Η ελληνική ύπαιθρος κατά κύριο λόγο καλύπτεται από μεσογειακή χλωρίδα. Δηλαδή, χλωρίδα που ευδοκιμεί και είναι ανθεκτική στο μακρύ θερμό και άνυδρο καλοκαίρι της. Λόγω των κύριων χαρακτηριστικών της, αλλά και σε συνάρτηση με τα κλιματολογικά χαρακτηριστικά, η χλωρίδα αυτού του τύπου είναι ευάλωτη στη φωτιά. «Αρπάζει» και καίγεται εξίσου εύκολα, αποδίδοντας σε γρήγορο χρόνο το υψηλό χημικό φορτίο θερμότητας τής βιομάζας της, κάτι που ευνοεί τις συνθήκες μεγάλης έντασης και εξάπλωσης μίας δασικής πυρκαγιάς.

Αυτό μάλιστα συμβαίνει στον υπερθετικό βαθμό όπου υπάρχει αμιγές πευκοδάσος το οποίο συναντάται κυρίως σε περιοχές τής κεντρικής, νότιας και παράκτιας Ελλάδος. Πρόκειται για μία σχετικά «παράδοξη» έκφανση δάσους όπου το πεύκο επικρατεί έναντι κάθε άλλου είδους μεσαίας και υψηλής βλάστησης και το οποίο αναπαράγει συνεχώς τον εαυτό του μέσω τής φωτιάς. Μέχρι κάποια φορά, συγκυριακά, η φωτιά να το κάψει δύο φορές μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, οπότε πλέον διακόπτεται ο αυτόνομος κύκλος του για να εκκινήσει μία νέα πρωτογενής διαδοχή μεσογειακού δασικού οικοσυστήματος.  

Κατ’ αυτόν τον τρόπο η μεσογειακή βλάστηση, επί εκατομμύρια χρόνια επάνω στον πλανήτη, αναγεννάται συνεχώς από τις στάχτες της. Σαν τον μυθικό φοίνικα, η «μοίρα» της είναι κάποτε να καεί για να ξαναγεννηθεί ακμαία. Με την καύση ενός τέτοιου δάσους, τα φυτολογικά χαρακτηριστικά της χλωρίδας του είναι τέτοια ώστε μετά από τη φωτιά απομένουν ζωντανές και ανεμπόδιστες όλες εκείνες οι συνθήκες που θα πυροδοτήσουν μία εκρηκτική αναγέννηση τής βλάστησης για τη προοδευτική δημιουργία ενός νέου μεγάλου κύκλου δασικής ζωής.

Αυτή η αλληλουχία είναι μία νομοτέλεια. Το μεσογειακό δάσος είναι – κατά μία αλληγορική έννοια – «φτιαγμένο» ώστε κάποτε να καεί. «Πρέπει» να καεί ώστε να αναγεννηθεί υγιώς, κάτι που του δίνει την ευκαιρία να επιβιώσει και εξελιχθεί με ενισχυόμενη υπόσταση ανά τους αιώνες και τις χιλιετηρίδες. Το πώς επιτελείται αυτό, μέσω ποιων εκπληκτικών φυσικών μηχανισμών (πρωτογενής και δευτερογενής διαδοχή δασικών οικοσυστημάτων), είναι κάτι συγκλονιστικά θαυμαστό, για όποιον θα είχε τη διάθεση να το μελετήσει.

Η φύση αδιαφορεί για τα συναισθήματά μας. Εκείνη λειτουργεί με βάση τους φυσικούς νόμους και τις φυσικές ισορροπίες. Και όποτε οι υφιστάμενες ισορροπίες διαταραχθούν οριστικά, θα ανακατευθυνθεί σε νέες διαδρομές που θα δημιουργήσουν νέες, χωρίς να ρωτήσει τη γνώμη μας. Εξάλλου, ο πλανήτης δεν ανήκει στους ανθρώπους ούτε φτιάχτηκε για χάρη μας, ανεξαρτήτως των διαφόρων θεολογικού ή άλλου περιεχομένου δοξασιών που αναπαράγονται εδώ κι εκεί. Η φύση και το σύμπαν ακολουθούν τη δική τους –αρκετά χαοτική- διαδρομή εξέλιξης. Εμείς είμαστε απλώς ένα πολύ μικρό, παροδικό αλλά φιλόδοξο, επεισόδιο σε αυτή τη διαδρομή.

