Η μεταρρύθμιση που άργησε να έρθει…
Η μορφή και η κατεύθυνση των μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων είχαν πάντοτε διαφορετικά χαρακτηριστικά, αναλόγως και με το κυβερνητικό πλαίσιο
Η μορφή και η κατεύθυνση των μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων είχαν πάντοτε διαφορετικά χαρακτηριστικά, αναλόγως και με το κυβερνητικό πλαίσιο
Για τους μη μυημένους στο διοικητικό γίγνεσθαι της χώρας, είναι έως και σοκαριστικό το να απαριθμήσουν τις φορές εκείνες που η συντεταγμένη πολιτεία επιδίωξε να αλλάξει το κράτος μας και ειδικότερα τη δημόσια διοίκηση προς το καλύτερο.
Ακόμη και αν προσπαθούσαμε να περιορίσουμε το εύρος αναφοράς μας στο πλαίσιο της μεταπολίτευσης, θα μπορούσαμε να πούμε ότι με τόση μεταρρύθμιση που γνωρίσαμε σαν χώρα θα έπρεπε επιτέλους να έχουμε ένα κράτος σύγχρονο, αποτελεσματικό, στην υπηρεσία του πολίτη και των επιχειρήσεων και πάντως απαλλαγμένο από τις γνωστές του παθογένειες, όπως αυτές αναδείχθηκαν από σωρεία μελετών εμπειρογνωμόνων, ήδη από τη δεκαετία του 1960 έως σήμερα.
Η μορφή και η κατεύθυνση των μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων είχαν πάντοτε διαφορετικά χαρακτηριστικά, αναλόγως και με το κυβερνητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εφαρμόζονταν. Οι δε τυπολογίες τους διέφεραν επίσης καθώς οι νεότερες προσεγγίσεις έπρεπε να διακρίνονται από τις παλαιότερες. Έτσι, από τον εκσυγχρονισμό του Σημίτη και την επανίδρυση του κράτους του Καραμανλή φτάσαμε στην αναδιάρθρωση (υπό αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία και εποπτεία) των μνημονιακών κυβερνήσεων και στην ανασυγκρότηση του Τσίπρα. Κοινή συνισταμένη όλων των προηγούμενων προσπαθειών για μεταρρύθμιση είναι ότι έβλεπαν τη δημόσια διοίκηση αποσπασματικά, μέσα από στενωπούς και διαφορετικά προτάγματα. Αδυνατούσαν να συλλάβουν το όλον. Αδυνατούσαν να δουν το δάσος πίσω από το δένδρο. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που ευθέως, αν και με λίγο διαφορετική διατύπωση, είπε πριν λίγες ημέρες ο Υπουργός Επικρατείας και καθ. Συνταγματικού Δικαίου κ. Γ. Γεραπετρίτης: «μέχρι το εν λόγω νομοσχέδιο κανείς δεν γνώριζε πραγματικά πώς λειτουργεί αυτή η κρατική μηχανή», αφήνοντας σαφή υπονοούμενα για την αδιαφάνεια και την έλλειψη λογοδοσίας και συντονισμού της δημόσιας διοίκησης και του κρατικού μηχανισμού εν γένει.
Είχε δίκιο όμως ο καθηγητής; Ο καθηγητής δεν είχε δίκιο! Οι ελληνικές κυβερνήσεις γνώριζαν καλά και ήθελαν πάντοτε να λειτουργούν σε ένα πλαίσιο σκοτεινό και αδιαφανές. Τις βοηθούσε πάντοτε να περνάνε νομοθεσίες που τις «βόλευαν», μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα των πολιτών, των επιχειρήσεων, των δημοσίων υπαλλήλων. Τις βοηθούσε επίσης να μην εφαρμόζουν νομοθεσίες που δεν «βόλευαν». Είναι η λεγόμενη μέθοδος της σουπιάς, την οποία πρόσφατα έμαθα από ένα φίλο. Η σουπιά βασίζει την επιβίωσή της στη ρίψη μελανιού στο χώρο με αποτέλεσμα να μην είναι ορατή από τους εχθρούς της και να μπορεί να δραπετεύει από τις επικίνδυνες καταστάσεις. Το ίδιο και οι κυβερνήσεις! Θέλουν να δραπετεύουν από τις δύσκολες αποφάσεις, υφαρπάζοντας την ψήφο των πολιτών, αφού προηγουμένως έχουν θολώσει το πολιτικο-διοικητικό τοπίο.
