Έπειτα από την έξοδο από την Ενισχυμένη Εποπτεία, ο πραγματικός κριτής της ελληνικής οικονομίας είναι οι αγορές.

Καθώς η επίτευξη επενδυτικής βαθμίδας το 2023 αποτελεί έναν από τους βασικoύς στόχους του οικονομικού επιτελείου, οι αγορές και οι οίκοι αξιολόγησης παρακολουθούν στενά τις κινήσεις της ελληνικής κυβέρνησης ειδικά σε μία περίοδο όπου υπάρχει σχετική δημοσιονομική ελευθερία λόγω της αναστολής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Η εμβάθυνση της ενεργειακής κρίσης έχει οδηγήσει σε νέα μέτρα στήριξης τα οποία αρχικά δεν είχαν προϋπολογισθεί και που προς το παρόν «καλύπτονται» από την υπεραπόδοση των εσόδων, ωστόσο, με το τέλος της κρίσης να μην διαφαίνεται στον ορίζοντα, είναι δύσκολο να εκτιμηθεί πόση περαιτέρω στήριξη θα χρειαστεί, ειδικά το 2023.

Προς το παρόν, οι αγορές δεν έχουν δείξει κάποια ανησυχία σχετικά με τον κίνδυνο εκτροχιασμού της δημοσιονομικής πορείας της χώρας, ενώ στην εξίσωση της Ελλάδας έχει προστεθεί και η αύξηση του πολιτικού κινδύνου λόγω της υπόθεσης των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων. Η κυβέρνηση έχει στείλει το τελευταίο διάστημα μηνύματα με αποδέκτη τις αγορές, για τήρηση της δημοσιονομικής σύνεσης και εφαρμογής μετρημένης στήριξης, τη στιγμή που τα ελληνικά ομόλογα –όπως και όλα τα ομόλογα της Ευρωζώνης– έχουν ήδη δεχτεί σημαντική πίεση λόγω της επιθετικής σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής.

Μπορεί οι δύο (S&P και DBRS) από τους τέσσερις οίκους να βαθμολογούν την Ελλάδα ένα σκαλοπάτι μακριά από την επενδυτική βαθμίδα, ωστόσο η κρίσιμη αυτή απόσταση θα χρειαστεί μήνες δημοσιονομικών εξετάσεων για την Ελλάδα, προτού καλυφθεί.

«Οι δημοσιονομικές επιδόσεις είναι βασικό στοιχείο στην ανάλυσή μας για την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας στο πλαίσιο μιας πιθανής επόμενης αναβάθμισης», έχει σημειώσει η S&P. «Θα μπορούσαμε να αναβαθμίσουμε περαιτέρω Ελλάδα εάν συνεχιστούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις παράλληλα με ισχυρότερες από τις αναμενόμενες οικονομικές και δημοσιονομικές επιδόσεις», όπως έχει αναφέρει ο οίκος, ενώ παράλληλα έχει προειδοποιήσει πως ο εκτροχιασμός του προϋπολογισμού αποτελεί ένα από του παράγοντες που θα οδηγήσουν σε υποβάθμιση, κάτι που θα καθυστερήσει την επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα.

Η πολύ ισχυρή πορεία της ανάπτυξης και του τουρισμού, καθώς και η υπεραπόδοση των εσόδων και η άνοδος του πληθωρισμού έχουν λειτουργήσει ως ασπίδες για τα δημοσιονομικά της Ελλάδας, παρέχοντας χώρο για τα μέτρα στήριξης για την ενέργεια το 2022. Ωστόσο η στήριξη αυτή έχει όρια και ακόμα δεν έχει προϋπολογιστεί κάποιο πακέτο  για το 2023 όπου και η κυβέρνηση έχει θέσει στόχο πρωτογενές πλεόνασμα 1% του ΑΕΠ, μετά από πρωτογενές έλλειμμα 2% φέτος.

Η Fitch έστειλε ένα μήνυμα προειδοποίησης για σημαντική πίεση στα δημοσιονομικά της Ελλάδας από το πολύ πιθανό ενδεχόμενο της περαιτέρω επιδείνωσης της ενεργειακής κρίσης το χειμώνα, κάτι που μπορεί να θέσει την αξιολόγηση της χώρας ακόμα και σε κίνδυνο υποβάθμισης.

