Η πρώτη φορά στην οποία ακούσαμε τις λέξεις «υποχρεωτική συνεπιμέλεια» από χείλη δικηγόρων ήταν στα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν ξέσπασε ένα κύμα καταγγελιών για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών από τον ένα γονέα, στις Ηνωμένες Πολιτείες. 

Φυσικά, η λέξη ήταν γνωστή παλαιόθεν ως μια συναινετική προσπάθεια ανάμεσα σε πρώην συζύγους που διατηρούσαν καλές σχέσεις, να μεγαλώσουν τα παιδιά τους από κοινού, χωρίς να τους το έχει επιβάλλει ή έστω προτείνει κάποιος μεσάζοντας.  Το 1980 όμως, η «λεπτομέρεια» που έμπλεκε τις ανθρώπινες ιστορίες διαζυγίων με σφοδρές δικαστικές διαμάχες οι οποίες κατέληγαν στην απόδοση υποχρεωτικότητας για διαμονή στο σπίτι και περισσότερο χρόνο μοιρασμένο ανάμεσα στους δύο γονείς, ήταν οι καταγγελίες που άρχισαν να έρχονται η μία μετά την άλλη στα γραφεία εισαγγελέων για σεξουαλική και όχι μόνο, κακοποίηση των παιδιών: σε αυτό το κύμα, ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων άρχισε να καταγγέλλει την ακαταλληλότητα του περιβάλλοντος και της προσωπικότητας κάποιων γονέων να αναλάβουν την ανατροφή των παιδιών τους, για σοβαρούς λόγους που εμπεριείχαν κίνδυνο τόσο για την σωματική όσο και για την ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη των τελευταίων.  Εκείνη την χρονική στιγμή, άδραξε το momentum ένας παιδοψυχίατρος, ο Richard Gardner, για να προωθήσει το – σήμερα αμφιλεγόμενο και οπωσδήποτε στερεοτυπικό μέχρι απαγόρευσης χρήσης του σε επίσημα έγγραφα – κόνσεπτ του Συνδρόμου Γονικής Αποξένωσης (Parental Alienation Syndrome, PAS).

Ο Gardner, γνωστός βιβλιογραφικά τόσο για την αρνητική στάση του απέναντι στα γυναικεία κινήματα, όσο και για την ανοιχτά θετική στάση του απέναντι στην παιδοφιλία και τις σεξουαλικές σχέσεις ανάμεσα σε ενήλικες και παιδιά, σχέσεις τις οποίες θεωρούσε καθόλα φυσιολογικές («είναι επειδή η κοινωνία μας αντιδρά υπερβολικά στην παιδοφιλία που κάνει τα παιδιά να υποφέρουν», από το – γεμάτο από τέτοια διαμάντια – βιβλίο του True and False Accusations of Child Sex Abuse), ξεκίνησε ένα franchise από συλλόγους υποστήριξης δικαιωμάτων χωρισμένων πατεράδων, βασισμένο στην εντελώς αυθαίρετη στατιστικά άποψη ότι οι γυναίκες, μετά από ένα διαζύγιο, στρέφουν τα παιδιά τους εναντίον του πατέρα με ψευδείς κατηγορίες κακοποίησης σε ποσοστό 90%, προκειμένου να βγάλουν το άχτι τους σε αυτούς (όλες οι θεωρίες του Gardner βασίστηκαν σε δεδομένα που συνέλεξε από την δική του, προσωπική εξάσκηση του επαγγέλματός του και έκτοτε έχουν απορριφθεί ως αντιεπιστημονικές). 

