Το μεσοκαλόκαιρο του 2020 – εν μέσω κορονοϊού, ιστοριών διαχειριστικής επιτυχίας της πανδημίας, φόβων και προετοιμασιών για ένα δύσκολο φθινόπωρο – πέρασε κάτω από το όριο ανίχνευσης των ανθρώπων που μάχονται για την ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, με τη διαδικασία του κατεπείγοντος και χωρίς δημόσια διαβούλευση, η τροποποίηση του άρθρου 1519 του Αστικού Κώδικα που αφορά στην αλλαγή κατοικίας του παιδιού, όταν επηρεάζει το δικαίωμα επικοινωνίας του γονέα με τον οποίο το παιδί δεν διαμένει: σύμφωνα με την τροπολογία και σε απλά ελληνικά, για να μετακινηθεί για οποιοδήποτε λόγο (ήτοι για θέμα υγείας, εργασίας, επαγγελματικής εξέλιξης ή ασφάλειας μακριά από ένα κακοποιητικό περιβάλλον) ο γονέας που έχει την επιμέλεια ενός παιδιού, θα πρέπει να συναινέσει σε αυτή την μετακίνηση και ο άλλος γονέας.  Σε αντίθετη περίπτωση και με τυχόν διαφωνία τους, η περίπτωση οδηγείται στο δικαστήριο. 

Και που είναι το πρόβλημα στη συναίνεση, θα μου πείτε.

Θα ήθελα να ξεκινήσουμε σημειώνοντας πόσο σημαντική είναι η επικοινωνία και η αγαστή συνεργασία ανάμεσα σε πρώην συντρόφους που συνδέονται εφ όρου ζωής με το πολυτιμότερο δημιούργημά τους: το παιδί τους.  Ένα παιδί, ως ενήλικας-εν-εξελίξει, έχει ανάγκη από τη φροντίδα και την επαφή με τους ανθρώπους που το έφεραν στον κόσμο, μέσα σε ένα περιβάλλον αλληλοσεβασμού και κατανόησης της ιδιαίτερης θέσης των μελών μιας οικογένειας που, ακόμα κι αν ζει χωριστά, συνδέεται με συναισθηματική σχέση.  Φροντίδα ενός παιδιού, ανάμεσα σε άλλα, σημαίνει και την καλλιέργεια ενός θετικού, ειλικρινούς περιβάλλοντος αναγνώρισης του ρόλου όλων των πλευρών και ταυτόχρονα αναγνώρισης των δυσκολιών και των συναισθημάτων που αντιμετωπίζουμε στην διαδρομή της σωστής ανατροφής.  Σε καμία λοιπόν περίπτωση δεν θα σκεφτόταν κάποιος λογικός άνθρωπος να εκθέσει σε κίνδυνο αυτές τις διεργασίες ωρίμανσης και ομαλής προσαρμογής στη ζωή.

Το κακό ξεκινάει από την στιγμή που τα όνειρά μας για μια όμορφη, ήρεμη, χωρίς διαξιφισμούς διαβίωση, μια ζωή από την οποία οι δυο πλευρές θα αντλήσουν τη δύναμη που χρειάζονται για να ανταποκριθούν στο ρόλο του γονέα, συνθλίβεται υπό το βάρος αντεγκλήσεων και επίδειξης ισχύος, παραμέτρων τις οποίες η ανθρώπινη φύση δυστυχώς δεν έχει καταφέρει να δαμάσει.  Δεν είναι όλες οι διαδικασίες διαζυγίου ιδανικές και αρκετές φορές ένα διαζύγιο με όλα τα διαχειριστικά συνεπακόλουθα, καταντάει εφιάλτης.  Το διαζύγιο, ως οικογενειακή κατάσταση, είναι δαιμονοποιημένο κοινωνικά ενώ συχνά οδηγεί σε αλλεπάλληλα αδιέξοδα για τα δύο μέρη.  Επιπλέον, αν ένας γάμος υπήρξε κακοποιητικός, το διαζύγιο μπορεί να μετατραπεί σε αρένα εκδήλωσης της ψυχοπαθολογίας των ανθρώπων που εμπλέκονται σε αυτό.  Διότι, σε κάθε περίπτωση, οι γονείς είναι πρώτα από όλα άνθρωποι.

Και από εδώ ξεκινάει η συζήτηση σχετικά με την παραπάνω τροποποίηση η οποία δημιουργεί προβληματισμούς σχετικά με το συνταγματικά κατοχυρωμένο ατομικό δικαίωμα μετακίνησης και εγκατάστασης των γονέων που, ως πολίτες, συνεχίζουν να διατηρούν, στο πλαίσιο της ανάπτυξης της προσωπικότητας τους: δικαίωμα που προστατεύεται ως θεμέλιο των δημοκρατικών και φιλελεύθερων κοινωνιών και πολιτευμάτων.  

