Σύγχυση και ανησυχία προκάλεσε κατά τον διοικητή της ΤτΕ, Γ. Στουρνάρα, η πρόσφατη απόφαση του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου σχετικά με το Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης της ΕΚΤ.

Ως εκ τούτου, πιστεύω πως δεν ισχύει η κριτική του Γερμανικού Δικαστηρίου ότι η απόφαση της ΕΚΤ σχετικά με το PSPP δεν είναι καλά θεμελιωμένη. Αντίθετα, δεδομένης της πληθώρας του σχετικού διαθέσιμου υλικού, πρέπει να ομολογήσω ότι αυτή η κριτική ήταν μάλλον απροσδόκητη.

Κατά την παρέμβαση του στη διαδικτυακή συζήτηση που διοργάνωσε ο «Κύκλος Ιδεών» εκτίμησε ότι από αυτή την παρέμβαση διακυβεύονται δύο βασικές αρχές, οι οποίες στηρίζουν την ευρωπαϊκή συνοχή και ενότητα. Η πρώτη αρχή αφορά την νομική προσέγγιση της απόφασης, καθώς το Γερμανικό Δικαστήριο αμφισβητεί επί της ουσίας την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου του 2018, ότι το PSPP είναι σύννομο. Ποιο δικαστήριο – το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, δηλαδή ένα εθνικό δικαστήριο, ή το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) – έχει το προβάδισμα σε θέματα που αφορούν τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα; αναρωτήθηκε, και υπογράμμισε πως επειδή δημιουργήθηκε μεγάλη αβεβαιότητα, το ζήτημα της νομικής υπεροχής πρέπει να επιβεβαιωθεί.

Η δεύτερη αρχή που ετρώθη αφορά την ανεξαρτησία της ΕΚΤ, σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα.  Όσον αφορά την ανεξαρτησία, υπάρχουν σημαντικοί λόγοι για τους οποίους η ΕΚΤ ιδρύθηκε ως ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα το 1999. Πολλές μελέτες στη δεκαετία του 1980 και του 1990 που συνέκριναν την αποτελεσματικότητα των κεντρικών τραπεζών διαπίστωσαν ότι οι ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες – και κυριότερο παράδειγμα ήταν η Deutsche Bundesbank – είχαν πολύ καλύτερες επιδόσεις από άλλες κεντρικές τράπεζες. Οι ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες εφάρμοζαν νομισματική πολιτική που οδηγούσε σε χαμηλότερη ανεργία και χαμηλότερο πληθωρισμό, επειδή ήταν απαλλαγμένες από πολιτικές πιέσεις.

Ωστόσο, η ανεξαρτησία δεν σημαίνει απουσία λογοδοσίας. Η ΕΚΤ μπορεί να είναι ανεξάρτητη, αλλά οφείλει επίσης να λογοδοτεί. Για παράδειγμα, ο Πρόεδρος της ΕΚΤ παρουσιάζεται τακτικά ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για να εξηγήσει και να αιτιολογήσει τις πολιτικές της ΕΚΤ. Όπως και οι άλλοι διοικητές των εθνικών κεντρικών τραπεζών, κι εγώ παρουσιάζομαι τακτικά στην Ελληνική Βουλή.

Ως προς την εντολή της ΕΚΤ, σύμφωνα με την Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης η ΕΚΤ μπορεί ελεύθερα να αποφασίσει για το σχεδιασμό και την εφαρμογή της ενιαίας νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ. Με το άρθρο 127 της Συνθήκης ανατέθηκε στην ΕΚΤ ο πρωταρχικός στόχος της διατήρησης της σταθερότητας των τιμών.

Ένας σημαντικός λόγος για αυτήν την επιλογή είναι ο ακόλουθος:. Ελλείψει απρόβλεπτων γεγονότων – η πανδημία είναι ένα παράδειγμα απρόβλεπτου γεγονότος – η σταθερότητα των τιμών συμβάλλει στην επίτευξη πλήρους απασχόλησης σε μια κοινωνία, χωρίς αύξηση των πληθωριστικών πιέσεων. Με άλλα λόγια, η σταθερότητα των τιμών που είναι ο πρωταρχικός στόχος της ΕΚΤ, υποστηρίζεται από τον στόχο της παροχής του μέγιστου αριθμού ευκαιριών απασχόλησης στους πολίτες της ζώνης του ευρώ.

Σε αυτό το πλαίσιο, η νομισματική πολιτική στη ζώνη του ευρώ ασκείται με ενιαίο τρόπο. Ωστόσο, δεδομένου του ενιαίου χαρακτήρα της νομισματικής πολιτικής, περιστασιακά κάποιες αποφάσεις είναι ενδεχομένως λιγότερο «κατάλληλες» για ορισμένες χώρες από ό,τι για άλλες. Σημαίνει αυτό λοιπόν ότι οποιαδήποτε εθνική κεντρική τράπεζα της ζώνης του ευρώ μπορεί ενδεχομένως να διαταχθεί από το ανώτατο εθνικό δικαστήριό της να απέχει από την εφαρμογή αποφάσεων νομισματικής πολιτικής;

Υπό αυτές τις συνθήκες είναι δυνατή μια αποτελεσματική εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής; Ποιες θα ήταν οι συνέπειες εάν κάθε ανώτατο εθνικό δικαστήριο στη ζώνη του ευρώ αμφισβητήσει τις αποφάσεις ενός ευρωπαϊκού θεσμικού οργάνου που υπάγεται στη δικαιοδοσία του ΔΕΕ;  Και τι σημαίνει αυτό για την αξιοπιστία της νομισματικής αρχής;

Όσον αφορά στο πλαίσιο της απόφασης του Ιανουαρίου 2015 για την έναρξη του PSPP, ανάφερε ότι το οικονομικό σκηνικό δημιουργούσε ανησυχίες. Ο πληθωρισμός ήταν σε αρνητικό έδαφος και η απειλή παρατεταμένου χαμηλού πληθωρισμού – ή αποπληθωρισμού – αυξανόταν. Γιατί προκαλεί ανησυχία αυτή η προοπτική; Πρώτον, ο αποπληθωρισμός μειώνει τις καταναλωτικές και επενδυτικές δαπάνες. Σημαίνει επίσης ότι τα άτομα που έχουν ένα σταθερό ποσό χρέους βλέπουν το χρέος τους να αυξάνεται σε πραγματικούς όρους.  Εκτός από τον αποπληθωρισμό που συνιστούσε απειλή στη ζώνη του ευρώ, το ποσοστό ανεργίας είχε αυξηθεί στο 11,5 τοις εκατό. «Και ας μην ξεχνάμε μια άλλη δυσοίωνη απειλή στον ορίζοντα – την επανεμφάνιση ενδείξεων ισχυρού κατακερματισμού στις χρηματοπιστωτικές αγορές πέρα ​​από τα εθνικά σύνορα. Η διευκολυντική κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής δεν μεταδιδόταν ομοιόμορφα σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ. Η ζώνη του ευρώ βρισκόταν σε βαθιά κρίση», θύμισε ο διοικητής της ΤτΕ.

Facebook Comments