24 Σεπτεμβρίου 1988, στο Ολυμπιακό Στάδιο της Σεούλ οι κορυφαίοι σπρίντερ στον κόσμο λαμβάνουν  τις θέσεις τους στον βατήρα εκκίνησης του αθλήματος των 100 μέτρων. Ανάμεσά τους ο πολυολυμπιονίκης Carl Lewis, o πρώην κάτοχος του παγκοσμίου ρεκόρ Calvin Smith και ο μετέπειτα ολυμπιονίκης Linford Christie.

9.79 δευτερόλεπτα αργότερα ο Καναδο-τζαμαϊκανός Ben Johnson θα τερματίσει πρώτος με εξωφρενική διαφορά, συντρίβοντας το παγκόσμιο ρεκόρ και κάνοντας όλους να απορούν πως πέτυχε τέτοια διαστημική επίδοση. Ούτε 24 ώρες παρήλθαν από την κούρσα για να βρεθεί θετικός στη στανοζολόλη και να του αφαιρεθεί το χρυσό μετάλλιο καθιστώντας το ρεκόρ του άκυρο και τον ίδιο, ως επιτομή του ντοπαρισμένου αθλητή, αντιπαράδειγμα μέχρι σήμερα.

Τι είναι η στανοζόλη; Ένα συνθετικό στεροειδές παρόμοιο με το φυσικό στεροειδές τεστοστερόνη.  Βοηθάει τους αθλητές στην ενδυνάμωση, στο χτίσιμο μυϊκής μάζας, στην επιτάχυνση και στην γρηγορότερη ανάκαμψη από την εκγύμναση.

Θα έπρεπε ο Johnson να διατηρήσει το ρεκόρ και το μετάλλιο μετά από αυτή την αποκάλυψη;

Θα έπρεπε να καρπωθεί τα οικονομικά οφέλη από την νίκη του εις βάρος των ανταγωνιστών του;

Κανείς φυσικά δεν το ισχυρίζεται αυτό και αν συνέβαινε, το άθλημα θα περιερχόταν σε ανυποληψία από το κοινό και τους χορηγούς.

Όταν όμως η transgender κολυμβήτρια Lia Thomas κατέκτησε την πρώτη θέση στο NCAA, οι περισσότεροι την χάζευαν αμήχανοι στο βάθρο μην ξέροντας αν αυτό είναι νίκη του δικαιωματισμού ή ήττα του αθλητισμού. Διότι η Lia Thomas έκανε ακριβώς ότι και ο Ben Johnson, απλά είχε το βιολογικό πλεονέκτημα της τεστοστερόνης με φυσικό τρόπο χωρίς την επιβάρυνση της υγείας της από τεχνητά σκευάσματα. Επιπλέον, είχε να ανταγωνιστεί βιολογικές γυναίκες που μόνο μέσω ντόπινγκ θα μπορούσαν να προσεγγίσουν κάποια από τα αγωνιστικά αυτά οφέλη.

Η σημασία του βιολογικού πλεονεκτήματος

Το 48% όσων προχωρούν σε διόρθωση φύλου είναι βιολογικές γυναίκες που αλλάζουν σε άνδρες. Κανείς όμως δεν συζητάει για το εάν ένας αθλητής που γεννήθηκε γυναίκα και προχώρησε σε διόρθωση φύλου ως άνδρας μπορεί να συμμετέχει σε ανδρικά ατομικά σπορ. Ούτε τους συναθλητές της ενδιαφέρει, διότι δεν υφίσταται αγωνιστική απειλή,  ούτε τους ίδιους ενδιαφέρει διότι δεν θα είχε νόημα να συμμετείχαν σε ανταγωνιστικό επίπεδο.

Το θέμα εμφανίζεται με αθλήτριες γεννημένες ως βιολογικοί άνδρες που θέλουν να συμμετάσχουν σε γυναικεία ατομικά σπορ, επειδή εκεί διαθέτουν ένα σαφές ανταγωνιστικό πλεονέκτημα το οποίο προέρχεται από την εφηβική τους ανάπτυξη.

