Η απαξίωση του ελληνικού πολιτικού συστήματος δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Μέχρι και λίγο πριν την οικονομική κρίση, ή καλύτερα τη χρεωκοπία της χώρας μας, μια σιωπηρή συμφωνία ίσχυε διαχρονικά μεταξύ απλού κόσμου και κυβερνώντων. Η συμφωνία αυτή περιλάμβανε την ικανοποίησή τους ως εκλογική πελατεία με αντάλλαγμα τις ψήφους που είχε ανάγκη το εκάστοτε σύστημα εξουσίας για να επιβιώσει. Μέσα σε αυτήν την πρακτική ασφαλώς δεν συμπεριλαμβάνεται ολόκληρο το εκλογικό σώμα κατά τη λογική του «μαζί τα φάγαμε», σίγουρα όμως υπήρχε πάντοτε μια υπολογίσιμη μάζα που οι διεκδικητές του κυβερνητικού θώκου επεδίωκαν να πάρουν με το μέρος τους με διάφορους, γνωστούς σε όλους μας, τρόπους.

Εναλλαγές στη εξουσία υπήρξαν ασφαλώς πάμπολλες κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, έτσι ώστε να τηρούνται και τα προσχήματα δημοκρατικότητας που ούτως ή άλλως είναι απαραίτητα, ωστόσο το modus operandi παρέμενε για όλα αυτά τα συστήματα το ίδιο.  Ήταν, με άλλα λόγια, η χρυσή εποχή που όλοι έκαναν πολιτική με δανεικά. Όταν αυτά κάποια στιγμή όχι μόνο τελείωσαν, αλλά ζητήθηκαν και επιτακτικά πίσω, η πελατεία αυτή εξέλαβε εαυτόν ως εκτεθειμένη και ανυπεράσπιστη. Έτσι ξαφνικά εμφανίστηκε το σύνθημα «αλήτες, προδότες πολιτικοί», κυρίως από την πελατεία αυτή που ένιωσε προδομένη. Οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους που είχαν ούτως ή άλλως μάθει όλα αυτά τα χρόνια να πορεύονται βασιζόμενοι στις δικές τους δυνάμεις, βρήκαν τον τρόπο να ανταπεξέλθουν στις οικονομικές δυσκολίες που αναπόφευκτα προέκυψαν. Η δικαιολογημένη από την εκλογική πελατεία αγανάκτηση βρήκε διάφορους τρόπους έκφρασης, κινηματικού κυρίως χαρακτήρα, αν θεωρεί βέβαια κάποιος την εκτόξευση γιαουρτιών, ή ακόμη την απροκάλυπτη βιαιοπραγία εναντίον πολιτικών στο δρόμο, ως τέτοιους.

Λίγο αργότερα επακολούθησαν οι συγκεντρώσεις έξω από τη Βουλή με τις γνωστές ιαχές του πλήθους που την παρομοίαζαν με οίκο ανοχής. Κάπως έτσι ολοκληρώθηκε η πρώτη φάση ευτελισμού της ελληνικής πολιτικής σκηνής στην οποία σημαντικό μερίδιο ευθύνης φέρει και ο απλός κόσμος. Αυτή αποτέλεσε ταυτόχρονα και το έναυσμα για την εμφάνιση πολιτικών κομμάτων κατ’ ευφημισμό διαμαρτυρίας, κατ’ ουσία ευκαιρίας, που τα περισσότερα εξ αυτών ολοκλήρωσαν τον κύκλο τους μέσα σε μια τετραετία, ενώ ένα εξ αυτών ενδεδυμένο το μανδύα του καινούργιου κατάφερε να καταστεί αρχικά και να καθιερωθεί πρόσφατα ως ο δεύτερος πόλος.

