Μπορεί η ιατρική φροντίδα και η ψυχοκοινωνική στήριξη προς τους ανθρώπους που πάσχουν από χρόνιες νόσους να μπουν σε κατάσταση αναμονής; 

Αυτός είναι ένας από τους μεγαλύτερους προβληματισμούς της περιόδου που διανύουμε, καθώς εκατοντάδες χρήστες υπηρεσιών και προγραμμάτων υγείας έχουν τραβηχτεί πίσω από τις πολύτιμες γι αυτούς θεραπευτικές διαδικασίες, προκειμένου να κάνουν χώρο στο σύστημα να αντιμετωπίσει τα κρούσματα και τις απώλειες της πανδημίας.  Ανάμεσα σε αυτούς, οι άνθρωποι που πάσχουν από διάφορες μορφές καρκίνου, παραμένουν μια αθέατη ομάδα υψηλού ρίσκου που υποφέρει βουβά από τους κινδύνους που φέρνει μαζί του ο ιός COVID-19.  Σε ποια κατάσταση βρίσκονται σήμερα αυτοί, πώς συνεχίζουν ή αναβάλλουν τις θεραπείες τους, ποιες αγωνίες βιώνουν στην καραντίνα και με ποιους τρόπους λαμβάνουν βοήθεια ή παραγκωνίζονται ως προς τις δικά τους ερωτηματικά και τις αγωνίες: για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, έχουμε μείνει πίσω από αυτή την πληροφόρηση.   

Τους τελευταίους μήνες μάθαμε να ψελλίζουμε τις λέξεις “υποκείμενα νοσήματα” αλλά το πρόβλημα με αυτή τη γνώση είναι ότι την συναντάμε να χρησιμοποιείται ως ξόρκι για το κακό που ελπίζουμε να μη βρει εμάς ή κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο.  Πώς να αισθάνονται άραγε όλοι αυτοί που όντως έχουν κάποιο υποκείμενο νόσημα αλλά επιπλέον βρίσκονται σε αρχικό ή προχωρημένο στάδιο μιας κατάστασης που ήδη κουβαλούσε τεράστιο συναισθηματικό βάρος και έφερνε τους ανθρώπους αντιμέτωπους με τον τρόμο επικείμενου θανάτου;  Με τον καρκίνο να αλλάζει μορφή μέσα τους μέρα με τη μέρα αλλά ταυτόχρονα να φέρνει τούμπα όλες τις σταθερές στη ζωή τους, οι πάσχοντες χρειάζεται να απομονωθούν διπλά αλλά και να κάνουν διπλή υπομονή: η υγεία βρίσκεται στο κόκκινο, τόσο από πλευράς άμεσης ανταπόκρισης στην κρίση, όσο και από πλευράς συστηματικής παρακολούθησης.

Αυτό που χρειάζεται να  φροντίσουμε αλλά και να διδαχθούμε από την κρίση, είναι το πώς τα “υποκείμενα νοσήματα” δεν μπορούν άλλο να χρησιμοποιούνται ως αναστεναγμός για το γεγονός ότι κάποιος έφυγε από τη ζωή ενώ υπέφερε από διάφορα προβλήματα και “ευτυχώς που εμείς είμαστε υγιείς και δεν κινδυνεύουμε”.  Αυτό που θα πρέπει να δούμε είναι το πώς τα διάφορα αυτά προβλήματα θα έχουν τον επανασχεδιασμό και την ανταπόκριση του συστήματος με τρόπο που να μην καταλήξουν να γίνουν απώλειες.  Με ποιον τρόπο θα μεριμνήσουμε για τους ήδη ασθενείς μας, πώς θα καταλαγιάσουμε τον φόβο και τις αγωνίες τους, πώς θα λειτουργήσουμε με αμοιβαία ευθύνη ως προς την διαχείριση της υγείας τους.  Επιπρόσθετα, η πρόληψη και τα ετήσια check-up δεν μπορούν να τοποθετηθούν σε μεταγενέστερη ημερομηνία.  Όλες οι υποψίες, τα συμπτώματα και αυτά που επιβαρύνουν τη συνολική υγεία πρέπει να βρουν απάντηση.

Κατά την διάρκεια του προηγούμενου lockdown ακούσαμε πολλές φορές την παρότρυνση να απευθυνθούμε στον οικογενειακό μας γιατρό για συμβουλή και έλεγχο σε περίπτωση ανησυχίας.  Αυτό ήταν πέρα για πέρα μια φαντασιακή διάσταση καθώς όλα υπολειτουργούν εδώ και μήνες επειδή πρέπει να υπερ-λειτουργήσουν αποκλειστικά σε σχέση με τον κόβιντ.  Το δεύτερο κύμα της πανδημίας κάνει επιτακτικότερη την …”αυτοβοήθεια” με δεκάδες ασθενείς να προσπαθούν να κρατήσουν την κατάστασή τους σε επίπεδο πορτοκαλί συναγερμού, βοηθώντας τα νοσοκομεία και όχι τον εαυτό τους να ανακάμψει.  Χωρίς στήριξη, μέσα στην μοναξιά, την απομόνωση και συχνά την παραπληροφόρηση, πολύ φοβάμαι ότι η κρίση της υγείας θα συνεχιστεί και πολύ μετά την κάμψη της πανδημίας από τον κορονοϊό.

Η αρνητική αυτή πραγματικότητα δεν είναι εγχώριο φαινόμενο, ούτε είμαστε η μόνη χώρα που αναβάλλει όσα οι γιατροί κρίνουν ότι μπορούν να αναβληθούν (ας λάβουμε υπόψη ότι η ψυχική υγεία θα έπρεπε να είναι από τις αδιαπραγμάτευτες παροχές αυτής της κρίσης).  Είμαστε όμως η χώρα που μιλάει λιγότερο γι αυτά που χρειάζεται να ειπωθούν, που έχει τον μικρότερο στρατηγικό σχεδιασμό για την υγεία και την φροντίδα και που δεν αναδεικνύει σοβαρά θέματα, παρά μόνο όταν αυτά βρουν το δρόμο τους για τα ΜΜΕ.  Είμαστε η χώρα με τα χειρότερα αντανακλαστικά, αυτή που δεν έχει μάθει να λειτουργεί προενεργητικά, αυτή που τρέχει πίσω από τις εξελίξεις αντί να κάνει πρόληψη.  Στη μάχη της υγείας, ας μη μείνει πίσω κανείς: οι πάσχοντες από διάφορες μορφές καρκίνου χρειάζονται το οξυγόνο της προσοχής και της αμέριστης συμπαράστασης μας.

Facebook Comments