Το comeback των τραπεζικών μετοχών οδήγησαν το Χρηματιστήριο Αθηνών να σημειώνει ένα σημαντικό ορόσημο και έναν άθλο τις πρώτες μέρες του Νοεμβρίου, να σβήσει δηλαδή τις απώλειες για το έτος και να μπει πλέον σε θετικό έδαφος, όντας πλέον η μόνη αγορά την Ευρώπη, μαζί με την πορτογαλική που καταγράφει κέρδη το 2022.

Οι τράπεζες πάντα αποτελούσαν τον οδηγό του Χ.Α, λειτουργώντας άλλοτε ως «βαρίδι» και άλλοτε ως «μοχλό» της ανόδου. Η αλλαγή σελίδας που έχει σημειώσει πλέον ο κλάδος, καθώς παρά τις κρίσεις των τελευταίων δύο και πλέον ετών, κατάφερε να μειώσει τα προβληματικά δάνεια και να έχει μονοψήφιο δείκτη NPΕ και να επιστρέψει στην κερδοφορία, σε συνδυασμό με το θετικό περιβάλλον που δημιουργούν για τις ευρωπαϊκές τράπεζες τα αυξανόμενα επιτόκια της ΕΚΤ δίνοντας ώθηση έσοδα, έχει προσελκύσει την προσοχή επενδυτών και οίκων.

Τα ισχυρά αποτελέσματα γ΄ τριμήνου που δημοσιεύτηκαν την προηγούμενη εβδομάδα και από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες επιβεβαίωσαν τη βελτίωση και την δυναμική των προοπτικών τους. Η πλειονότητα των διεθνών αναλυτών προβλέπει περαιτέρω ράλι στις μετοχές τους, με τη Citi να το τοποθετεί μεταξύ του 11% και του 48%, την JP Morgan στο 18% με 63% και την Deutsche Bank στο 19% έως 60%, γεγονός που δώσει δίχως αμφιβολία νέα «καύσιμα» στο Χ.Α

Ειδικότερα για την μετοχή της Τράπεζας Πειραιώς η Citi προβλέπει ράλι 48%, η JPM 63% και η D.B 19%. Για την Alpha Bank η Citi βλέπει άνοδο 12%, η JPM 44% και η Deutsche Bank 60%. Για την Εθνική η Citi εκτιμά ότι θα κινηθεί 11% υψηλότερα, η JMP 18% και η D.B 34%. Τέλος, στο 19% τοποθετεί το περιθώριο ανόδου για τη μετοχή της Eurobank η Citi, στο 38% η JP Morgan Και στο 33% η Deutsche.

Όπως σημειώνει ο Ηλίας Ζαχαράκης της Fast Finance, η ελληνική αγορά δείχνει να έχει μία διαφορετική συμπεριφορά σε σχέση με τις υπόλοιπες, μία πολύ πιο αμυντική συμπεριφορά, που έχει να κάνει περισσότερο με την συμπεριφορά των τραπεζών. «Ο ελληνικός τραπεζικός κλάδος πλέον αποδεικνύει ότι έχει ξεχάσει τον παλιό του εαυτό, με τους ξένους θεσμικούς να αυξάνουν θέσεις στον κλάδο περιμένοντας υπέρ απόδοση στο μέλλον», επισημαίνει ο αναλυτής.

Πολύ σημαντική εξέλιξη ήταν η διπλή ψήφος εμπιστοσύνης από τους οίκους αξιολόγησης που δέχτηκαν οι ελληνικές τράπεζες τις τελευταίες ημέρες, καθώς μετά την αναβάθμιση στην οποία προχώρησε η Moody’s, στη συνέχεια και η S&P τόνισε πως οι ελληνικές τράπεζες είναι οι μόνες στην Ευρώπη για τις οποίες δίνει θετικές προοπτικές – υποδηλώνοντας αναβάθμιση προσεχώς- τη στιγμή που το περιβάλλον για το σύνολο των ευρωπαϊκών τραπεζών αναμένεται δύσκολο το 2023, παρά τον θετικό άνεμο που προσφέρουν οι αυξήσεις επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Όπως σημείωσε η Moody’s, οι διαρθρωτικές βελτιώσεις στην ελληνική οικονομία καθώς και οι σημαντικές βελτιώσεων στην ποιότητα του ενεργητικού και της κερδοφορίας των τραπεζών, ουσιαστικά την «ανάγκασαν» να προχωρήσει στην θετική κίνηση, ανεβάζοντας από 1 έως 2 βαθμίδες τις αξιολογήσεις των συστημικών ελληνικών τραπεζών. Βασικός παράγοντας για τις αξιολογήσεις, ανέφερε, είναι η βελτιωμένη οικονομική θέση της Ελλάδας, με καλύτερες λειτουργικές και πιστωτικές συνθήκες που προφέρουν ένα πιο υποστηρικτικό λειτουργικό περιβάλλον για τις τράπεζες της χώρας. Κατά τον οίκο, η σημαντική μείωση των ΝPEs κάνει τις ελληνικές τράπεζες καλύτερα προετοιμασμένες να αντιμετωπίσουν νέους αντίθετους ανέμους και προκλήσεις, που προκύπτουν από τις πληθωριστικές πιέσεις και την αύξηση των επιτοκίων που πιθανότατα θα επηρεάσουν την προσιτότητα και την ικανότητα αποπληρωμής του χρέους των ευάλωτων δανειοληπτών, εκτιμώντας πως η ανάπτυξη στην Ελλάδα θα επιβραδυνθεί σημαντικά το 2023 στο 1,8% από 5,3% φέτος, ωστόσο θα είναι σημαντικά υψηλότερη από άλλες χώρες της Ε.Ε.

