Οι ενδιάμεσες εκλογές ολοκληρώθηκαν, αλλά η καταμέτρηση των ψήφων συνεχίζεται. Πλέον έχουμε μια καλή εικόνα για το τι αποφάσισε ο αμερικανικός λαός και μπορούμε να αρχίσουμε να φανταζόμαστε την πορεία προς τις προεδρικές εκλογές του 2024. Με το παρόν άρθρο σκοπεύω να παρουσιάσω αυτήν την εικόνα με τη ματιά ενός συντηρητικού.

Ενδιάμεσες εκλογές και Κογκρέσο

Σε ομοσπονδιακό επίπεδο, οι προχθεσινές εκλογές στις ΗΠΑ αφορούσαν στην εκλογή του συνόλου των 435 μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (ΒτΑ) και 35 από τα 100 μέλη της Γερουσίας. Τα μέλη της ΒτΑ έχουν διετή θητεία, ενώ οι γερουσιαστές έχουν εξαετή θητεία, συνεπώς μόνο το ένα τρίτο περίπου των θέσεων της Γερουσίας ανοίγουν κάθε δύο έτη. Η Βουλή και η Γερουσία συναποτελούν το Κογκρέσο που είναι ο φορεάς της ομοσπονδιακής νομοθετικής εξουσίας.

Οι εκλογές για το Κογκρέσο συμπίπτουν με τις προεδρικές εκλογές κάθε τέσσερα έτη (π.χ. 2020, 2024), ενώ δεν συμπίπτουν στο ενδιάμεσο της προεδρικής θητείας και έτσι ονομάζονται ενδιάμεσες εκλογές (π.χ. 2018, 2022). Οι τελευταίες δίνουν στους πολίτες την ευκαιρία να εκφράσουν αποδοχή ή δυσαρέσκεια για τις επιδόσεις του Προέδρου και της ομοσπονδιακής κυβέρνησης στο πρώτο μισό της προεδρικής θητείας.

Έχει σημασία να τονιστεί ότι οι ομοσπονδιακές εκλογές (προεδρικές ή ενδιάμεσες) λαμβάνουν χώρα πάντοτε ημέρα Τρίτη μετά την πρώτη Δευτέρα του μηνός Νοεμβρίου κάθε ζυγού έτους. Δηλαδή είναι από τώρα γνωστό ποια ακριβώς ημέρα θα γίνουν οι προεδρικές εκλογές το 2060 ή οι ενδιάμεσες εκλογές το 2062 και αυτό προσδίδει σταθερότητα. Επιπλέον, πρέπει να αναφερθεί ότι οι υποψήφιοι βουλευτές και γερουσιαστές δεν επιλέγονται από την ηγεσία του κόμματος, αλλά από το λαό, τη βάση του κόμματος, στις προκριματικές εκλογές. Έτσι, οι βουλευτές και γερουσιαστές έχουν μεγαλύτερη ελευθερία σε σύγκριση με τους βουλευτές του Ελληνικού Κοινοβουλίου και πολύ συχνά ψηφίζουν αντίθετα στην κομματική γραμμή.

Τα αποτελέσματα σε ομοσπονδιακό επίπεδο

Είναι σύνηθες για το κόμμα που κέρδισε τις τελευταίες προεδρικές εκλογές και βρίσκεται στο Λευκό Οίκο, εν προκειμένω το Δημοκρατικό Κόμμα (ΔΚ), να έχει κάποιες απώλειες στις ενδιάμεσες εκλογές για το Κογκρέσο. Για παράδειγμα, οι Δημοκρατικοί έχασαν την πλειοψηφία στη ΒτΑ, αλλά διατήρησαν την πλειοψηφία στη Γερουσία, στις ενδιάμεσες εκλογές του 2010 επί προεδρίας Ομπάμα. Παρομοίως, οι Ρεπουμπλικανοί έχασαν την πλειοψηφία στη ΒτΑ, αλλά διατήρησαν την πλειοψηφία στη Γερουσία, στις ενδιάμεσες εκλογές του 2018 επί προεδρίας Τραμπ. Αυτή η τάση επαναλήφθηκε στις προχθεσινές εκλογές.