Ο άνθρωπος όμως αντιλαμβάνεται το φυσικό και πλανητικό του περιβάλλον βιωματικά, με γνώμονα τον ορίζοντα τής δικής του ζωής. Το θεωρεί σαν ένα ολοκληρωμένο και σταθερό πια δημιούργημα που όποτε υφίσταται κάποιο πλήγμα υποβαθμίζεται οριστικά. Αυτό συμβαίνει επειδή η ψυχολογική σχέση του με τον χρόνο είναι το ημερολογιακό προσδόκιμο τής ζωής του. Γι αυτό και πονάει τόσο πολύ όταν το δάσος καίγεται· διότι καταλαβαίνει ότι μάλλον δεν θα το ξαναδεί όπως το γνώρισε και το αγάπησε και συναισθηματικά θρηνεί για την απώλεια. Αυτό όμως την φύση την αφήνει αδιάφορη∙ εκείνη ακολουθεί τις εξελικτικές διαδρομές τής φυσικής νομοτέλειας μετρώντας τον χρόνο με πολύ διαφορετικά σταθμά.

Εφόσον το ανθρώπινο είδος πολλαπλασιάστηκε «αφύσικα» και τελικά κατέκλυσε τον πλανήτη, σε συνδυασμό με τη δάμαση τής ύλης και την εξέλιξη των τεχνολογικών επιτευγμάτων του,  τα δισεκατομμύρια (πλέον) των ανθρώπων μπορούν πια να βρίσκονται παντού με σχετική ευκολία πρόσβασης, ακόμα και στα πιο απόμακρα ή δυσπρόσιτα μέρη. Και όχι απλώς να βρίσκονται παντού, αλλά και εφοδιασμένα με κάθε λογής εργαλεία και μέσα που –είτε εκουσίως είτε (συνήθως) από αμέλεια- μπορούν να πυροδοτήσουν το έναυσμα μίας καταστροφής.

Προ της τεχνολογικής εξέλιξης, τα δάση καίγονταν ανά πολύ πιο αραιά διαστήματα, από φωτιές που στις περισσότερες των περιπτώσεων ξεκινούσαν από φυσικά αίτια, κυρίως κεραυνούς. Μπορεί μεν οι φωτιές να ήταν τότε πιο σπάνιες, όμως όταν ξεκινούσαν συνήθως έσβηναν μόνο αφού είχαν κατακάψει ολοσχερώς απέραντες εκτάσεις και μη έχοντας περαιτέρω πεδίο διάδοσης∙ είτε (και πάλι) από φυσικά αίτια –συνήθως νεροποντές. Η φωτιά ήταν μία μορφή ευλογίας για το ίδιο το δάσος· εγγυάτο την συνέχεια και εξέλιξή του ανά τους αιώνες και τις πολυ-χιλιετίες.

Σήμερα, η ανθρώπινη αμέλεια και απρονοησία (και ανοησία) υπερ-πολλαπλασιάζει τις πιθανότητες έναρξης μίας δασικής πυρκαγιάς. Παράλληλα όμως, και ως (μερικό μόνο) αντίβαρο, λόγω των μέσων που πλέον διαθέτει, ο άνθρωπος καταφέρνει να περιορίζει ή αποτρέπει την  πλειονότητα αυτών των πυρκαγιών. Κάποιες φωτιές όμως θα ξεφύγουν από τις δυνατότητές ελέγχου του, οπότε θα κάνουν αυτό που επί εκατομμύρια χρόνια «ξέρουν» να κάνουν: Να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο οικοσύστημα. Ασχέτως εάν στις μέρες μας η άλλοτε φυσική ισορροπία αυτού του οικοσυστήματος έχει βιαίως διαταραχθεί και ανακατευθυνθεί εξ αιτίας τής κυριάρχησης τού ανθρωπίνου είδους πάνω του πλανήτη.

