Οι πρόσφατες ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ αξίζουν μεγάλης προσοχής κι αποτίμησης κι από τον πολιτικό κόσμο και τους πολιτικούς αναλυτές στην Ελλάδα.

Διότι, εκτιμώ, προσφέρει πολύ χρήσιμα συμπεράσματα για το πώς λειτουργεί η λαϊκή ψήφος σε μια ισχυρή δυτική δημοκρατία με σοβαρούς θεσμούς, παρά τις αδυναμίες, που αναδείχθηκαν έντονα τα τελευταία χρόνια, με την ακραία πόλωση, την αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος του 2020 από την πλευρά Τραμπ και τα κωμικοτραγικά γεγονότα στο Καπιτώλιο.

Ίσως το κορυφαίο συμπέρασμα, που καλλιεργούσαν έντονα οι Ρεπουμπλικάνοι του Τραμπ πως δήθεν ένα «κόκκινο κύμα» σαν τσουνάμι θα σαρώσει το πολιτικό σκηνικό, επιφέροντας καταστροφή των Δημοκρατικών του προέδρου Τζο Μπάιντεν. Η σαρωτική νίκη τους δεν επιβεβαιώθηκε. Οι πολίτες προτίμησαν να δώσουν ισχνή πλειοψηφία στους Ρεπουμπλικάνους στη Βουλή κι απόλυτη ισορροπία στη Γερουσία, όπως συνήθως συμβαίνει στις ενδιάμεσες εκλογές (δηλαδή μεταξύ δύο προεδρικών εκλογών). Το σύστημα των ελέγχων κι εξισορροπήσεων (checks and balances) που έχει διαμορφώσει η αμερικανική δημοκρατία, παρά τα προβλήματα και τις αδυναμίες του, λειτουργεί ακόμα αποτελεσματικά.

Από την διαπίστωση αυτή προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, το κορυφαίο συμπέρασμα των ενδιάμεσων εκλογών της περασμένης Τρίτης στις ΗΠΑ αλλά κι όλων των εκλογών, που έχουν πραγματοποιηθεί τους τελευταίους μήνες στην Ευρώπη. Πράγματι, επιβεβαιώνεται η άνοδος ακραίων, ακροδεξιών κυρίως, φωνών, που εκμεταλλεύονται τις κοινωνικές ανισότητες, που όντως διευρύνονται, την βαθιά οικονομική και ενεργειακή κρίση, την ακρίβεια, το μεταναστευτικό, την εγκληματικότητα για να κερδίσουν ψήφους. Αλλά για να κατακτήσουν την εξουσία και να τη διατηρήσουν, πρέπει να ρίξουν νερό στο κρασί τους, να λειάνουν τον εμπρηστικό τους ακραίο λόγο και να κάνουν μετριοπαθείς αλλαγές. Διότι αυτό επιζητεί εντέλει η καθοριστική πλειονότητα. Οι ακρότητες μπορεί να σε κάνουν γνωστό και να αυξήσουν το κοινό σου. Αλλά δεν σε φέρνουν στην εξουσία. Δεν αρκεί να ξεφωνίζεις και να φοβερίζεις. Πρέπει ρεαλιστικά να αντιμετωπίζεις τα προβλήματα. Κι αυτό καταφαίνεται κι από την μεγάλη μεταστροφή του ακροδεξιού κυβερνητικού συνασπισμού στην Ιταλία, που εγκατέλειψε την εμπρηστική ρητορική του κι υποχρεώνεται να προσαρμοσθεί στην πραγματικότητα.

Το ίδιο ισχύει και στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη ασφαλώς έχει κάνει λάθη. Κι ο ίδιος ο πρωθυπουργός τα έχει αναγνωρίσει. Και μαθαίνει από τα λάθη του. Αλλά ουδείς μπορεί σοβαρά να αμφισβητήσει το γεγονός ότι η κυβέρνηση αυτή αντιμετωπίζει με όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερο τρόπο τις μεγάλες προκλήσεις και δοκιμασίες που πλήττουν ολόκληρο τον κόσμο, όπως είναι η ενεργειακή κρίση, ο πόλεμος στην Ουκρανία και η πανδημία. Γι’ αυτό, παρά την αγωνία, την ανησυχία και τη δυσφορία που δικαιολογημένα διακατέχουν τους Έλληνες εξαιτίας της εισαγόμενης ακρίβειας, στις δημοσκοπήσεις το κυβερνών κόμμα συντηρεί ευδιάκριτο και σαφές προβάδισμα έναντι των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά στο τελευταίο έτος της θητείας μιάς κυβέρνησης. Κι αυτό καταδεικνύει την πλήρη αποτυχία των αντιπολιτευτικών τακτικών.

Προφανώς οι δημοσκοπήσεις δεν μπορούν με ασφάλεια να προβλέψουν με ακρίβεια το εκλογικό αποτέλεσμα, όπως διαπιστώσαμε και στις εκλογές στις ΗΠΑ. Αλλά καταδεικνύουν την τάση. Κι η τάση είναι υπέρ του Μητσοτάκη και της ΝΔ. Και το τελικό αποτέλεσμα θα εξαρτηθεί από την γενικότερη εικόνα της κυβερνητικής προσπάθειας να αντιμετωπίσει τα προβλήματα. Κυρίως της οικονομίας, της ακρίβειας. Φυσικά η ψήφος εξαρτάται από την τσέπη μας. Αλλά όχι μόνον. Αλλα κι από ζητήματα, που αφορούν την γενικότερη εικόνα της χώρας και με τη διεθνή της θέση και με τις σχέσεις της με την Τουρκία κοκ

Facebook Comments