Το ΔΚ έχασε τη σχετικά οριακή πλειοψηφία που είχε στην ΒτΑ. Συγκεκριμένα, το ΔΚ φαίνεται ότι χάνει 10-15 έδρες και έτσι το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (ΡΚ) κερδίζει με τη σειρά του μια μικρή πλειοψηφία περίπου 15 εδρών. Όσον αφορά στη Γερουσία, η κατάσταση δεν έχει ξεκαθαρίσει και ενδεχομένως αυτό να μη συμβεί μέχρι τις επαναληπτικές εκλογές που θα χρειαστεί να γίνουν στην Τζόρτζια τον επόμενο μήνα καθώς κανένας από τους δυο υποψηφίους σε αυτήν την πολιτεία δεν συγκέντρωσε το ποσοστό 50% που απαιτείται. Το βέβαιο είναι ότι η πλειοψηφία στη Γερουσία θα είναι οριακή ανεξαρτήτως του κόμματος που θα την πάρει τελικά. Συμπερασματικά, το ένα σώμα του Κογκρέσου (ΒτΑ) περνάει στον έλεγχο των Ρεπουμπλικανών και το άλλο σώμα (Γερουσία) μάλλον θα κριθεί στις επαναληπτικές εκλογές της Τζόρτζια.

Πρέπει να τονιστούν δύο χαρακτηριστικά αυτών των εκλογών που είναι σημαντικά ως προς την ερμηνεία των αποτελεσμάτων. Πρώτον, μετά την πρόσφατη απογραφή πληθυσμού τα δύο κόμματα προχώρησαν σε αναδιάταξη των εκλογικών περιφερειών στις πολιτείες που ήλεγχαν κάνοντάς το με τέτοιο τρόπο ώστε να τις καταστήσουν ασφαλείς για τους υποψήφιούς τους. Έτσι, οι πραγματικά ανταγωνιστικές περιφέρειες στη ΒτΑ ήταν λιγότερες από ποτέ και άρα το περιθώριο ανατροπών ήταν μικρότερο από ποτέ. Δεύτερον, οι Ρεπουμπλικανοί είχαν να υπερασπιστούν πολύ περισσότερες έδρες της Γερουσίας σε αυτές τις εκλογές (21 από τις 35 που ήταν σε ψηφοφορία), το οποίο σημαίνει ότι ξεκίνησαν από χειρότερη αφετηρία ως προς αυτό.  Στις επόμενες εκλογές για τη Γερουσία (2024), οι Δημοκρατικοί θα είναι αυτοί που θα κληθούν να υπερασπιστούν υπερδιπλάσιες έδρες.

Γιατί κέρδισαν οι Ρεπουμπλικανοί;

Το ΡΚ και οι υποψήφιοί του έβαλαν στον πυρήνα της εκστρατείας τους τα προβλήματα που απασχολούν περισσότερο τους συντηρητικούς και ανεξάρτητους μετριοπαθείς πολίτες της αμερικανικής κοινωνίας: ακρίβεια, έγκλημα, παράνομη μετανάστευση, και εκπαίδευση.

Ο πληθωρισμός έχει τρέξει σε ρεκόρ σαράντα ετών, η τιμή της βενζίνης είναι 50% υψηλότερη και των βασικών τροφίμων 25% υψηλότερη σε σχέση με δύο χρόνια πριν. Το φαινόμενο της ακρίβειας είναι πολυπαραγοντικό και οφείλεται σε ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες, αλλά πολλοί πολίτες θεωρούν ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν επιδείνωσε τον πληθωρισμό με την άσκοπη συνέχιση γενναιόδωρων πακέτων στήριξης. Επιπλέον, την κατηγορούν ότι υπονόμευσε την ενεργειακή αυτάρκεια της χώρας στα πλαίσια οικολογικής πολιτικής με αποτέλεσμα τις μεγάλες αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων.