Σε αυτόν του τον αγώνα συσπειρώθηκε με συγκεκριμένους εμπειρογνώμονες και δικηγόρους υπεράσπισης στο πλευρό του, οι οποίοι, έναντι αδρής αμοιβής, έφτιαξαν μία βιομηχανία αντιπερισπασμού για την κακοποίηση, η οποία μετατόπισε επιχειρηματολογικά ένα σοβαρό πρόβλημα, από το ζητούμενο του τι είναι ωφέλιμο για τα παιδιά, στις έμφυλες διακρίσεις και στον πόλεμο ανάμεσα σε πρώην ζευγάρια, προτείνοντας ως λύση την υποχρεωτική συνεπιμέλεια, μια συμφωνία στην οποία όμως, αν ο ένας γονέας τολμούσε να αντιταχθεί με παράπονα για κακοποίηση του παιδιού του, έχανε εξ ολοκλήρου το δικαίωμα να το βλέπει και να περνάει χρόνο με αυτό.  Πολλά παιδιά πέρασαν στην εξ ολοκλήρου φροντίδα ενός κακοποιητή γονέα εξαιτίας αυτής της στρέβλωσης, η οποία έβγαινε εις βάρος των μητέρων που είχαν ήδη υπάρξει θύματα κακοποίησης και οι ίδιες, ήταν εξαθλιωμένες οικονομικά και παρουσιάζονταν στα δικαστήρια μόνες και απροετοίμαστες, ακριβώς επειδή δεν είχαν τους πόρους ή την ψυχική αντοχή για να παλέψουν για την διεκδίκηση της ιστορίας τους.  Σύμφωνα με τον οργανισμό Children’s Defense Fund, από το 1980 και μετά, ο αριθμός των παιδιών-θυμάτων κακοποίησης και ενδοοικογενειακής βίας τριπλασιάστηκε.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Gardner επινόησε το Σύνδρομο για να κρύψει την κακοποίηση από το βλέμμα του νόμου μέσω της διαδικασίας της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας.  Σε κάθε περίπτωση, αυτό που κληρονόμησε το σύστημα οικογενειακού δικαίου, είναι μια διαμάχη που χτίστηκε πάνω σε επιχειρήματα τύπου «χολή για το άλλο φύλο», στο φόβο κάποιας φανταστικής συνομωσίας γυναικών,  στον συνδικαλισμό πατεράδων (δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που Πρόεδρος ενός από αυτούς τους συλλόγους που βροντοφώναζε σε βουλευτές «Τα παιδιά χρειάζονται και τους δύο γονείς. Δεν έχει σημασία ποιος απ’ τους δύο έχει δίκιο, αλλά ποιο είναι το δίκαιο για τα παιδιά», ξυλοφόρτωσε τη γυναίκα του σε προαύλιο εκκλησίας στην Κέρκυρα) και στον κατακλυσμό των ΜΜΕ από δικηγόρους, οι οποίοι βγαίνουν στον αέρα, εντελώς μοναχοί, χωρίς καμία εκπαίδευση πάνω στην ψυχική υγεία, να μας μιλήσουν για… ψυχολογία.  Κερασάκι στην τούρτα, οι πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού δικαιοσύνης περί δύο φύλων και παρεκκλίσεων, ο οποίος απέδειξε περίτρανα ότι δεν γνωρίζει το θέμα για το οποίο μιλάει.  

Αν πράγματι το ζητούμενο είναι η καλύτερη δυνατή συνθήκη για τα παιδιά των διαζευγμένων γονέων, πώς γίνεται να μονοπωλούν τον δημόσιο διάλογο οι δικηγόροι, οι μικροβιολόγοι και κάθε άλλη ειδικότητα πλην αυτής των επαγγελματιών ψυχικής υγείας;  Και γιατί ποτέ δεν αποσαφηνίζεται η φράση «το καλό των παιδιών» η οποία είναι τόσο αόριστη που – σε συνδυασμό με πλήρη νομική κάλυψη και τις ευλογίες του κόσμου που δεν γνωρίζει λεπτομέρειες – να οδηγεί σε ευρύ και μαζικό εντυπωσιασμό. 

Αρκετά άρθρα που έχουν γραφτεί για το θέμα αλλά και τα σχόλια κάτω από αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που αναφέρουν το θέμα, επιβεβαιώνουν με φρίκη πόσο η επιχειρηματολογία εξαντλείται σε μια σύγχρονη δαιμονοποίηση ανθρώπων και συμπεριφορών για την οποία, ως λύση, προτείνεται η παραχώρηση της εμπειρίας της οικογένειας σε κρατικούς χωρομέτρες,  με κίνδυνο για θεσμική ανοχή της οικιακής βίας, αφού ένα από τα προβλήματα που υποτίθεται ότι η υποχρεωτική συνεπιμέλεια ανακουφίζει είναι αυτό του «ενός γονέα που αποξενώνει το παιδί από τον άλλο» ακολουθώντας την σκοτεινή παράδοση που άφησε πίσω του ο Gardner.