Θα αντιτάξει κανείς ότι η ορμονοθεραπεία μπορεί να μειώσει τα όρια της τεστοστερόνης και τις επιδόσεις. Πόσο;

Ας θεωρήσουμε το αγώνισμα των 100 μέτρων, για σύγκριση. Οι καλύτεροι άνδρες τα τρέχουν σε 9,80’’. Οι καλύτερες γυναίκες τα τρέχουν σε 10.90’’. Ένας αθλητής όμως, ο οποίος είναι 7% πιο αργός από τους φιναλίστ των Ολυμπιακών, θα τα τρέχει 10,5 δευτερόλεπτα, η οποία εξακολουθεί να είναι μια πολύ καλή επίδοση. Αν αυτός ο άντρας κατέστειλε τα επίπεδα τεστοστερόνης του για να αγωνιστεί ως γυναίκα και έχανε το 10% της απόδοσής του, θα έτρεχε 11,5 δευτερόλεπτα και δεν θα προκρινόταν καν για τους Αγώνες, θα ήταν πολύ αργός. Αν ωστόσο έχανε μόνο το 5% του «βιολογικού ανδρικού πλεονεκτήματος» του, τότε θα μπορούσε να φτάσει στον τελικό της Ολυμπιάδας, αλλά και πάλι δεν θα κέρδιζε μετάλλιο. Για αυτό, θα έπρεπε να χάσει μόνο το 3 με 4% της αρχικής βιολογικής αρσενικής του ικανότητας.

Έτσι, για να φτάσει ένας αθλητής στο Ολυμπιακό βάθρο, με μια ενδεικτική πτώση απόδοσης 5%, θα έπρεπε να ξεκινήσει ως δρομέας 10,36 δευτερολέπτων, ο οποίος θα κατέληγε να τρέξει 10,88 δευτερόλεπτα.  Προφανώς θα αναρωτηθούν κάποιοι, πόσοι άνδρες δρομείς 10,36 έχουν κάνει τη μετάβαση φύλου ώστε να αξίζει συζήτησης; Δεν έχει σημασία, καθώς η σπανιότητα του γεγονότος δεν αναιρεί την πραγματικότητα του πλεονεκτήματος.

Σε ποσοστό 10% απώλειας τεστοστερόνης, μόνο οι πραγματικά ελίτ άνδρες αθλητές θα μπορούσαν να κερδίσουν μετάλλια στο γυναικείο άθλημα. Με απώλεια απόδοσης 7%, θα μπορούσε να κερδίσει μετάλλιο ακόμα και ένας υπο-ελίτ άνδρας. Αλλά με 4% ή λιγότερη απώλεια τεστοστερόνης, ένας άνδρας αθλητής υπο-ελίτ θα μπορούσε να κυριαρχήσει πλήρως στο γυναικείο άθλημα.

Υπάρχουν όμως αθλήματα όπου το πλεονέκτημα των γεννημένων ανδρών δεν εξαφανίζεται ποτέ, ακόμη και αν μειωθούν τα επίπεδα τεστοστερόνης. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν η ανθρωπομετρία – ανάστημα/ύψος/μήκος των άκρων κ.λπ. – είναι ζωτικής σημασίας για τις αθλητικές επιδόσεις, κυρίως στα σπορ επαφής. Η μείωση της τεστοστερόνης μπορεί να μειώσει την αιμοσφαιρίνη, τη μυϊκή μάζα, τη δύναμη και την καρδιαγγειακή ικανότητα και μπορεί να προκαλέσει αύξηση της λιπώδους μάζας, αλλά δεν αλλάζει τον σκελετό και αναμφίβολα δεν αναιρεί τον σωματότυπο και μεγάλο μέρος του όγκου που δημιουργείται εν μέρει από την τεστοστερόνη.

Ο περιφερειακός αθλητισμός και τα διαφυγόντα κέρδη

Αλλά το θέμα είναι λιγότερο το βάθρο των Ολυμπιακών και Παγκοσμίων Πρωταθλητών. Ο αντίκτυπος είναι πολύ μεγαλύτερος στα επίπεδα κάτω από αυτό, όπου παίζεται το 99% του αθλητισμού. Εκεί είναι που μια πτώση της απόδοσης κατά 5% μπορεί να έχει ακόμα πιο ουσιαστικές επιπτώσεις, καθώς ένας μέτριος βιολογικός άνδρας μπορεί να αγωνιστεί σε γυναικείο αντιπροσωπευτικό επίπεδο, κερδίζοντας σε τοπικές διοργανώσεις. Τελικά, όλα καταλήγουν στη φιλοσοφία του πώς οι άνθρωποι εκτιμούν τον αθλητισμό σε επίπεδο συμμετοχής και εκπροσώπησης, παρά σε επίπεδο ελίτ, και πράγματι το θέμα γίνεται αρκετά πολύπλοκο.