_

Στην Ελλάδα, κατά τη προσφιλή μας έλξη προς την ακατάσχετη συνωμοσιολογία, την υπεραπλούστευση και την ψυχαναγκαστική ροπή μας να καταδικάζουμε ‘φταίχτες’ για κάθε κακό και συμφορά, σε περίοδο μεγάλων πυρκαγιών η δημόσια σφαίρα βομβαρδίζεται από εισαγγελικές φωνές που θα μιλάνε για:

– εμπρηστές
– οικοπεδοφάγους
– διάφορα οργανωμένα «συμφέροντα»
– πράκτορες σκοτεινών δυνάμεων (ανθελληνικών ή, άλλης φύσεως),
– και άλλα παρόμοια. Αν δεν υπάρχει οπωσδήποτε στο κάδρο κάποιος μισητός φταίχτης να δεχθεί την καταδικαστική μας μήνη, δεν επιτυγχάνεται επίλυση τής εξίσωσης ούτε συναισθηματική εκτόνωση. Οι άνθρωποι, περιέργως, σπανίως στρέφουν το ενδιαφέρον τους στο «πώς και γιατί» (κάτι συνέβη), αλλά στο «ποιος» (φταίει που συνέβη).

Θα ήταν μεγάλη αφέλεια αν ισχυριζόμουν ότι ουδέποτε υπάρχει δόλος (σκοπιμοτήτων είτε ψυχοπάθειας) που υποδαυλίζει κάποιες πυρκαγιές. Είναι αναπόφευκτο να υπάρχουν καί τέτοια αίτια∙ ενδεχομένως μάλιστα σε περιστασιακές συγκυρίες, ίσως και σε σχετική έξαρση. Ούτε προτίθεμαι εδώ να ξεπλύνω κάθε είδους πιθανές ευθύνες – ατομικές, θεσμικές, πολιτικές – που αφορούν στο ανεπαρκές επίπεδο πρόληψης είτε διαχειριστικής αντιμετώπισης των πυρκαγιών∙ ευθύνες που, όποτε αποδεικνύονται, έχει πολύ μεγάλη σημασία να αποδίδονται .

Οι περισσότερες όμως πυρκαγιές προκαλούνται από ανθρώπινη αμέλεια και απρονοησία. Ενώ, κάποιες άλλες (πολύ λιγότερες) από φυσικά αίτια.

Το ελληνικό κράτος ουδέποτε έλαβε υπ όψιν όσο σοβαρά απαιτείται τους καταλυτικούς παράγοντες:
– αποτελεσματική σχεδίαση και οργάνωση πρόληψης δασικών πυρκαγιών
– επάρκεια αξιόμαχων μέσων και οργανωτικής φροντίδας για την έγκαιρη και αποτελεσματική καταστολή τους,
ξεκάθαρες αρμοδιότητες στη δημόσια διοίκηση για την ευθύνη λήψης αποφάσεων και διαχείρισης κρίσεων σε άμεσο χρόνο, από μόνιμα στελέχη πλήρως εκπαιδευμένα και κατηρτισμένα σε αυτό το απαιτητικό πεδίο.
Αυτά τα διαχρονικά ελλείματα απηχούν το αποτέλεσμα τού καίριου προβλήματος αναποτελεσματικής οργανωτικής διάρθρωσης και θέσπισης προτεραιοτήτων, το οποίο άπτεται των ρηχών νοοτροπιών κουλτούρας σκέψης και συμπεριφοράς που κυριαρχούν στον τόπο μας και τον δυναστεύουν (επένδυση στις ευκαιριακές ανάγκες τού εκάστοτε ‘’τώρα’’ και ποτέ σε αυτές του μέλλοντος). Καθώς επίσης και της πατροπαράδοτης τάσης πολιτών και πολιτικών να αποποιούνται κάθε ευθύνη, άμεση είτε έμμεση.