Οι συγκεντρώσεις αυτές πάντως, πέραν του όποιου σκοπού εξυπηρέτησαν, ανέδειξαν παρεμπιπτόντως, τη σημασία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην πολιτική που μέχρι τότε ήταν ασήμαντη. Επειδή διοργανώθηκαν μέσω αυτών, αυτομάτως κατέδειξαν τη δύναμη επηρεασμού της κοινής γνώμης που αναμφισβήτητα πλέον, διαθέτουν. Αυτό ασφαλώς δεν ίσχυε εξ αρχής. Το μακρινό 2007 ή 2008 τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ήταν απλώς ένας τρόπος να περνά κάποιος την ώρα του.  Από τη στιγμή που οι πολιτικοί, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά παγκοσμίως, αντιλήφθηκαν τη δύναμη που διαθέτουν, άρχισαν να στρέφονται συστηματικά προς αυτά, δίνοντάς τους όλο και μεγαλύτερη βαρύτητα. Αυτό φυσικά παρατηρήθηκε σε ολόκληρο σχεδόν το φάσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας, σε σημείο τέτοιο ώστε κάτι που παλαιότερα θεωρούνταν χάσιμο χρόνου, να θεωρείται σήμερα αυτοτελές επαγγελματικό πεδίο. Πλέον ακούμε για θέσεις εργασίας με τίτλο “social media expert, manager, specialist, marketeer” χωρίς να μας κάνει καμία εντύπωση. Όσον αφορά την πολιτική, χωρίς καλά-καλά να το συνειδητοποιήσουμε, αρχίσαμε να περνούμε σταδιακά από την παραγωγή πολιτικού έργου στην πολιτική επικοινωνία, ή αλλιώς προπαγάνδα όπως λέγαμε παλαιότερα.

Πολιτική επικοινωνία υπήρχε πάντοτε, κυρίως όμως μέσα από το γνωστό και καθιερωμένο από την τηλεόραση, το ραδιόφωνο και τον έντυπο τύπο, δίπολο πομπού-δέκτη. Τώρα όμως, το επικοινωνιακό παιχνίδι άλλαξε. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εισήγαγαν μια καινοτομία που κάνει θραύση στο κοινό: τη διαδραστικότητα. Η ψευδαίσθηση συμμετοχής αλλά και η συμμετοχή αυτή καθαυτή που παρέχουν όταν πράγματι υπάρχει αλληλεπίδραση, είναι ασύγκριτα ελκυστικότερη για το πολιτικό ακροατήριο που θέλει να νομίζει ότι επηρεάζει τις εξελίξεις, ή αν όχι, ότι ακούγεται τουλάχιστον η γνώμη του.

Κάπως έτσι περάσαμε στη δεύτερη φάση ευτελισμού της πολιτικής, με αποκλειστική όμως ευθύνη πια των ίδιων των πολιτικών. Σε αυτή τη φάση, σημασία δεν έχει τόσο η εν γένει ποιότητα της κοινοβουλευτικής παρουσίας του εκάστοτε βουλευτή με τη διατύπωση και υποστήριξη πολιτικών θέσεων εντός και εκτός Βουλής, όσο η πρόκληση εντυπώσεων. Το κοινοβουλευτικό έργο, η διατύπωση θέσεων επί νομοσχεδίων και ο κοινοβουλευτικός έλεγχος αντιμετωπίζονται ως πάρεργα, ως αναγκαίο κακό και η ανάπτυξη πολιτικής επιχειρηματολογίας υποχωρεί συνεχώς δίνοντας τη θέση της σε εύκολα συνθήματα, φτηνά ευφυολογήματα και προσπάθειες αποστόμωσης του αντιπάλου.

Έτσι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται το φαινόμενο να ασκείται πολιτική κυρίως μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που πολλές φορές χρησιμοποιούνται και ως μέσο κατασκοπείας του αντιπάλου. Παλαιές αναρτήσεις αναζητούνται στα προφίλ ή τις σελίδες πολιτικών αντιπάλων και είναι ανά πάσα στιγμή διαθέσιμες για να χρησιμοποιηθούν εναντίον τους όποτε χρειαστεί. Φίλοι, ακόλουθοι, like, σχόλια είναι δυνητικά επιλήψιμα και όλα παρακολουθούνται. Δεν είναι λίγες άλλωστε οι φορές που πολιτικοί παρασύρθηκαν είτε από αφέλεια είτε από κεκτημένη ταχύτητα σε αυτό το παιχνίδι που παραλίγο να τους κοστίσει πολύ ακριβά. Για αυτούς η μάχη των εντυπώσεων προέχει και είναι κρίσιμο να κερδηθεί πάση θυσία.

Είναι πολλά τα περιστατικά που έχουν σημειωθεί στο πρόσφατο παρελθόν με αφορμή αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Φτηνές αντεγκλήσεις και χυδαίες, άνευ λόγου, προσωπικού χαρακτήρα προκλήσεις, μεταξύ πολιτικών αντιπάλων, ή ακόμη χειρότερα, μεταξύ αυτών και τηλεοπτικών αστέρων, είναι δυστυχώς πλέον στην ημερήσια διάταξη.  Ο ευτελισμός της πολιτικής και της κοινωνίας μας γενικότερα που αντανακλάται σε αυτήν, συνεχίζεται και δυστυχώς όλα γύρω μας δείχνουν ότι ο δρόμος είναι ακόμα μακρύς και κατηφορικός.

Facebook Comments