Στάση αναμονής για τις εξόδους στις αγορές θα τηρήσει η Ελλάδα μέχρι οι επενδυτές να «χωνέψουν» τη νέα επιθετική αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ (με άλλη μία να είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει), μέχρι τα δούμε τα νέα μηνύματα για την ελληνική οικονομία από τους οίκους αξιολόγησης έπειτα από την έξοδο από την ενισχυμένη εποπτεία (Moody’s και DBRS στις 16 Σεπτεμβρίου) και φυσικά μέχρι τις ιταλικές εκλογές στις 25 Σεπτεμβρίου, το μεγάλο κρας τεστ για την αγορά ομολόγων της ευρωζώνης.
Οι αναλυτές άλλωστε αναμένουν νέες πιέσεις στα ομόλογα της περιφέρειας ενόψει της συνέχισης της επιθετικότητας της ΕΚΤ κάτι που ούτε η έλευση της ύφεσης δεν αναμένεται να σταματήσει καθώς ο βασικός της στόχος αυτή τη στιγμή είναι η καταπολέμηση του υψηλού πληθωρισμού. Σύμφωνα και με την ανακοίνωση της ΕΚΤ, «στη διάρκεια των επόμενων συνεδριάσεων το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει ότι θα αυξήσει τα επιτόκια περαιτέρω προκειμένου να μετριάσει τη ζήτηση και να αποτρέψει τον κίνδυνο επίμονης μετατόπισης προς τα πάνω των προσδοκιών για τον πληθωρισμό», εξηγώντας πως ο πληθωρισμός εξακολουθεί να είναι υπερβολικά υψηλός και είναι πιθανόν να παραμείνει σε επίπεδα πάνω από τον στόχο (2%) για παρατεταμένη χρονική περίοδο.
Άλλωστε και το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου Κλάας Κνοτ, ενίσχυσε το επιθετικό μήνυμα της ΕΚΤ μετά την ιστορική αύξηση κατά 75 μ.β που είναι η μεγαλύτερη από τον Ιανουάριο του 1999, τονίζοντας πως η κίνηση ήταν ένα ισχυρό και μεγάλο μήνυμα, αλλά θα πρέπει να ακολουθήσουν περισσότερα. «Θα συνεχίσουμε να το κάνουμε έως ότου οι προοπτικές για τον πληθωρισμό σταθεροποιηθούν γύρω από τον στόχο μας στο 2% μεσοπρόθεσμα», είπε χαρακτηριστικά.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου, η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, επισήμανε, επίσης, ότι τα επιτόκια δεν βρίσκονται ακόμα στο «ουδέτερο» επίπεδο, ενώ τόνισε πως στις επόμενες δύο, τρεις ή τέσσερις συνεδριάσεις οι αυξήσεις θα συνεχιστούν, συμπληρώνοντας πως το Δ.Σ θα επαναξιολογεί τακτικά τη νομισματική πολιτική με βάση τα εισερχόμενα στοιχεία και τις προοπτικές για τον πληθωρισμό.
Σε ότι αφορά τις εξόδους της Ελλάδας στις αγορές, λόγος βιασύνης δεν υπάρχει πάντως, όπως αναφέρουν αρμόδιες πηγές, ειδικά τη στιγμή που το περιβάλλον στις αγορές παραμένει ευμετάβλητο. Έχει ήδη καλυφθεί σχεδόν το 70% (ή 6,9 δισ. ευρώ) τού (σιωπηρά αναθεωρημένου) στόχου των 10 δισ. ευρώ όσον αφορά το σύνολο των δανειακών αναγκών του 2022, τα ταμειακά διαθέσιμα διατηρούνται σε πολύ υψηλά επίπεδα (κοντά στα 39 δισ. ευρώ), αναμένεται να εισρεύσουν 1 δισ. ευρώ από το πρόγραμμα SURE και 750 εκατ. ευρώ από τη δόση SMPs έως το τέλος του χρόνου, ενώ η πορεία των εσόδων παραμένει καλή.
Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα δεν σκοπεύει να μην τηρήσει τη δέσμευση για συνεχή παρουσία στις αγορές», καθώς η διαδικασία επιστροφής στην κανονικότητα βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη, με την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας το –κατά τα άλλα δύσκολο δημοσιονομικά και εκλογικό– 2023 να παραμένει βασικός στόχος.
Αν και δεν αποκλείεται μετά το πέρας της προαναφερόμενης «καυτής» περιόδου για την αγορά ομολόγων να επιχειρηθεί μια «κανονική» κοινοπρακτική έκδοση, οι μικρές κινήσεις για την αντιμετώπιση της έλλειψης ρευστότητας σε κάποιες διάρκειες ελληνικών τίτλων παραμένουν στα σχέδια του οικονομικού επιτελείου. Αυτό άλλωστε ακολουθεί ο Οργανισμός Διαχείρισης Ελληνικού Χρέους το τελευταίο διάστημα, που η σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ σε συνδυασμό με το τέλος των προγραμμάτων αγοράς ομολόγων είχαν δημιουργήσει εκρηκτικές συνθήκες στις αγορές, προχωρώντας σε μικρές δημοπρασίες (επανεκδόσεις των ομολόγων του PSI).
Η αύξηση της απόδοσης του 10ετούς ελληνικού ομολόγου είναι κάτι που είχε «υπολογίσει» το οικονομικό επιτελείο έπειτα και από την επιθετική στροφή της ΕΚΤ, και αφορά εξάλλου ολόκληρη την αγορά ομολόγων της Ευρωζώνης. Παρά τη δεδομένη σημαντική αύξηση του κόστους δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου το τρέχον έτος, τα μηνύματα προς τις αγορές προβλέπεται να είναι θετικά, καθώς η πολύ καλή πορεία της ελληνικής οικονομίας σε συνδυασμό με την άνοδο του πληθωρισμού αναμένεται να ωθήσουν σημαντικά χαμηλότερα από τις προβλέψεις τον δείκτη χρέους προς ΑΕΠ και κάτω από το 170%, ο υψηλότερος πληθωρισμός αναμένεται να ανεβάσει το ΑΕΠ (σε ονομαστικούς όρους) πάνω από τα 200 δισ. ευρώ, ενώ ο λιγότερος δανεισμός σημαίνει και χαμηλότερο επίπεδο χρέους (γενικής κυβέρνησης), το οποίο εκτιμάται ότι θα κινηθεί στα 355-356 δισ. ευρώ στο τέλος του 2022.
Επιπλέον, στο επίκεντρο των ανησυχιών της αγοράς αυτή τη στιγμή δεν είναι η Ελλάδα, αλλά η Ιταλία και το γεγονός ότι η απόδοση του 10ετούς κρατικού τίτλου της χώρας ξεπέρασε το 4%, ένα επίπεδο κατά το οποίο οι επενδυτές αρχίζουν να ανησυχούν για τον πιστωτικό κίνδυνο της γειτονικής χώρας.
Facebook Comments