Πολλοί άνθρωποι που ακούν την λέξη «συνεπιμέλεια» με πρώτο συνθετικό το συν, φαντάζονται μια σχέση αμοιβαίας κατανόησης και ομαλής συνεννόησης για το καλό των παιδιών, αυτή δηλαδή την σχέση που δεν θα έκανε ποτέ χρήση των νομικών συμβουλών του κορεσμένου επαγγέλματος των δικηγόρων.  Είναι χιουμοριστικά ειρωνικό το ότι πρόσφατα, γνωστό Κυριακάτικο φύλλο εφημερίδας που έγραφε για την συνεπιμέλεια, είχε ακριβώς από κάτω άρθρο για τα προβλήματα της Ελληνικής δικαιοσύνης και για το ότι η Ελλάδα είναι πρώτη μεταξύ των χωρών του Συμβουλίου της Ευρώπης σε ό,τι αφορά στην αναλογία δικηγόρων: 388 ανά 100.000 κατοίκους, πράγμα που – κατά τη γνώμη μου – τους ωθεί να διαφημίσουν καινούριες υπηρεσίες καλυτέρευσης της καθημερινότητάς μας ακόμα κι αν αυτές οι υπηρεσίες μπαίνουν στα χωράφια άλλων επιστημονικών κλάδων. 

Το κακό με την υποχρεωτική συνεπιμέλεια είναι ότι α) δεν λαμβάνει υπόψη την πρακτική εφαρμογή όλων των οραματικών εδαφίων για το πώς συνεργάζεται κανείς μετά από ένα διαζύγιο, β) δέχεται σχεδόν ως ευχολόγιο ότι όλα όσα περιγράφονται σε μια απόφαση, θα τηρηθούν ευλαβικά για τα παιδιά γ) αγνοεί βασικές παραμέτρους της ανθρώπινης φύσης και ψυχοπαθολογίας, οι οποίες μάλιστα αποδεικνύονται δύσκολα στο δικαστήριο (πώς αποδεικνύεις το soft abuse, την υποτίμηση, τον καθημερινό εξευτελισμό της ανθρώπινης υπόστασης, τον οικονομικό εκβιασμό ή την κακοποιητική συμπεριφορά που δεν εμπλέκει το σώμα, πχ παιδιά που εκβιάζονται από τον ένα γονιό να παρακολουθούν μαζί με άλλους ενήλικες ταινίες σκληρού ερωτικού περιεχομένου aka τσόντες).  Ακόμα, πώς εμπλέκεις διαφορετικές κουλτούρες στην μετά-διαζύγιο εποχή (στην Αμερική γονείς έχουν χάσει την επιμέλεια των παιδιών τους επειδή ήταν vegan ή αντιεμβολιαστές).  Πώς οριοθετείς το πρόγραμμα, τέμνεις σε κομμάτια την καθημερινή εμπειρία ενός παιδιού σαν να περιφράζεις χωράφι;

Ένας γάμος που κυλάει αρμονικά χρειάζεται την συστηματική φροντίδα και των δύο συντρόφων, τον αλληλοσεβασμό και την εμπιστοσύνη στις ικανότητες των συζύγων ότι όχι απλώς διαθέτουν την υπομονή και τις αρχές με τις οποίες πρόκειται να αναθρέψουν τα παιδιά τους, αλλά πολύ περισσότερο έχουν κοινή γραμμή προσέγγισης των προβλημάτων που προκύπτουν και, κυρίως, έχουν κοινές αξίες για να μεταδώσουν στα παιδιά.  Αν τα παραπάνω ήταν εξαρχής προβληματικά σε ένα γάμο ή απουσίαζαν εντελώς, τι μας κάνει να πιστεύουμε ότι θα τα εμπνεύσει, ρυθμίσει ή επιβάλλει ένα κεντρικό σύστημα, όταν μάλιστα τα παραπάνω δεν προκύπτουν ως αποτέλεσμα έμπνευσης, ρύθμισης ή επιβολής αλλά αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του μεγαλώματος και της ανατροφής των ίδιων των ενηλίκων που εισέρχονται σε γάμου κοινωνία.  Αν πάλι όλα τα παραπάνω και πολύ περισσότερα προϋπήρχαν στο ζευγάρι, τότε γιατί να χρειάζονται να καταφύγουν στη νομική λύση της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας αφού για χρόνια τα βελούδινα διαζύγια κυλούν χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα και δίχως μεσάζοντες.  Οι γονείς που ποτέ δεν κατάφεραν να συνεννοηθούν, δεν πρόκειται να το πράξουν τώρα επειδή θα τους το πει κάποιος δικηγόρος και τα προβλήματα του παρελθόντος απλά θα τοποθετηθούν στο μέλλον κάνοντας τη ζωή, όχι μόνο των παιδιών αλλά και των ενηλίκων, κόλαση.