Οι δολοφονίες βρέθηκαν σε υψηλότερα επίπεδα κατά 40% σε σχέση με το 2019 και οι ληστείες αυξήθηκαν κατά 20% σε σχέση με πέρυσι. Οι συντηρητικοί και μετριοπαθείς ψηφοφόροι πιστεύουν ότι παράγοντες του ΔΚ και του κοινωνικά λίμπεραλ χώρου υπονόμευσαν την αστυνομία και τη δικαιοσύνη. Η τάση “defunding the police” που κυριάρχησε το 2020 και συνεχίστηκε το 2021 είναι ένα παράδειγμα.

Η παράνομη μετανάστευση βρίσκεται στα χειρότερα επίπεδα των τελευταίων δεκαετιών. Μεγάλος αριθμός παράνομων μεταναστών έχουν προωθηθεί σε διάφορες μεγαλουπόλεις από την ομοσπονδιακής κυβέρνησης και μικρότερος αριθμός με πρωτοβουλία των πολιτειακών κυβερνήσεων ως απάντηση στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης που έχει διαμορφωθεί στα σύνορα. Η κυβέρνηση Μπάιντεν και το ΔΚ κατηγορούνται ότι ενθαρρύνουν την παράνομη μετανάστευση τόσο ρητορικά όσο και πρακτικά με την άρση κάποιων περιορισμών που είχε θέσει η κυβέρνηση Τραμπ. Τελικά, η κατάσταση έκτακτης ανάγκης έχει επεκταθεί πέρα τα σύνορα και έχει γίνει εμφανής σε ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας.

Η επίμονη προσπάθεια παραγόντων του ΔΚ και του κοινωνικά λίμπεραλ χώρου να εντάξουν στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα των σχολείων αμφιλεγόμενα θέματα, όπως ζητήματα σχετικά με την ταυτότητα φύλου και τη θεωρούμενη καταπίεση κοινωνικών ομάδων, έχουν θορυβήσει συντηρητικούς και μετριοπαθείς γονείς, οι οποίοι προχώρησαν σε εκατοντάδες δράσεις σε όλη τη χώρα που έκριναν ακόμη και εκλογές επιπέδου πολιτειακού κυβερνήτη (Βιρτζίνια, 2021).

Εκτός από αυτά τα τέσσερα μείζονα θέματα, επιμέρους ζητήματα έπαιξαν κάποιο ρόλο. Πρώτον, είναι πλέον πασιφανές ότι ο πρόεδρος Μπάιντεν δυσκολεύεται στην άσκηση των καθήκόντων του εξαιτίας επιδεινούμενης πνευματικής έκπτωσης. Ο πρόεδρος Μπάιντεν είναι ο καθρέφτης των Δημοκρατικών, η εικόνα του είναι απογοητευτική και η αντιπρόεδρος Χάρις δεν έχει πείσει ότι μπορεί να καλύψει το κενό. Δεύτερον, ο δραματικός τρόπος με τον οποίον αποχώρησαν οι Ένοπλες Δυνάμεις από το Αφγανιστάν έχει χαραχτεί στο συλλογικό υποσυνείδητο του μέσου Αμερικανού τραυματίζοντας την περηφάνια που νιώθει για τον Στρατό. Τρίτον, ένα σημαντικό υποσύνολο των πολιτών ήθελε να τιμωρήσει το ΔΚ στις κάλπες χρεώνοντάς του τα σχετικά με την πανδημία περιοριστικά μέτρα και τις επιπτώσεις τους στα δικαιώματα, την εργασία και τη ζωή τους. Τέταρτον, η πολιτική ορθότητα, η κουλτούρα της ακύρωσης, οι ιδεολογίες wokeism και intersectionalism, ουσιαστικά η αντιμετώπιση του ανθρώπου όχι ως ξεχωριστό άτομο αλλά ως φυλή, φύλο και χρώμα, έχει κουράσει ένα μεγάλο μέρος ανεξάρτητων πολιτών που θεωρούν το ΔΚ ως τον πολιτικό φορέα αυτών των ιδεολογημάτων.

