Το μεγαλύτερο sell-off από την εισαγωγή του ευρώ σημείωσαν τα ομόλογα της ευρωζώνης σε μηνιαίο επίπεδο τον Απρίλιο,  με τα ελληνικά ομόλογα να καταγράφουν τις μεγαλύτερες απώλειες.

Eνώ οι πιέσεις συνεχίζονται και αυτόν τον μήνα, δημιουργώντας ανησυχίες για το κόστος δανεισμού αλλά και τη βιωσιμότητα του χρέους, ειδικά των χωρών της περιφέρειας. Ο δείκτης αναφοράς της αγοράς ομολόγων, iBoxx € Eurozone Sovereign Index, υποχώρησε κατά 3,7% τον προηγούμενο μήνα – τον χειρότερο μήνα από πλευράς αποδόσεων από το 1999, ενώ από τις αρχές του έτους, έχει υποχωρήσει κατά 8%, με τον δείκτη των ελληνικών ομολόγων καταγράφει απώλειες σχεδόν 12% το ίδιο διάστημα, τις μεγαλύτερες στην περιοχή.

Οι ανησυχίες των επενδυτών σχετικά με την στάση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ και τις εξελίξεις στον πληθωρισμό, χτυπούν τα κόστη δανεισμού, ενώ ακόμα και αν η αγορά ανακάμψει, θα είναι δύσκολο να ανακτήσει το χαμένο έδαφος, όπως εκτιμούν οι αναλυτές, με την Capital Economics να τονίζει πως η αγορά ομολόγων της ευρωζώνης είναι ευάλωτη σε νέο απότομο sell-off ενώ η Deutsche Bank δεν αποκλείει το ενδεχόμενο μίας νέας κρίσης στην ευρωζώνη.

Όπως εκτιμά η Capital Economics, η ΕΚΤ θα κάνει ολοένα και πιο ισχυρές δεσμεύσεις ότι θα παρέμβει εάν χρειαστεί για να περιορίσει τα spread καθώς ομαλοποιεί την πολιτική της, αλλά δεν θα ανακοινώσει πότε και πώς θα το κάνει, εκτός εάν αναγκαστεί να το κάνει από μεγάλες κινήσεις της αγοράς.

Σε μια πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση της η Deutsche Bank επισημαίνει πως η «Ευρωκρίση νούμερο 2» δεν είναι απίθανο να συμβεί. Όπως σημειώνει, έχουν περάσει 10 χρόνια από την κορύφωση της κρίσης του ευρώ, με τα προγράμματα αγορών της ΕΚΤ και τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια να έχουν αποτρέψει μια νέα κλιμάκωση. Όμως η εικόνα έχει αλλάξει. Η ΕΚΤ είναι πιθανό να σταματήσει το πρόγραμμα αγορών της αυτό το καλοκαίρι και οι αποδόσεις θα συνεχίσουν να αυξάνονται σε ολόκληρη την Ευρωζώνη, τη στιγμή που το spread των ιταλικών κρατικών ομολόγων έχει ήδη διευρυνθεί πάνω από τις 190 μ.β. «Πρέπει να ανησυχούμε για μία δεύτερη κρίση στην Ευρωζώνη;», επισημαίνει η γερμανική τράπεζα. Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό εξετάζει τους μύθους και τις αλήθειες που αφορούν τα χρέη των χωρών της περιοχής:

Μύθος (1): Οι χώρες της ευρωζώνης έχουν μειώσει με επιτυχία τα επίπεδα χρέους από το 2011.

Λάθος: Με πολύ λίγες εξαιρέσεις, τα σχετικά και τα απόλυτα επίπεδα χρέους έχουν αυξηθεί από το 2011. Για τις περισσότερες χώρες, η αύξηση του χρέους έχει ξεπεράσει την αύξηση του ΑΕΠ. Χάρη στην περικοπή του χρέους της Ελλάδας το 2012, το χρέος είναι ελαφρώς χαμηλότερο σήμερα από ό,τι το 2011. Ωστόσο, το ΑΕΠ της Ελλάδας συρρικνώθηκε μετά την κρίση χρέους, γεγονός που καθιστά τη σημερινή αναλογία χρέους προς ΑΕΠ υψηλότερη από ό,τι στην κορύφωση της κρίσης του ευρώ. Μόνο η Γερμανία και η Ιρλανδία κατάφεραν να μειώσουν το σχετικό χρέος τους, με αποτέλεσμα η Ιρλανδία να επωφεληθεί από τη μαζική αύξηση του ΑΕΠ καθώς πολλές μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες μετέφεραν τις οικονομικές τους δραστηριότητες στην Ιρλανδία τα τελευταία χρόνια.