Γενικώς, πάντα «φταίνε» κάποιοι άλλοι:

Οι κακοί εμπρηστές, οι δήθεν οικοπεδοφάγοι (έχει προ πολλού εκλείψει το νομικό κενό που κάποτε τους προσέφερε πεδίο δράσης), οι πολιτικοί αντίπαλοι, οι εχθροί της πατρίδας, το «μα πού είναι το» κράτος, ο… στρατηγός άνεμος, τα κέντρα αποσταθεροποίησης τής εκάστοτε κυβέρνησης, οι κακές συγκυρίες, η… στραβή στη βάρδια μας, οι νεκροί-θύματα που θολώνουν τη καλή εικόνα μας, κτλ.

Γενικώς φταίνε οι κάθε μορφής «άλλοι», αρκεί βέβαια πάντα να είναι «άλλοι»∙ ενώ εμείς μονίμως τα αδικημένα ανυπαίτια θύματά τους. Φυσικά και υπάρχουν φορές που αντικειμενικά ευθύνονται μόνο κάποιοι ή, κάποιοι «άλλοι»! Αναφέρομαι όμως εδώ στη λεπτότερη έννοια τής ευθύνης και στην εγγενή μας αποστροφής για ανάληψής της ως πάγια αμυντική στάση ζωής.

Οπότε, καταδικάζοντας αενάως κάποιους ‘φταίχτες’ βολευόμαστε(?) τελικά όλοι σαν «αθωο-ανεύθυνοι», παραμένοντας όμως έτσι βυθισμένοι σε ένα τέλμα αντι-προόδου στη συλλογική μας ζωή, δίχως προοπτική εξέλιξης εντός τού αύριο.

Το ‘’καταδικάζω’’, ως ψυχολογική στάση έναντι στα πράγματα, είναι μία άγονη στάση ζωής∙ ισοδυναμεί με: ‘μεμψιμοιρώ παθητικά’. Δυστυχώς όμως βολεύει, μιας και αυτομάτως εμφανιζόμαστε σαν πεσόντες ήρωες που χάσαμε μία άνιση μάχη με το άδικο∙ και, ‘’άρα’’, αξίζουμε ένα παρηγορητικό χέρι στον ώμο και ένα παράσημο για το ήθος τής ανωτερότητάς μας που η έκφραση τής καταδίκης “αποδεικνύει” για εμάς. Όμως, η ανάληψη δημιουργικής και οργανωτικής δραστικής ευθύνης για την αντιμετώπιση και θεραπεία των προβλημάτων είναι εκείνο το εξαίσιο δημιουργικό στοιχείο που κατά κύριο λόγο απουσιάζει από τη συλλογική μας κουλτούρα.

Η φύση θα συνεχίζει να κάνει εκείνο που εκείνη γνωρίζει ότι πρέπει να κάνει: Να λειτουργεί σε αρμονία με τους φυσικούς νόμους αδιαφορώντας για εμάς, τις ανησυχίες, ματαιοδοξίες, τα θέλω ή, τα αδιέξοδά μας. Ζούμε μέσα σε ένα δυναμικό περιβάλλον και όχι στατικό∙ που μεταβάλλεται συνεχώς υπό την επήρεια ζωντανών δυνάμεων. Αυτό το καίριο χαρακτηριστικό του είναι η πνοή του∙ ό,τι τού δίνει ζωή, που γεννά και αναγεννά ζωή εντός του, κατ’ επέκταση και στον άνθρωπο. Η συνεχής μεταβλητότητα στο πλανητικό περιβάλλον είναι η μήτρα που μπορεί να κυοφορήσει τις συνθήκες ύπαρξης ζωής.