Η αρχική τροποποίηση που έλαβε χώρα στις 31 Ιουλίου 2020 προέβλεπε ότι για την αλλαγή κατοικίας του παιδιού απαιτείται η συναίνεση του γονέα με τον οποίο δεν διαμένει ή μια οριστική απόφαση Δικαστηρίου.  Αυτό το γεγονός από μόνο του συνιστούσε καθολική απαγόρευση στην μετακίνηση όλων των γονέων που είχαν αναλάβει την επιμέλεια ανήλικων τέκνων μέχρι σήμερα, από την πόλη στην οποία διέμεναν, για χρονικό διάστημα μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης δικαστηρίου.  Σε δεύτερο χρόνο, η ρύθμιση επαναλήφθηκε στο νέο νομοσχέδιο με τη διαφορά ότι για την μετοίκηση του γονέα που έχει την επιμέλεια, απαιτείται πλέον απόφαση, αν και όχι οριστική.

Η προηγούμενη ρύθμιση που “έπρεπε” επειγόντως να τροποποιηθεί έδινε καταρχήν στον γονέα την δυνατότητα μετακίνησης και εγκατάστασης σε τόπο διαφορετικό από τον τόπο στον οποίο διέμενε, χωρίς περιορισμούς.  Μόνο ο Δικαστής μπορούσε να απαγορεύσει την μετοίκηση εφόσον έκρινε ότι δεν υπήρχαν λόγοι που να την δικαιολογούν ή πλήττεται μέσω αυτής η επικοινωνία με τον άλλο γονέα και κυρίως, εφόσον έκρινε ότι δεν εξυπηρετείται το συμφέρον του παιδιού. 

Για όσους ακόμα δεν κατάλαβαν τη διαφορά, η τροποποίηση ορίζει ότι ένα δικαίωμα συνταγματικά κατοχυρωμένο καταρχήν απαγορεύεται εκτός αν το επιτρέψει ο άλλος γονέας ή το δικαστήριο (και όλοι γνωρίζουμε πόσος χρόνος χρειάζεται για να ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία).  Μεταφέρετε τώρα αυτή την απόφαση στην πραγματική ζωή και σκεφτείτε τα συνεπακόλουθα της συναίνεσης σε ένα δικαίωμα που θα έπρεπε εξαρχής να μπορείς να ασκείς ελεύθερα.

Τι θα γίνει αν ένας γονέας που έχει την επιμέλεια των παιδιών του χρειαστεί να απαντήσει άμεσα σε μια ευκαιρία για δουλειά σε άλλη πόλη;  Μήπως η επαγγελματική σταδιοδρομία ή μια γενναία καριέρα γυναικών που αγωνίζονται να σπάσουν τη γυάλινη οροφή δεν αποτελούν θετικά πρότυπα μεγαλώματος ενός παιδιού;  Τι θα γίνει αν ο γονέας χρειάζεται να δραπετεύσει από τον κακοποιητή του;  Θα του ζητήσει υπογραφή;  Αλλά δεν χρειάζεται να είναι όλα τόσο δραματικά.  Δεν χρειάζεται να κρυβόμαστε από τα στερεότυπα: τι θα γίνει αν ο γονέας με την επιμέλεια των παιδιών του επιθυμήσει να εξερευνήσει τα όρια μιας καινούριας σχέσης, μιας αλλαγής περιβάλλοντος, μιας μετακόμισης;  Μήπως η  καλή ψυχική υγεία του γονέα, η ικανοποίηση από τη ζωή, η αναζήτηση της εκ νέου ευτυχίας δεν επηρεάζουν θετικά την ανατροφή του παιδιού του;  Κι αν κάποιος απαντήσει “όχι” στα παραπάνω, μπορεί λοιπόν να μας πει τι είναι αυτό επιτέλους που επιδρά θετικά στα παιδιά αν όχι το να περιβάλλονται από ενήλικες που δεν πνίγονται στη μικρότητα της ύπαρξής τους, δεν διστάζουν να συγχωρήσουν τον εαυτό τους και τους άλλους από τα λάθη του παρελθόντος, δεν φοβούνται να λειτουργήσουν με ευελιξία και να κάνουν νέα υγιή ξεκινήματα.  Που δεν φοβούνται γενικά.

Γιατί αισθάνθηκαν κάποιοι την ανάγκη να νομοθετήσουν πάνω στην αρχική ρύθμιση που επέτρεπε καταρχήν την ελεύθερη μετακίνηση;  Ήταν άραγε η αρχική ρύθμιση ανεπαρκής;  Με το μεγαλύτερο ποσοστό των γυναικών να έχουν μέχρι σήμερα την επιμέλεια των παιδιών τους, η τροποποίηση του νόμου φαντάζει μια ευθεία προσβολή των δικαιωμάτων και μια συρρίκνωση των ελευθεριών των γυναικών.  Κάνουμε μαζικά ένα βήμα μπροστά και δύο πίσω.  Αν λάβουμε υπόψη και το νομοσχέδιο για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια που ετοιμάζεται, δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι το μέλλον των επιλογών μας φαντάζει σκοτεινό.  Είναι η ελευθερία και όχι ο τεχνοκρατικός κατακερματισμός του συστήματος που λέγεται οικογένεια που δημιουργεί αυτόφωτους, ολοκληρωμένους ανθρώπους.  Και είναι η υποχρέωση να διαφυλάσσουμε με τη στάση μας την ελευθερία, που μας κάνει πολίτες αυτής της χώρας.

Facebook Comments