Μύθος (2): Το σταθμισμένο μέσο κουπόνι είναι πολύ χαμηλότερο σήμερα από ό,τι πριν από 10 χρόνια.

Αλήθεια: Πράγματι, το σταθμισμένο μέσο κουπόνι για το ανεξόφλητο χρέος είναι πολύ χαμηλότερο από ό,τι πριν από 10 χρόνια. Αυτό ισχύει για όλες τις χώρες. Στα τρέχοντα επίπεδα απόδοσης των 10ετών ομολόγων, οι περισσότερες χώρες συνεχίζουν να μειώνουν το μέσο σταθμισμένο κουπόνι τους – εκτός από την Ιταλία και την Ελλάδα.

Μύθος (3): Μην ανησυχείτε – απέχουμε πολύ από τα επίπεδα αποδόσεων που είδαμε το 2011.

Λάθος: Κατά την άποψη της Deutsche Bank, o πιο κρίσιμος δείκτης που πρέπει να παρακολουθεί κανείς είναι το κόστος τόκων / ΑΕΠ. Αν και τα μέσα κουπόνια είναι χαμηλότερα σήμερα από ό,τι το 2011, τα επίπεδα χρέους είναι σημαντικά υψηλότερα. Έτσι, τα μέλη της Ευρωζώνης με υψηλότερο χρέος θα υποστούν το ίδιο βάρος χρέος όπως το 2011, έστω και με χαμηλότερες αποδόσεις. Η Ισπανία και η Ιταλία είναι κοντά σε αυτά τα κρίσιμα επίπεδα σε όρους κουπονιού, με την Ελλάδα να απέχει πάντως ακόμη.

Μύθος (4): Κοιτάξτε την Ελλάδα, οι διάρκειες είναι πολύ μεγαλύτερες σήμερα.

 Αλήθεια: Οι περισσότερες χώρες έχουν πράγματι αυξήσει τη μέση σταθμισμένη διάρκεια του ανεξόφλητου χρέους τους (με την Ελλάδα να αποτελεί ειδική περίπτωση λόγω του προγράμματος διάσωσης). Οι μεγαλύτερες διάρκειες καθιστούν τα μέλη της Ευρωζώνης λιγότερο ευαίσθητα σε προσωρινά υψηλότερα επιτόκια. Και πάλι, αυτό δεν ισχύει για όλες τις χώρες. Εκτός από μια σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητη σταθμισμένη μέση διάρκεια, η κατανομή του ιταλικού χρέους της Ιταλίας έχει κλίση προς τις βραχυπρόθεσμες διάρκειες. Το 35% του ανεξόφλητου χρέους της λήγει μέχρι το τέλος του 2024.

Συνεπώς, όπως καταλήγει η Deutsche Bank, τα καλά νέα είναι ότι όλες οι χώρες της κατάφεραν να μειώσουν σημαντικά το κόστος τόκων σε σχέση με το ΑΕΠ. Επίσης, οι περισσότερες χώρες έχουν χρησιμοποιήσει το εξαιρετικά χαλαρό περιβάλλον νομισματικής πολιτικής τα τελευταία 10 χρόνια για να αυξήσουν τη διάρκεια του ανεξόφλητου χρέους τους, καθιστώντας τις λιγότερο ευαίσθητες σε προσωρινά αυξανόμενα επιτόκια και αποδόσεις.

Τα κακά νέα είναι ωστόσο ότι τα επίπεδα χρέους συνέχισαν να αυξάνονται – ιδιαίτερα σε χώρες που είχαν ήδη υψηλά επίπεδα χρέους/ΑΕΠ το 2011. Αν και οι χαμηλότερες αποδόσεις παρέχουν ανακούφιση, αυτές οι χώρες θα αντιμετωπίσουν παρόμοιο κόστος τόκων ως μερίδιο του ΑΕΠ σε χαμηλότερα επίπεδα απόδοσης από ό,τι το 2011. Για παράδειγμα, εάν η απόδοση των 10ετών ιταλικών ομολόγων αυξηθεί κατά 2% το επόμενο έτος, μέχρι το τέλος του 2025 η Ιταλία θα αντιμετώπιζε το ίδιο επιτόκιο ως ποσοστό του ΑΕΠ όπως και το 2011.

Συνοπτικά, τα βάρη του χρέους έχουν μειωθεί και η ΕΚΤ έχει περιθώρια να αυξήσει τα επιτόκια και να σταματήσει το QE. Αλλά οι βαθμοί ελευθερίας της ΕΚΤ είναι περιορισμένοι. «Εάν τα επιτόκια αυξάνονταν απότομα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, μπορεί κάλλιστα να βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την Euro Crisis 2.0», τονίζει η Deutsche Bank.

Facebook Comments