Η στρατηγική των Δημοκρατικών που μετρίασε την ήττα

Οι Δημοκρατικοί έβαλαν στο κέντρο της προεκλογικής εκστρατείας το ζήτημα των εκτρώσεων μετά την πρόσφατη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου (ΑΔ) που πρακτικά θεώρησε ότι δεν υπάρχει συνταγματική πρόβλεψη για τις εκτρώσεις και επέστρεψε στις πολιτείες τη δυνατότητα να ρυθμίσουν το ζήτημα νομοθετικά. Το ζήτημα των εκτρώσεων δεν είναι η προτεραιότητα του μέσου πολίτη, είναι όμως πολύ σημαντικό κυρίως για τους νέους που βρίσκονται πιο κοντά στο ΔΚ. Συνεπώς, η στρατηγική της ανάδειξης των εκτρώσεων ως κεντρικό ζήτημα κατάφερε να κινητοποιήσει αυτούς τους ψηφοφόρους ώστε να μην απέχουν. Η διχαστική ρητορική, όπως ο χαρακτηρισμός των δικαστών του ΑΔ ως εξτρεμιστές, εξυπηρέτησε τη στρατηγική της συσπείρωσης.

Επίσης, το ΔΚ έβαλε στο κέντρο του διαλόγου τον υποτιθέμενο κίνδυνο για τη δημοκρατία που θα έφερνε η νίκη του ΡΚ. Ο πρόεδρος Μπάιντεν, ο πρόεδρος Ομπάμα και άλλοι κορυφαίοι αξιωματούχοι του ΔΚ τόνιζαν ότι η δημοκρατία θα κρίνονταν στις προχθεσινές εκλογές. Κατά τη γνώμη μου, επρόκειτο για επικίνδυνη στρατηγική που όμως κατάφερε να κινητοποιήσει τη βάση του κόμματος ώστε να μην απέχει. Με άλλα λόγια, το ΔΚ επένδυσε στην πόλωση ώστε να συσπειρώσει τη βάση του και να μετριάσει την ήττα. Αυτή η εκλογική στρατηγική απέδωσε ως ένα βαθμό.

Ο δρόμος προς το 2024

Ο πρόεδρος Μπάιντεν απέτυχε να υλοποιήσει την κεντρική υπόσχεση του 2020 να ενώσει τον αμερικανικό λαό. Ακολούθησε διχαστική στρατηγική με συνεχή πολωτική ρητορική. Έτσι, η αφετηρία του δεύτερου μισού της θητείας του βρίσκει την κοινωνία διχασμένη και πλέον την εξουσία μοιρασμένη.

Η εκτελεστική εξουσία προφανώς παραμένει στα χέρια των Δημοκρατικών για άλλα δύο έτη ως αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών του 2020, αλλά η νομοθετική εξουσία περνάει στους Ρεπουμπλικανούς, μερικώς ή συνολικά. Αυτό καταρχάς σημαίνει ότι ο πρόεδρος Μπάιντεν θα δυσκολευτεί να προχωρήσει την κοινωνικά λίμπεραλ ατζέντα του ΔΚ. Δεύτερον, οι Ρεπουμπλικανοί θα επιχειρήσουν να εμποδίσουν ή να σταματήσουν τις έρευνες των Δημοκρατικών εις βάρος του προέδρου Τραμπ και ενδεχομένως θα εκκινήσουν έρευνες σχετικά με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του γιου του προέδρου Μπάιντεν ή κατά άλλων στελεχών του ΔΚ. Αυτό θα οξύνει περαιτέρω το διχαστικό κλίμα. Τρίτον και σημαντικότερο, τα δύο κόμματα θα πρέπει να συνεργαστούν, να διαπραγματευτούν και να ακολουθήσουν τη μέση οδό σε μία σειρά από θέματα ώστε να γεφυρώσουν το χάσμα του Λευκού Οίκου με το νέο Κογκρέσο. Αυτό θα αποτελούσε εξαιρετική εξέλιξη και μάλλον είναι το κεντρικό μήνυμα των προχθεσινών εκλογών. Ίσως οι πολίτες θέλησαν να μοιράσουν την εξουσία ώστε να αναγκάσουν τους δύο πόλους σε συνεργασία. Εξάλλου, αυτός είναι ο δρόμος που κατέστησε τις ΗΠΑ μία μοναδική στην ιστορία φιλελεύθερη, δημοκρατική υπερδύναμη.