Χαρακτηριστικό αυτής της νοοτροπίας ήταν η αντίληψη για μεταρρύθμιση που έφερε ο νόμος 4369/2016, ο λεγόμενος και νόμος Βερναρδάκη. Ένας νόμος που είχε πράγματι αγαθές βλέψεις, όπως η αποκομματικοποίηση της διοίκησης, η πολύ-κριτιριακή αξιολόγηση των υπαλλήλων, η προώθηση των αρχών της διαφάνειας και της αξιοκρατίας στις προαγωγές, η σύσταση του παρατηρητηρίου για τη δημόσια διοίκηση με σκοπό την καθιέρωση ενός επιστημονικού think-tank της διοίκησης κ.ά. Εντούτοις, λόγω των εσωτερικών αδυναμιών και αντιφάσεων του νόμου καθώς και λόγω της στρατηγικής ένδειας που χαρακτήριζε την προηγούμενη κυβέρνηση, η δημόσια διοίκηση οδηγήθηκε σε μια στρεβλή διοικητική ανασυγκρότηση που επέφερε την καθίζηση όλων εκείνων των αρχών και αξιών που υποτίθεται ότι θα προωθούσε εξαρχής.
Ήταν φανερό από την πρώτη στιγμή, ότι ο συγκεκριμένος νόμος το μόνο που θα κατάφερνε, θα ήταν να επανασυστήσει το βαθμολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων το οποίο μάλιστα ουδεμία πρακτική αξία (ως κίνητρο) είχε για το δημόσιο υπάλληλο καθώς αποσυνδεόταν πλήρως από τα μισθολογικά κλιμάκια. Κατά τα άλλα, η από-κομματικοποίηση της διοίκησης έμεινε κενό γράμμα καθώς τις ελάχιστες φορές (η εξής μία) που χρησιμοποιήθηκαν οι διατάξεις περί μητρώου επιτελικών στελεχών ήταν τόσο φωτογραφικές που έβγαζαν μάτι. Μέχρι εκεί ήταν η αποκομματικοποίηση της διοίκησης για την προηγούμενη κυβέρνηση. Περαιτέρω, ο νόμος Βερναρδάκη, είχε ως προμετωπίδα του την αξιολόγηση και τις κρίσεις προϊσταμένων στο δημόσιο τομέα, ωστόσο, η αξιολόγηση λάμβανε όλα τα προηγούμενα χρόνια έναν απλά τυπικό χαρακτήρα καθώς οι κρίσεις προϊσταμένων έγιναν πραγματικότητα μόνο για τις θέσεις των περίπου 120 γενικών διευθυντών των υπουργείων. Οι πάνω από 7.500 λοιπές θέσεις ευθύνης του δημοσίου παραμένουν υπό το αδιαφανές καθεστώς των προσωρινών τοποθετήσεων. Και σε αυτά τα νούμερα δεν συμπεριλαμβάνονται οι εποπτευόμενοι φορείς των υπουργείων! Σε όλο το υπόλοιπο δημόσιο αναδείχθηκε το γνωστό σύστημα αναπληρώσεων, δηλαδή οι τοποθετήσεις χωρίς κρίσεις με αδιαφανή και πιθανώς κομματικά κριτήρια. Περί από-κομματικοποίησης ο λόγος… Τέλος, δεν αμφισβητείται ότι το παρατηρητήριο για τη δημόσια διοίκηση ήταν μια πολύ σπουδαία ιδέα η οποία όμως ουδέποτε έλαβε σάρκα και οστά, πιθανώς γιατί θεωρήθηκε ως πολυτέλεια σε μια πολυδιασπασμένη δημόσια διοίκηση.
Το σημαντικότερο όλων όμως, δεν ήταν οι επιμέρους αποτυχίες του ανωτέρω νομοθετήματος. Το σημαντικότερο ήταν ότι έβλεπε αποσπασματικά το κράτος μέσα από μυωπικά/ψηφοθηρικά γυαλιά. Εξέλειπε σαφώς ο στρατηγικός, επιτελικός και προγραμματικός ρόλος του κράτους και επιλέχθηκαν μεταρρυθμίσεις που θα ενεργοποιούσαν μόνο συγκεκριμένες κατηγορίες ψηφοφόρων. Βέβαια ούτε αυτές εφαρμόστηκαν στο σύνολό τους, όταν έρχονταν σε σύγκρουση με το κομματικό κράτος. Κατά συνέπεια, ο νόμος 4369/16 οδήγησε αναμφίβολα, μετά από 3,5 χρόνια (μη) εφαρμογής, στην επανεμφάνιση των πελατειακών σχέσεων που ήθελε να αποτινάξει. Ένεκα αυτής της κατάστασης επεκτάθηκαν τα φαινόμενα διαφθοράς και αδιαφάνειας στη δράση και τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης.