Η Fitch παρατηρεί και αυτή πως το δημοσιονομικό κόστος της κρατικής στήριξης στην Ελλάδα για τον μετριασμό των επιπτώσεων των αυξημένων τιμών της ενέργειας είναι το υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε σχέση με το ΑΕΠ (3,7% του ΑΕΠ). Ωστόσο επισημαίνει πως το πραγματικό καθαρό δημοσιονομικό κόστος θα διαμορφωθεί 1,4% του προβλεπόμενου ΑΕΠ, καθώς περίπου τα δύο τρίτα της στήριξης σε ακαθάριστους όρους θα ανακτηθούν από το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών της ΕΕ και από τη φορολόγηση των απρόσμενων κερδών των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας (windfall tax).

Αν και όπως έχει επισημάνει η Fitch, η Ελλάδα είναι πιο ανθεκτική σε σχέση με άλλες μεγάλες χώρες της Ευρωζώνης σε μία διακοπή των ροών του φυσικού αερίου λόγω του ευρύτερου ενεργειακού μείγματος και της πρόσβασης σε εναλλακτικές προμήθειες, υπολογίζει πως σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο ο πληθωρισμός στη χώρα θα αυξηθεί κοντά στο 20% βραχυπρόθεσμα.

Αυτό, όπως προειδοποιεί, θα οδηγήσει στην ανάγκη για  εφαρμογή περισσότερων μέτρων δημοσιονομικής στήριξης, γεγονός που θα επηρεάσει αρνητικά τα δημόσια οικονομικά. Παράλληλα η Fitch υπογραμμίζει πως ένα νέο δυσμενές σοκ στην ελληνική οικονομία που θα επηρεάσει την ανάκαμψη ή μια αποτυχία μείωσης του δείκτη του δημόσιου χρέους βραχυπρόθεσμα λόγω μεγαλύτερων ελλειμμάτων, μπορεί να οδηγήσει σε υποβάθμιση της αξιολόγησης.

Ο οίκος τοποθετεί στις αδυναμίες της Ελλάδας το γεγονός ότι εισάγει όλο το φυσικό της αέριο. Το φυσικό αέριο αντιπροσωπεύει περίπου το ένα τέταρτο του πρωτογενούς ενεργειακού μείγματος της Ελλάδας, με το πετρέλαιο σχεδόν το μισό. Η Ρωσία αντιπροσώπευε περίπου το 40% των εισαγωγών φυσικού αερίου πριν από την εισβολή της στην Ουκρανία, ενώ περίπου τα δύο τρίτα αυτού του αερίου χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Ο οίκος αναφέρει πως η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας της Ελλάδας έχει τονίσει ότι το πρώτο τρίμηνο του 2023 θα είναι κρίσιμο, εάν σταματήσει η παροχή ρωσικού φυσικού αερίου. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Fitch, η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία της Ελλάδας θα μειωνόταν κατά 3% (σε σύγκριση με το αντίθετο της μη διακοπής) εάν η Ρωσία σταματούσε τις ροές φυσικού αερίου, ελλείψει αντιστάθμισης της προσφοράς και προσαρμογών από τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές.

H Fitch ωστόσο εντοπίζει και «ελαφρυντικούς» παράγοντες, σημειώνοντας πως οι τερματικοί σταθμοί LNG θα είναι ζωτικής σημασίας για τη διασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού σε περίπτωση διακοπής, ενώ η πολιτική απάντηση περιλαμβάνει τη μετατροπή από φυσικό αέριο σε ντίζελ πέντε σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και η παραγωγή λιγνίτη, η οποία επρόκειτο να καταργηθεί, θα διατηρηθεί και θα καλύψει περίπου το 10% του ενεργειακού εφοδιασμού. Παράλληλα, αναφέρει ότι η ελληνική κυβέρνηση στοχεύει να μειώσει την κατανάλωση ενέργειας τουλάχιστον κατά 10% (σε σύγκριση με το 2019) βραχυπρόθεσμα, ενώ έχει προτρέψει τους φορείς του δημόσιου τομέα να δράσουν (π.χ. να μειώσουν τη χρήση κλιματιστικών).

Facebook Comments