Οι μνηστήρες του φεσιού
Οι υποψήφιοι δανειστές της Ελλάδος διαγκωνίζονται βιαίως στη θύρα της με τα λεφτά στα χέρια
Οι υποψήφιοι δανειστές της Ελλάδος διαγκωνίζονται βιαίως στη θύρα της με τα λεφτά στα χέρια
Και συνωστίζονται όλοι τούτοι με τα λεφτά στα χέρια στην αυλή της ψωροκώσταινας. Ικετεύουν τον Μηλιό, εκλιπαρούν τον Στρατάκη!
– Πάρτε από μένα, λέει επιτακτικά ο Πούτιν με το γνωστό μειλίχιο ύφος της ήρεμης δύναμης, κι αδειάζει δυο φορτηγά ρούβλια.
– Όχι, ούτε κουβέντα, από μένα θα πάρουν, απαντάει η ζωηρή Βραζιλιάνα με τέμπο και αμολάει τα ρεάλια της με μια σάμπα.
– Ούτε να το συζητάτε λέει ο Κινέζος, με τα λεφτά της “κινεζοποίησης” στα μικροσκοπικά του χεράκια. Εμένα θα προτιμήσουν οι μπαταχτσήδες και ρίχνει και μια υπόκλιση.
Μόνο στα χέρια δεν έχουν φτάσει ακόμη οι μνηστήρες του φεσιού στην έξαψή τους, απελπισμένοι να πετάξουν τα λεφτά των εργαζομένων τους για να γίνουν γαρδένιες στην παραλιακή, συντάξεις κομπογιαννίτικες, μισθοί ευγενών αργόμισθων, γυρτά υποβρύχια στη χώρα των ανέργων.
Κι ενώ κάτι άλλοι, οι κυβερνητικοί (ονόματα δε λέμε και σπίτια δεν γκρεμίζουμε) τους βλέπουν με υπεροψία και σκληρότητα, αδιάλλακτοι, ετούτοι, οι Στρατούληδες και οι Τσίπρες, επειδή είναι «της προόδου» (μετά συγχωρήσεως) και μια ευαισθησία όσο νάναι την έχουν, μια καρδιά αγκινάρα (με τα λεφτά των άλλων βέβαια), τους κοιτούν με συντροφική κατανόηση, με την συνήθη συγκαταβατική προσήνεια της ελληνικής αριστεράς, με αυτή την υπερβατική στάση ζεν «ε, δεν έγινε και τίποτε πού’ σπασε η μισή Αθήνα και κάποια ζώα χάσαν μεροκάματα!», με αυτήν τη χαρακτηριστική μεγαλοθυμία του άρχοντα. Στυλώνουν το βλέμμα στον ορίζοντα από το παράθυρό τους στη μεζονέτα κάποιας καμένης πλαγιάς και θωρούν τους ξένους ηγέτες από χώρες με αρκετά χαμηλότερους μισθούς, που συνωστίζονται και συνωθούνται ποιος θα τους πρωτοδανείσει. Κουνούν το κεφάλι αργά και στοχάζονται στωϊκά: τους απελπισμένους, τους κακόμοιρους, τους πτωχούς!
Να τους κάνουμε την χάρη συλλογίζονται με ανιδιοτελή βεβαιότητα, σχεδόν με γενναιοδωρία. Να τους επιτρέψουμε να πετάξουν τα λεφτά τους στην τρύπα μας.
Κι εν είδει αρραβώνα και γάμου, αντί εγγυήσεων και τέτοια ταπεινά, θα φορέσουμε σε όλους τους Έλληνες ανέργους (και τους μετανάστες λόγω ισότητος) από ένα βραχιολάκι και θα το δωρίσουμε στους μνηστήρες. Μαζί με τους ίδιους. Που θα πάνε κι αυτοί οι άξεστοι, τα παλιόπαιδά μου, σκέφτεται η πάνσοφη Ελλάς. Από εδώ θα πάνε από εκεί θα πάνε, θα τους εντοπίσουν τελικά να τους ξεφορτωθώ κι εγώ τους ανεπρόκοπους.
Και μισοκλείνουν τα μάτια οι δικοί μας αριστεροί, με μια χαλαρότητα, με μια λανθάνουσα αυτοϊκανοποίηση, μια χαύνωση σαν αυτήν του Γιωργάκη κάποτε όταν εξερευνούσε τον ακατανόητο κόσμο, ενόσω στο προαύλιο του μπερντέ του καραγκιόζη, οι υποψήφιοι δανειστές βράζουν στο ζουμί τους και ανταλλάσσουν λοξές ματιές, φλογισμένοι από άγριους πόθους παρόμοιους με αυτόν του Λεοπόλδου Φον Ζάχερ Μαζώχ. ‘Οσο η Ελλάς εκλογολογεί και εκλογίζεται, αυτοί υποφέρουν από επιθυμία προσφοράς, καίνε τα σπλάχνα τους από ρομαντισμό, ανάβουν τα αλτρουιστικά σωθικά τους.
Τι να κάνουν οι καψεροί; Ιερός λόχος δεν υπάρχει πια μας πρόλαβαν άλλοι, τους βαρβάρους του βορρά τους ξεπαστρέψανε από τον 19ο αιώνα, τον Τούρκο τον στείλανε στα οικόπεδά του τον 20ο, πώς να προσφέρουν πώς στο έθνος το περιούσιο;
Απόμειναν έτσι να περιμένουν, να σπαράσσουν με τα λεφτά στο χέρι. Ραγίζει η καρδιά σου να τους βλέπεις. Τι δολάρια, τι ρούβλια, τι γουάν! τα ανεμίζουν στα τρεμάμενα χέρια τους, με αγωνία να προλάβουν να τα ξεφορτωθούν, να τα πετάξουν, να τα κάψουν για την πάρτη μας ένα βράδυ στην παραλιακή με τα γκάζια στο φουλ και το ηχοσύστημα του κάγκουρα στη διαπασών να σχίζει το ακουστικό σου τύμπανο, σα να απογειώνεται δίπλα σου ένα θεόρατο Αντόνωφ.
Και τι δε θάδιναν οι μνηστήρες για ένα άξεστο “ναι” του Σαμαρά, ένα τσαχπίνικο θετικό υπονοούμενο του Βενιζέλου, για ένα καυτό συγκαταβατικό βλέμμα του Τσίπρα, για μια και μόνο τρίχα της Γιάννας.
Αυτά είναι!
*Εικόνα Penelope and the Suitors, John William Waterhouse-1912*
Facebook Comments