Και εγένετο η πολιτική αλλαγή και ακολούθησε ένα γιγαντιαίο νομοσχέδιο που αφορά σε ένα σύγχρονο και αποτελεσματικό Επιτελικό Κράτος όπως το οραματίζεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Τι νέο ήρθε να συνεισφέρει σε αυτήν την παλινωδία αποτυχημένων μεταρρυθμίσεων το νέο αυτό νομοσχέδιο; Σε ένα πρώτο επίπεδο, ήρθε για να κωδικοποιήσει σε ενιαίο κείμενο το τι σημαίνει κράτος, τι σημαίνει κεντρική διοίκηση και ποιο είναι το εύρος αρμοδιοτήτων και δραστηριοτήτων της. Αυτό από μόνο του αποτελεί μια τεράστια τομή για τη διαφάνεια της λειτουργίας του κράτους. Στο πλαίσιο αυτό δημιούργησε μια υπερ-δομή ελέγχου του κυβερνητικού έργου (Προεδρία της Κυβέρνησης) η οποία θα κουνά το δάχτυλο στους πολιτευτές υπουργούς και θα επιβραβεύει τους τεχνοκράτες υπουργούς. Αυτό σημαίνει ότι, στην περίπτωση που θα εφαρμοστούν απαρεγκλίτως οι σχετικές διατάξεις, θα αξιολογείται το έργο κάθε υπουργού και οι τελευταίοι θα λογοδοτούν σε τακτική βάση ενώπιον του Πρωθυπουργού και των πολιτών.
Το ότι το συγκεκριμένο νομοσχέδιο διαβλέπει πέρα από τον κορμό του ενός δένδρου, αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι προβλέφθηκαν για πρώτη φορά κλάδος επιτελικών στελεχών διαφόρων ειδικοτήτων με ειδικά κίνητρα και αρμοδιότητες αλλά με βασικό ζητούμενο την αποτελεσματική παρακολούθηση και την ορθή εφαρμογή του κυβερνητικού έργου σε κάθε φορέα της κεντρικής κυβέρνησης.
Σημαντικό ζητούμενο για την από-κομματικοποίηση της Δημόσιας Διοίκησης είναι η καθιέρωση των Υπηρεσιακών Γραμματέων, ενός θεσμού ο οποίος θα αποτελεί εφεξής τον ανώτατο βαθμό δημοσιοϋπαλληλίας και τη διεπαφή (που έλειπε) ανάμεσα στο πολιτικό και στο διοικητικό επίπεδο. Εξάλλου, στα ψιλά γράμματα πέρασε η ενδυνάμωση των Γενικών Διευθυντών, με την ανάθεση της αρμοδιότητας τελικής υπογραφής για τις ατομικές διοικητικές πράξεις. Όπως πολύ εύστοχα αναφέρει ο Π. Μαϊστρος, πρώην Γενικός Γραμματέας Δημόσιας Διοίκησης του Υπουργείου Εσωτερικών, σε πρόσφατο άρθρο του, «πρόκειται για προσπάθεια μείωσης της πελατειακής διαμεσολάβησης και εάν δεν υπονομευθεί θα έχει μεταρρυθμιστική εμβέλεια ανάλογη με τα ΚΕΠ».
Τέλος, υπήρξε ένα σημαντικό συμμάζεμα του χώρου των ελεγκτικών σωμάτων και μια αναβάθμιση του ρόλου των ελεγκτών σε σημείο που παρέχονται εχέγγυα για την αποτελεσματική και έγκαιρη διενέργεια των απαιτούμενων ελέγχων. Μια ακόμη απόδειξη για το ότι η διαφάνεια και η λογοδοσία είναι μια sine qua non προϋπόθεση για τη μεταρρύθμιση της κρατικής μηχανής και ειδικότερα της δημόσιας διοίκησης.
Στο ίδιο νομοσχέδιο, υπάρχουν και άλλες πολλές αλλαγές, μικρότερες ή μεγαλύτερες. Το σημαντικό ωστόσο, είναι το ότι φαίνεται να «κουμπώνει» τόσο ομαλά στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο το οποίο ίσως για πρώτη φορά δείχνει ότι θα αξιοποιηθεί σε ολόκληρο.
Στο πλαίσιο αυτό οι απόφοιτοι της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης παρουσιάζονται ενδυναμωμένοι και έτοιμοι να αναλάβουν τα ηνία της εμβληματικής αυτής μεταρρύθμισης όπως άλλωστε ταιριάζει και στο ρόλο τους. Μέσα σε ένα νέο Στρατηγικό, Επιτελικό και Προγραμματικό Κράτος που για πρώτη φορά οργανώνει το σύνολο των φορέων αλλά και το κυβερνητικό έργο σε τέτοιο επίπεδο ανάλυσης το ελληνικό κράτος είναι πιθανό να γνωρίσει για πρώτη φορά από τη σύστασή του μια ολοκληρωμένη μεταρρύθμιση.
Facebook Comments