Στις διεκδικήσεις από ένα διαζύγιο, συχνά σκοντάφτουμε σε θέματα ταυτότητας που ούτε οι ίδιοι οι σύζυγοι δεν έχουν ξεκαθαρίσει (ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε) και διαχείρισης εξουσίας (είμαι αυτός που έχει τα λεφτά άρα κάνω παιχνίδι) και η υποχρεωτική συνεπιμέλεια δεν εξομαλύνει την ανάγκη κάποιων ανθρώπων να εμπλέκονται σε επιδείξεις δύναμης και ισχύος.  Κανένα χαρτί, απόφαση ή διαταγή δεν μπορεί να σταθεί ικανό να ρυθμίσει την πεζή καθημερινότητα εγωπαθών ανθρώπων που με το πρόσχημα του «τι είναι καλό για το παιδί» ξεκινούν φανταστικούς πολέμους για το οτιδήποτε.  Ίσως να μην το αντιλαμβάνονται πολλοί, αλλά ναι, αρκετοί πρώην σύζυγοι κρατούν για χρόνια άχτι ο ένας στον άλλο, σαμποτάροντας έμμεσα ή φανερά κάθε τους πρόταση, πρωτοβουλία και απόφαση.  Τα παιδιά όμως, ανάμεσα σε άλλα, έχουν ανάγκη από δύο υγιείς και ικανοποιημένους με τη ζωή τους γονείς, δυο γονείς που χρειάζεται να σταθούν ξανά στα πόδια τους μετά το διαζύγιο (όλα τα διαζύγια, ακόμη και τα πιο φιλικά, εμπεριέχουν την αλλαγή και την προσαρμογή σε διαφορετικά δεδομένα, ενώ σίγουρα σε όλα τα διαζύγια ένας ή περισσότεροι άνθρωποι πληγώνονται βαθιά), γονείς που θέλουν να κάνουν κι άλλα πράγματα, να προχωρήσουν, να ξαναδεσμευτούν ενδεχομένως αλλά σίγουρα να αποδεσμευτούν πρώτα από τον δύσκολο, προηγούμενο εφιάλτη μιας αποτυχίας συμβίωσης.  Αυτός ο εφιάλτης είναι σχεδόν αδύνατον να σταματήσει να αναβιώνει μπροστά στα μάτια τους αν κάθε απόφαση, κάθε μικρομάνατζμεντ της καθημερινότητας πρέπει να περνάει από την αποδοχή ενός/μιας πρώην.  Αν δε, κάποιος πρώην δεν έχει τίποτα καλύτερο να κάνει από το να λειτουργεί ανταγωνιστικά επειδή με αυτό τον τρόπο θεωρεί ότι αξιοποιείται σε αυτή την φάση η υπόστασή του, τόσο το χειρότερο για τις ζωές όλων των εμπλεκόμενων μερών.   

Είμαι κατά της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας επειδή η γλώσσα με την οποία το νομοσχέδιο περιγράφεται στον απλό κόσμο, εργαλειοποιείται από ομάδες συμφερόντων για να διαιρέσει και να συντηρήσει στερεότυπα.  Επειδή πρόκειται για μια σύγχρονη επίθεση προς τις γυναίκες, με τις ευλογίες του κράτους.  Επειδή η υποχρεωτική συνεπιμέλεια εξαναγκάζει δύο πρώην συζύγους σε εξάρτηση με τρόπο που κατατρώει την καθημερινότητα των ανθρώπων και στερεί από αυτούς την ουσία της ανατροφής παιδιών.  Επειδή έχει αρχίσει να αναθεωρείται σε όλα τα προηγμένα κράτη.  Επειδή η υποχρεωτική συνεπιμέλεια αντενδείκνυται στα συγκρουσιακά ζευγάρια αλλά δεν εξετάζονται ποτέ οι κοινωνικές συνθήκες που παράγουν τη σύγκρουση.  Επειδή – μέσα από κάτι τόσο εργαστηριακά κατασκευασμένο – διακυβεύονται οι αξίες που μπορούμε να μεταδώσουμε στις επόμενες γενιές.  Επειδή το παιδί είναι ο τελευταίος άνθρωπος στον οποίο γίνεται αναφορά στις εκθέσεις για τα πλεονεκτήματα του νέου νόμου και ποτέ από τους ειδικούς της ανθρώπινης συμπεριφοράς.  Η υποχρεωτική συνεπιμέλεια τόσο ως επινόηση όσο και ως πρακτική που μαγειρεύεται, είναι η πιο στρεβλή μετάφραση του κόσμου που θα θέλαμε να κληροδοτήσουμε στα παιδιά μας.

Facebook Comments