Ένα από τα μεγάλα ερωτήματα που μένει να απαντηθεί είναι ποιοι θα είναι οι υποψήφιοι του ΡΚ και του ΔΚ στις προεδρικές εκλογές του 2024. Ως προς τους Ρεπουμπλικανούς, Ο πρόεδρος Τραμπ έχει σχεδόν εκδηλώσει την πρόθεσή του να διεκδικήσει το χρίσμα του ΡΚ. Ελέγχει το κόμμα σε μεγάλο βαθμό, πιθανώς περισσότερο από την εποχή που ήταν στο Λευκό Οίκο. Διαθέτει εκτεταμένη και πιστή βάση υποστηρικτών στην αμερικανική κοινωνία για την οποία έχει λάβει χαρακτηριστικά πολιτικού ημίθεου. Από την άλλη, για ένα εξίσου μεγάλο μέρος της κοινωνίας είναι πολιτικός δαίμονας. Προφανώς δεν ισχύει ούτε το ένα ούτε το άλλο, αλλά δείχνει ότι ο πρόεδρος Τραμπ βρίσκεται στον πυρήνα του διχασμού. Έτσι, θα ήταν ωφέλιμο τόσο για τις ΗΠΑ όσο και για το ΡΚ να αποσυρθεί και να ενθαρρύνει τον κυβερνήτη της Φλόριντα ΝτεΣάντις να θέσει υποψηφιότητα για πρόεδρος των ΗΠΑ. Ο κυβερνήτης ΝτεΣάντις, ο οποίος μόλις επικράτησε εμφατικά στις αντίστοιχες εκλογές της Φλόριντα και είναι πολύ αγαπητός στη βάση του ΡΚ και στους συντηρητικούς πολίτες γενικότερα, έχει τα εχέγγυα να οδηγήσει το ΡΚ σε μία άνετη νίκη στις προεδρικές εκλογές του 2024. Όμως, δεν πιστεύω ότι ο πρόεδρος Τραμπ θα έβαζε το πληγωμένο εγώ του σε δεύτερη μοίρα σε αυτή τη φάση και δυστυχώς δεν θεωρώ πολύ πιθανό ότι ο κυβερνήτης ΝτεΣάντις θα επιλέξει να αναμετρηθεί με τον πρόεδρο Τραμπ, αν και εύχομαι να κάνω λάθος. Όσον αφορά στους Δημοκρατικούς, θεωρώ δύσκολη την υποψηφιότητα του προέδρου Μπάιντεν, άσχετα από το τι δηλώνει ο ίδιος, καθώς η κατάσταση της υγείας του μάλλον δεν θα επιτρέπει να ανταποκριθεί στις ανάγκες μιας κανονικής προεκλογικής εκστρατείας χωρίς να γίνεται εμφανής διαρκώς η αδυναμία του να ανταπεξέλθει στα απαιτητικά καθήκοντα του πρόεδρου των ΗΠΑ.

Συμπερασματικά, ο δρόμος προς το 2024 μάλλον θα είναι στρωμένος με πόλωση και διχασμό και θα έχει ορισμένα ευχάριστα διαλείμματα συνεργασίας. Οι προεδρικές εκλογές του 2024 θα είναι οι τρίτες στη σειρά που θα κριθούν στο νήμα εάν ο πρόεδρος Τραμπ είναι ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών ή ευτυχέστερα για τη χώρα και το συντηρητικό χώρο θα είναι μια άνετη επικράτηση εφόσον ο κυβερνήτης ΝτεΣάντις αποφασίσει και καταφέρει να λάβει το χρίσμα. Στην τελευταία περίπτωση και δεδομένου ότι το 2024 οι Δημοκρατικοί θα έχουν να υπερασπιστούν υπερδιπλάσιες θέσεις στη Γερουσία σε σχέση με τους Ρεπουμπλικανούς, ο κυβερνήτης ΝτεΣάντις θα έχει τη δυνατότητα να επικρατήσει καθολικά και να αναμορφώσει την Αμερική για τις επόμενες δεκαετίες.

Facebook Comments