Στο 1,8% τοποθετεί και η S&P την ανάπτυξη της Ελλάδας το 2023, από 5,6% φέτος, ενώ εκτιμά ότι η ευρωπαϊκή οικονομία βρίσκεται στα πρόθυρα μιας απότομης επιβράδυνσης, σε σημείο που δεν μπορεί να αποκλειστεί μια πλήρη ύφεση. Για αυτόν τον λόγο ο οίκος θεωρεί ότι ο οικονομικός κίνδυνος για την Ελλάδα είναι μειωμένος, κάτι που στηρίζει τον τραπεζικό κλάδο. Όπως ανέφερε, οι ελληνικές τράπεζες έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο από το 2018, μειώνοντας σημαντικά τα μη εξυπηρετούμενα περιουσιακά στοιχεία. Έπεται από τρία και πλέον χρόνια πωλήσεων μη εξυπηρετούμενων δανείων και τιτλοποιήσεων, με τη βοήθεια του «Ηρακλή», τα NPLs σε όλο το σύστημα μειώθηκαν σημαντικά, με αποτέλεσμα ο σχετικός δείκτης να αναμένεται να «κλείσει» το 2022 σε μονοψήφια επίπεδα. Η ανθεκτικότητα της ποιότητας του ενεργητικού στις επιπτώσεις της COVID-19 υποστήριξε αυτή τη βελτίωση, σημείωσε ο οίκος. Ως αποτέλεσμα, το κόστος του κινδύνου θα είναι λιγότερο επιβαρυντικό για τις τράπεζες τους επόμενους 12-18 μήνες. Επιπλέον, οι εγχώριες τιμές των ακινήτων συνέχισαν να αυξάνονται σταθερά, ακόμη και κατά τη διάρκεια της πανδημίας, γεγονός που υποστηρίζει τις προοπτικές ανάκαμψης των υπόλοιπων NPLs.

Παράλληλα, ο ισχυρός σχηματισμός καταθέσεων από το 2018, σε συνδυασμό με τη μαζική εκκαθάριση των ισολογισμών, υποστηρίζει την άποψη της S&P ότι οι ελληνικές τράπεζες συνέχισαν να εξισορροπούν τα προφίλ χρηματοδότησής τους, χάρη στη βελτίωση της εμπιστοσύνης των εγχώριων καταθετών.

Πάντως, αν και οι προοπτικές για περαιτέρω αναβάθμιση της αξιολόγησής τους παραμένουν σημαντικές, οι προκλήσεις παραμένουν μεσοπρόθεσμα. Αυτό κυρίως οφείλεται στην επιδείνωση των προοπτικών για το σύνολο της ευρωπαϊκής οικονομίας, κατά την S&P.

Η επιστροφή σε ένα περιβάλλον αυξανόμενων επιτοκίων αποτελεί πολύ καλά νέα για τις ευρωπαϊκές τράπεζες συνολικά. Ωστόσο, οι πιο ζοφερές οικονομικές προοπτικές της Ευρώπης θα μπορούσαν να εξουδετερώσουν αυτή τη θετική επίδραση, επιδεινώνοντας τις προοπτικές των τραπεζών, επιβαρύνοντας την ποιότητα του ενεργητικού και αυξάνοντας το λειτουργικό κόστος το 2023 και πιθανώς πέραν αυτού.

«Μέσα στα επόμενα ένα έως δύο χρόνια, αναμένουμε ότι το μακροοικονομικό περιβάλλον της Ευρώπης θα γίνει πιο δύσκολο», όπως τονίζει η S&P, προσθέτοντας πως μια παρατεταμένη περίοδος αυξανόμενου πληθωρισμού και χαμηλής οικονομικής ανάπτυξης θα αυξήσει τους κινδύνους για τις τράπεζες, με επιπτώσεις στην ποιότητα ενεργητικού, στις προοπτικές κερδοφορίας καθώς και στην πρόσβασή τους στις αγορές.

Προειδοποιήσεις πάντως απέστειλε και η Τράπεζα της Ελλάδος υπογραμμίζοντας τους κινδύνους για τον κλάδο, που είναι το ακόμα υψηλό απόθεμα NPEs παρά τις μειώσεις, η χαμηλή οργανική κερδοφορίας καθώς και το ύψος της κεφαλαιακής επάρκειας. Όπως τόνισε, η ένταση και διάρκεια των εισαγόμενων πληθωριστικών πιέσεων, η επιδείνωση των οικονομικών προοπτικών, η ενίσχυση του κινδύνου απότομης ανατιμολόγησης των περιουσιακών στοιχείων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων και η αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου έχουν αυξήσει τους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Facebook Comments