Σε μια Πολιτεία, σε μια χώρα που σέβεται τους θεσμούς της δεν μπορεί να απονέμεται δικαιοσύνη α λά καρτ.

Δεν μπορεί το «κοινό» να απαιτεί από τη δικαιοσύνη την καταδίκη ορισμένων προσώπων ή ομάδων και την εξάντληση της αυστηρότητας των ποινών σε βάρος τους όχι με βάση συγκεκριμένες πράξεις και αποδεικτικά στοιχεία, αλλά με βάση το κοινό (;) περί δικαίου αίσθημα. Δεν μπορεί να εφαρμόζονται ή να μην εφαρμόζονται οι κανόνες της ποινικής δικονομίας σε ορισμένους ανθρώπους ή ομάδες, επειδή σύγχρονοι εργολάβοι της επιλεκτικής ηθικής, επαγγελματίες αλληλέγγυοι, ακτιβιστές που χρησιμοποιώντας παράλληλα το όποιο επάγγελμά τους θέλουν να επιβάλουν την άποψή τους και να τρομοκρατήσουν την αντίθετη άποψη, να τρομοκρατήσουν τη  δικαιοσύνη και τους εκπροσώπους της. Σ΄ αυτήν την προσπάθειά τους εργάζονται, δυστυχώς, χέρι-χέρι με τηλεπερσόνες (παρόλον ότι τις χλευάζoυν) και ενίοτε μεμονωμένους γραφικούς «ειδικούς». Είναι δημοκρατικά επικίνδυνη η πρακτική που ακολουθούν αυτές οι ομάδες να εργαλειοποιούν κατά περίπτωση την δικαιοσύνη.

Το θέμα ότι στα σύγχρονα κράτη η δικαιοσύνη θα απονέμεται από δικαστές και όχι από λαϊκά δικαστήρια ή την Ιερά Εξέταση, η τάξη θα επιβάλλεται από την αστυνομία και όχι από ιδιώτες ή μισθοφόρους και το κράτος θα διοικεί με βάση νόμους που έχουν θεσμοθετηθεί από το κοινοβούλιο, έχει κριθεί με την Γαλλική Επανάσταση, πάρα τις παλινδρομήσεις της μετανεωτερικότητας και τα σοβαρά πλήγματα που δέχονται οι θεσμοί. Αυτό σημαίνει ότι οι δικαστικές αποφάσεις, ασχέτως αν συμφωνούμε ή όχι με αυτές, είναι σεβαστές και εκφράζουν την κρίση του φυσικού δικαστή. Αυτός είναι και ο μόνος θεσμικά αρμόδιος να κρίνει και υποχρεούται να αιτιολογήσει την κρίση του.

Κάθε κατηγορούμενος όταν καταδικάζεται σε πρώτο βαθμό, όπως ο κ. Λιγνάδης, έχει δικαίωμα έφεσης, δηλαδή να ξαναδικαστεί η υπόθεσή του στο σύνολό της από ανώτερο δικαστήριο που θα αποτελείται από άλλους δικαστές. Παράλληλα, ισχύει μέχρι και τη δίκη του σε δεύτερο βαθμό το θεμελιώδες δικαίωμα του τεκμηρίου της αθωότητας, το οποίο κακοποιείται τόσο βάναυσα και τόσο συστηματικά για πολλούς υπόπτους και κατηγορουμένους τα τελευταία χρόνια στην χώρα μας. Το τεκμήριο ίσχυε ανέκαθεν στην Ελλάδα, αλλά έχει επίσης  θεσπιστεί από διεθνή κείμενα και είναι δεσμευτικά, επειδή τα έχει υπογράψει (Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα).

Σύμφωνα λοιπόν με αυτό το τεκμήριο, ο κατηγορούμενος/η θεωρείται αθώος/α μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση σε βάρος του, δηλ. απόφαση σε δεύτερο βαθμό, εφόσον ο πρωτοδίκως καταδικασθείς αποφασίσει να προσφύγει στο ανώτερο δικαστήριο. Μόνο, και μόνο τότε, καταλύεται το τεκμήριο της αθωότητας και μπορεί να χαρακτηριστεί ένοχος ο κατηγορούμενος.

Είχε δικαίωμα ο πρωτόδικα καταδικασθείς κ. Λιγνάδης να ζητήσει αναστολή; Ναι. Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ), δηλ. ο κώδικας που καθορίζει την διεξαγωγή της δικαστικής διαδικασίας, προβλέπει σαφώς στο άρθρο 497 παρ. 4 και 8 τη δυνατότητα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, το οποίο εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, να χορηγήσει αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης, εάν επέβαλε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης δηλ. στέρηση της ελευθερίας 5-15 χρόνια. Στον κ. Λιγνάδη επιβλήθηκε ποινή 12 ετών, άρα είχε δικαίωμα να αιτηθεί την αναστολή. Το επιχείρημα ότι «κανείς άλλος βιαστής δεν έχει βγει από τη φυλακή» μπορεί να ισχύει για όσους έχουν ποινή άνω των 15 ετών. Το δικαίωμα της αναστολής, πέραν του ότι ισχύει δεκαετίες στο ελληνικό ποινικό δίκαιο (για τις αποφάσεις των συγκεκριμένων δικαστηρίων από το 2010), εφαρμόζεται σε όλα σχεδόν τα νομικά συστήματα των πολιτισμένων κρατών, της δε ΕΕ σε κάθε περίπτωση.