Η κυοφορία συνθηκών ζωής έχει όμως πάντοτε διττό χαρακτήρα: Ό,τι παράγει και γεννά προϋποθέσεις ζωής, νομοτελειακά γεννά και προκλήσεις επιβίωσης.  Όσο πιο γόνιμο το περιβάλλον για παραγωγή συνθηκών ζωής, τόσο αντιστοίχως πιο ισχυρές οι προκλήσεις επιβίωσης και διατήρησής της που αυτό ενσωματώνει. Δεν είναι μεταφυσική ερμηνεία αυτό, αλλά επιστημονικής βάσεως παρατήρηση.  Αν δούμε για μια στιγμή τι συμβαίνει στη Σελήνη, θα διαπιστώσουμε ότι εκεί επικρατεί η απόλυτη ακινησία, η αιώνια στατικότητα, παντελής έλλειψη εσωτερικής δυναμικής. Δεν υπάρχει τίποτα εκ των έσω που να μπορεί ποτέ πια να δρομολογήσει τη παραμικρή αλλαγή, παρά μόνο χρονική φθορά. Για σκίρτημα ζωής, ούτε λόγος. Ο απόλυτα νεκρός τόπος.

Ο πλανήτης παραμένει ολοζώντανος. Δεν θα πεθάνει από οποιουδήποτε μεγέθους οικολογική καταστροφή∙ ούτε η Ελλάδα ως γεωγραφικός χώρος. Ο τρισδιάστατος φυσικός μας κόσμος θα συνεχίσει να υπάρχει και να εξελίσσεται για πολύ περισσότερο από όσο εμείς, καθότι προσαρμόζεται συνεχώς στην εξέλιξη των συνθηκών του. Οι κοινωνίες όμως δεν αποτελούν φυσικό στοιχείο τού περιβάλλοντος αλλά προϊόν συνειδησιακής βούλησης και μερικής υπέρβασης αυτού. Οπότε είναι πολλαπλώς ευάλωτες και πάντα θα κινδυνεύουν∙ κυρίως εκ των έσω: από εσωτερικό πόνο και φθορά, από αδράνεια και ακινησία προσαρμοστικότητας, στοιχεία που αν παραμείνουν αδιαχείριστα εν τέλει επιφέρουν μαρασμό και αφανισμό.

Ορισμένες μάλιστα πολύ περισσότερο από άλλες κοινωνίες· ιδιαίτερα όσες είναι επιρρεπείς στην αποποίηση των δικών τους εσωτερικών ευθυνών η ανάληψη των οποίων είναι αναγκαία προϋπόθεση για τη ζωτική ανατροφοδότηση των προϋποθέσεων ζωής και ύπαρξής τους. Εκείνες που έχουν ξεχάσει πώς να αναγεννώνται από τις στάχτες των καταστροφών τους, που δεν έχουν μάθει να αναλαμβάνουν δημιουργικές και διορθωτικές ευθύνες έναντι σε όσα τους συμβαίνουν.

_

_

ΥΓ
Το παρόν κείμενο αποτελεί μια στοχαστική προσέγγιση στο φαινόμενο τής πλανητικής ζωής, μέρος τής οποίας είναι ο άνθρωπος. Το περιεχόμενο αδυνατεί μεν να απαλύνει τον πόνο των ατυχών ανθρώπων που επλήγησαν και βίωσαν σε πρώτο πρόσωπο την καταστροφή∙ ευελπιστεί όμως να φωτίσει μία πιο μακρόπνοη, συνειδησιακή και κατανοητική, διαδρομή συλλογικής ζωής για βαθύτερη και αποδοτικότερη συσχέτιση των ανθρωπίνων κοινωνιών με το περιβάλλον ζωής τους. Βασίζεται σε επιστημονικά δεδομένα τα οποία είναι με προσοχή επιλεγμένα ώστε να αναδεικνύουν τη χρήσιμη γνωστική εικόνα, όμως δεν είναι αμιγώς επιστημονική δημοσίευση. Ο αναγνώστης που τυχόν αισθάνεται την ανάγκη να εμβαθύνει στα περί οικοσυστημάτων, μπορεί να κάνει τη βαθύτερη έρευνά του.
 

Facebook Comments