Είναι όμως σφάλμα να βλέπουμε το θέμα της συμμετοχής των αθλητριών που γεννήθηκαν ως άνδρες και θέλουν να συμμετάσχουν σε γυναικεία αθλήματα ως θέμα ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή ένταξης στις κοινωνικές δραστηριότητες.

Αντίθετα, είναι θέμα αμιγώς οικονομικό, τουλάχιστον όσον αφορά την επίπτωση στον περιφερειακό και επαγγελματικό αθλητισμό. Πριν τρία χρόνια στις ΗΠΑ, στους περιφερειακούς κολυμβητικούς αγώνες του Connecticut, στο επίπεδο 17/18 ετών, αγωνίστηκαν και κατέκτησαν τις δύο πρώτες θέσεις transgender αθλήτριες γύρω στο 1.85 ύψος  με ξεκάθαρο βιολογικό πλεονέκτημα σωματότυπου.  Η αθλήτρια που τερμάτισε όγδοη (βιολογική γυναίκα) έχασε τη θέση στους τελικούς και την δυνατότητα να διεκδικήσει μια υποτροφία 200,000 δολαρίων.

Οι αθλήτριες που ανταγωνίζονται βιολογικά υπέρτερες αντιπάλους υφίστανται οικονομική ζημιά και διαφυγόντα κέρδη, καθώς στερούνται μετάλλια, αμοιβές, έσοδα από διαφήμιση, υποτροφίες και χορηγίες που θα μπορούσαν να κατακτηθούν από αυτές αν δεν υπήρχε ο αθέμιτος ανταγωνισμός. Μια αθλήτρια (ή ένας αθλητής) περνάει χρόνια με στερήσεις, προπόνηση και πειθαρχία για να επιτύχει οριακά αγωνιστικά πλεονεκτήματα και να τα κεφαλαιοποιήσει. Η είσοδος «ντοπαρισμένων» ανταγωνιστών, με τεχνητό ή φυσικό τρόπο, πρέπει να απαγορεύεται διότι θίγει οικονομικά και προσωπικά τις αθλήτριες αυτές.

Το τεχνητό ντοπάρισμα προβλέπεται από τους κανονισμούς ως παράνομο, το φυσικό ακόμη συζητείται διότι προσκρούει στην ατζέντα των δικαιωματιστών.  Το μόνο αντεπιχείρημα που έχω ακούσει είναι ότι ο αθλητισμός είναι από τη φύση του άδικος υπέρ του πλεονεκτούντος. Ειλικρινά, το βρίσκω αρκετά «τεμπέλικο» ως επιχείρημα για να αντικρούσει την αδικία που γίνεται.

Σύγκρουση δικαιωμάτων;

Εδώ είναι που πρέπει να αναρωτηθούμε ποιο δικαίωμα υπερτερεί:

Αυτό της Lia Thomas και των άλλων transgender αθλητριών να συμμετέχουν στον γυναικείο αθλητισμό ώστε να ολοκληρώσουν την «κοινωνική τους ένταξη» ή των βιολογικών γυναικών αθλητριών να διεκδικήσουν τα κέρδη ή οφέλη που απώλεσαν εξ αιτίας του αθέμιτου ανταγωνισμού από την Thomas και άλλες transgender αθλήτριες;

Σαφώς υπάρχουν γενετικές προδιαθέσεις που κάποιοι μπορεί να επιλέξουν να διορθώσουν με ιατρικά μέσα. Επίσης κάνεις δεν αμφισβητεί ότι κάθε άτομο, άσχετα με τη φυλή, καταγωγή ή βιολογία έχει δικαιώματα.

Είναι ο αθλητισμός δικαίωμα; Είναι.

Πρέπει να μπορούν να αθλούνται άτομα που προέβησαν σε αλλαγή φύλου από άνδρες σε γυναίκες; Σαφώς.

Έχουν οι γυναίκες αθλήτριες το δικαίωμα σε δίκαιο ανταγωνισμό για τα οικονομικά οφέλη που εκπορεύονται από αυτόν; Ναι

Συγκρούονται τα παραπάνω δικαιώματα; Μόνο αν τοποθετήσεις όλους στον ίδιο αγωνιστικό στίβο.

Ολοένα και περισσότερο καθίσταται σαφές ότι η λύση σε επαγγελματικό επίπεδο θα είναι μάλλον ειδική κατηγορία, αλλιώς είναι διακωμώδηση του αθλητισμού, κυρίως στο οικονομικό πλαίσιο καθώς θα μειωθεί το ενδιαφέρον του κοινού για ένα σικέ παιχνίδι και κατά συνέπεια το ενδιαφέρον των χορηγών.

Facebook Comments