Στον αδυσώπητο κόσμο μας
Φίλος μου που έφυγε στην Αμερική εδώ και τριάντα χρόνια αλλά διατηρώ μια κάποια επαφή μαζί του, μου είπε πρόσφατα σε ταβερνάκι των νοτίων προαστίων που σμίξαμε
Φίλος μου που έφυγε στην Αμερική εδώ και τριάντα χρόνια αλλά διατηρώ μια κάποια επαφή μαζί του, μου είπε πρόσφατα σε ταβερνάκι των νοτίων προαστίων που σμίξαμε
Φίλος μου που έφυγε στην Αμερική εδώ και τριάντα χρόνια αλλά διατηρώ μια κάποια επαφή μαζί του, μου είπε πρόσφατα σε ταβερνάκι των νοτίων προαστίων που σμίξαμε μετά από αρκετό καιρό: «Κάθε φορά που επιστρέφω στην πατρίδα και βλέπω τι γίνεται εδώ, πείθομαι ότι μόνο μια υπηρεσία θα μπορούσαν να προσφέρουν οι ελληνικές κυβερνήσεις στον απλό Έλληνα. Ούτε αύξηση μισθών, ούτε συντάξεων, ούτε επιδομάτων. Αυτά είναι άνευ ουσίας και αποτελέσματος, αν οι Έλληνες σκέφτονται στραβά. Η μόνη πραγματική υπηρεσία που θα μπορούσε να προσφέρει μια κυβέρνηση στους πολίτες της, θα ήταν να τους στείλει όλους ένα ταξίδι στο εξωτερικό να δουν τι πραγματικά συμβαίνει στον πλανήτη.»
Γέλασα: «Με χαρά θα πήγαιναν όλοι τους. Σιγά μην έχαναν τσάμπα τουρισμό.» Ήταν η σειρά του φίλου μου να γελάσει: «Δεν λέω να τους στείλει τουρισμό. Να τους στείλει να μιλήσουν με απλό κόσμο εκεί έξω. Εγώ τρελαίνομαι όταν βλέπω έναν Κινέζο, έναν Ινδονήσιο ή έναν βλάχο Αμερικάνο να είναι μίλια πιο μπροστά στην σκέψη από έναν μέσο Έλληνα. Γιατί;
Γιατί να έχουν καταλάβει όλοι αυτοί ότι ο κόσμος μας είναι πιο ανταγωνιστικός από ποτέ, ενώ ο Έλληνας αρνείται να το δεχτεί και καταλήγει σε θεωρίες συνωμοσίας; Όλοι μας εχθρεύονται, μας κυνηγούν, όλοι μας κλέβουν και πάει λέγοντας. Αυτό το χάσμα οδηγεί τους μεν ξένους να ανασκουμπώνονται, να προσαρμόζονται και να δουλεύουν, τους δε Έλληνες να είναι μονίμως με υψωμένη την γροθιά και προσκολλημένοι σ’ αυτά που έμαθαν στην παιδική τους ηλικία.
Εγώ τρελαίνομαι όταν φεύγω από την Αμερική όπου όλοι συζητούν για τα δίκτυα 5G και επιστρέφω εδώ όπου ο κόσμος τσακώνεται ακόμη για τον εμφύλιο ή το Πολυτεχνείο. Έξω μιλούν για την επόμενη εικοσαετία και εδώ μιλούν για την προηγούμενη πεντηκονταετία. Άρα έχουμε μια διαφορά εβδομήντα χρόνων. Έτσι θα επιβιώσουμε;»
Καλά τα λέει ο φίλος μου, μόνο που ζει στην Αμερική, όχι εδώ. Ο κάθε τόπος και ο κάθε λαός έχει τους ρυθμούς του. Καλό είναι να προσπαθούμε να ανεβάσουμε ταχύτητα, όμως ο μέσος όρος μας ως λαού είναι αυτός και μ’ αυτόν επιβιώσαμε τόσες δεκαετίες. Εξ άλλου του είπα, «τώρα υπάρχει μια κυβέρνηση που φαίνεται να καταλαβαίνει καλύτερα τι συμβαίνει στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία μας, οπότε κάπως καλύτερα θα πάμε.»
Ξαναγέλασε. «Δεν θέλω να σε απογοητεύσω, αλλά η αισιοδοξία σου είναι μάταιη. Η αλήθεια είναι ότι ο Τσίπρας πήγε ακόμα πιο πίσω την χώρα σε επίπεδο σκέψης και νοοτροπίας, συμφωνώ ότι ο Μητσοτάκης πάει προς την σωστή κατεύθυνση, αλλά οι ταχύτητες αυτές είναι απελπιστικά αργές για τις ανάγκες του κόσμου μας. Η χώρα χρειάζεται ένα πραγματικό σοκ για το οποίο κανένας δεν είναι έτοιμος. Ούτε η κυβέρνηση να το αποτολμήσει, ούτε οι πολίτες να το δεχτούν. Αργούμε και τα πράγματα σκουραίνουν.»
«Και τι θα πάθουμε δηλαδή;» υποχρεώθηκα πια να τον ρωτήσω, μη αντέχοντας τον εισαγόμενο πεσιμισμό του. «Σε δυο γενιές, θα γίνουμε τόσο λίγοι και ανήμποροι, που κανένας δεν θα θεωρεί άξια λόγου την ύπαρξη μας, αυτό θα πάθουμε» απάντησε ψυχρά. Και τρόμαξα. Γιατί είδα πως το εννοούσε.
Facebook Comments