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Για τον λόγο αυτό, η αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, με βάση τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές, είναι απαραίτητη για την υποστήριξη της πραγματικής οικονομίας από τις τράπεζες.

 

Πηγή: Καθημερινή της Κυριακής

Facebook Comments