Το δικαστήριο του χορήγησε χαριστικά την αναστολή; Όχι. Ο ΚΠΔ στο άνω άρθρο 497 παρ. 8 προβλέπει ότι «Τότε μόνο ΔΕΝ χορηγείται ανασταλτικό αποτέλεσμα κατά την παρ. 4 στην έφεση ή απορρίπτεται η αίτηση αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, όταν κρίνεται αιτιολογημένα ότι οι περιοριστικοί όροι ΔΕΝ αρκούν (έμφαση Ε.Λ.) και ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει γνωστή και μόνιμη διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής, εφόσον από τη συνδρομή των παραπάνω στοιχείων (έμφαση Ε.Λ.) προκύπτει σκοπός φυγής ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από προηγούμενες καταδίκες του για αξιόποινες πράξεις ή από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα».

Κοινωνικά κινήματα της μετανεωτερικότητας με τη βοήθεια των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και αρκετών ΜΜΕ –για δικούς τους λόγους– αδιαφορούν (επιλεκτικά) για τις αρχές διεξαγωγής δικαστικής διαδικασίας και του κράτους δικαίου. Μια από τις αρχές του κράτους δικαίου είναι ότι οι νόμοι εφαρμόζονται ομοιόμορφα και προστατεύουν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Η έννοια του κράτους δικαίου συνδέεται άμεσα με την αρχή της νομιμότητας, σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις όσων έχουν κρατική εξουσία πρέπει να βασίζονται σε σαφείς νομικούς κανόνες που έχουν καθοριστεί από πριν, και δεν τους μεταβάλλουν εκ των υστέρων και κατά περίπτωση.

Γι’ αυτές λοιπόν τις ομάδες η απονομή δικαιοσύνης και η εκτέλεση των ποινών πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στα μέτρα τους. Με αυτή την τακτική που ακολουθούν πολύ φοβάμαι ότι υπηρετούν τα πιο ταπεινά και τα πιο χυδαία ένστικτα της μάζας και καλλιεργούν συστηματικά ιδεολογικό μίσος προς την άλλη άποψη και εξαχρείωση της κοινής γνώμης. Ταυτόχρονα επιδιώκουν μια δικαιοσύνη φοβισμένη, χωρίς σθένος, υποχείρια.

Όσον αφορά την αθώωση λόγω αμφιβολιών οποιουδήποτε ατόμου είναι αθώωση είτε το θέλουμε είτε όχι. Δεν υπάρχει ναι μεν αθώος, αλλά…. Δεν υπάρχει αθώος δεύτερης και τρίτης κατηγορίας. Μόνο η Ιερά Εξέταση είχε τη δυνατότητα όχι μόνο να αθωώνει ή να καταδικάζει, αλλά και να επιβάλλει ειδική δοκιμασία αν οι υποψίες παρέμεναν. Ο κατηγορούμενος έπρεπε να αποδείξει την αθωότητά του.

Γι’ αυτό εφαρμόστηκαν διάφορες μορφές απόδειξης και θείας κρίσης: Σε μία από αυτές, ο κατηγορούμενος έπρεπε να περπατήσει πάνω σε καυτά υνία (αρότρου). Αν περνούσε τη δοκιμασία χωρίς να πάθει κάτι, η αθωότητά του ήταν αποδεδειγμένη. Σε μία άλλη, ριχνόταν σε ένα βαρέλι ή μια στέρνα με νερό κι αν ο δεν βυθιζόταν, αλλά παρέμενε στην επιφάνεια, τότε είχε ανάμιξη ο διάβολος. Οι κατηγορούμενοι ήταν ένοχοι επειδή δεν τους ‘δεχόταν’ το καθαρό νερό.

Κάθε ποινική δίκη, ιδιαίτερα εάν συγκεντρώνει το ενδιαφέρον του κοινού, είναι μια παράσταση. Συμβολίζει το κράτος δικαίου, το οποίο προσπαθεί να αποσαφηνίσει σχολαστικά και αντικειμενικά τι συνέβη. Στην ιδανική περίπτωση, το τελικό αποτέλεσμα είναι μια ετυμηγορία που επιβεβαιώνει ή και ενισχύει την εμπιστοσύνη των πολιτών περισσότερο στο κράτος δικαίου και λιγότερο στη δικαιοσύνη. Το κράτος δικαίου θεωρείται απελπιστικά επιβαρυμένος θεσμός. Πώς μπορεί αυτό να διορθωθεί;

Η κριτική στα ΜΜΕ, τα social media και τα μετα-κινήματα διαφωτίζει, αλλά δεν βοηθά εν πολλοίς. Τα MME, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, συλλογικότητες είναι αυτό που είναι και δεν λειτουργούν σύμφωνα με τη λογική της δικαστικής εξουσίας. Συνεπώς, το κράτος δικαίου στην Ελλάδα πρέπει να θωρακίσει τον εαυτό του απέναντι σ’ αυτό το περιβάλλον. Πρόκειται για ένα δύσκολο έργο για το οποίο δεν υπάρχει κάποιο μοντέλο να ακολουθήσει.

Facebook Comments