Ευνοϊκές για την Ελλάδα χαρακτηρίζουν οι αναλυτές τις πρόσφατες προτάσεις της Κομισιόν για το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο, με τη χώρα μας μάλιστα να έχει και το συγκριτικό πλεονέκτημα της εξοικείωσης με την εφαρμογή προγραμμάτων.

Επιπλέον, το νέο πλαίσιο που προτείνει η Κομισιόν στέλνει ένα σήμα «ασφάλειας» σε αγορές και επενδυτές, με τους οικονομολόγους να υπογραμμίζουν πως οι κανόνες που συστήνονται είναι λιγότερο περιοριστικοί και πιο ρεαλιστικοί από τους προηγούμενους, λαμβάνοντας υπόψη τις πολιτικές για την ενίσχυση της ανάπτυξης και δίνοντας χώρο για επενδύσεις, έστω και αν συνδυάζονται με το «μαστίγιο» αυστηρότερων κυρώσεων σε περίπτωση μη τήρησης των δεσμεύσεων. Το πολύ σημαντικό είναι πως καμία χώρα δεν «στιγματίζεται» καθώς είναι ένα πλαίσιο, ένα πρόγραμμα προσαρμογής που θα ακολουθήσουν όλοι και όχι μόνο οι αδύναμοι…

Αν και οι προτάσεις της Κομισιόν αποτελούν μόνο μια βάση και ένα σημείο εκκίνησης στον μακρύ δρόμο των συζητήσεων που θα ακολουθήσουν μέχρι την τελική απόφαση για το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης που θα ισχύσει το 2024, χαρακτηρίζονται από τους αναλυτές ως ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση.

Ουσιαστικά, το νέο πλαίσιο της Επιτροπής διατηρεί αμετάβλητους τους στόχους του ελλείμματος του 3% και του χρέους 60%, αλλά εισάγει μεγαλύτερη ευελιξία και περισσότερες προσαρμογές ανάλογα με την «ειδική κατάσταση» κάθε χώρας. Οι χώρες της Ε.Ε. θα πρέπει να παρουσιάσουν τετραετή σχέδια για τον τρόπο μείωσης του χρέους, ενώ μπορεί να δοθεί παράταση τριών ετών εάν ζητηθεί. Αυτά τα σχέδια θα πρέπει στη συνέχεια να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στη συνέχεια να εγκριθούν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Αυτό μοιάζει πολύ με τα εθνικά προγράμματα μεταρρυθμίσεων που έπρεπε να παρουσιάσουν οι κυβερνήσεις προκειμένου να πληρούν τις προϋποθέσεις για τις εκταμιεύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης.

Ο πυρήνας των προτάσεων είναι η κατάργηση του λεγόμενου κανόνα του «ενός εικοστού», ο οποίος εισήχθη μετά την κρίση χρέους στην Ευρωζώνη. Ο κανόνας προβλέπει πως μια χώρα πρέπει να μειώνει το χρέος της κατά το 1/20, της διαφοράς μεταξύ του υπάρχοντος χρέους και του ορίου 60% του ΑΕΠ τον χρόνο, ώστε σε 20 χρόνια το χρέος να έχει μειωθεί στο 60% του ΑΕΠ. Από το ξέσπασμα της πανδημίας, αυτή η απαίτηση από τη συνθήκη του Μάαστριχτ θεωρείται ανέφικτη για αρκετές χώρες, επειδή το χρέος έχει αυξηθεί σημαντικά. Η Κομισιόν προτείνει ο ρυθμός μείωσης του χρέους να μην ακολουθεί αυτόν τον κανόνα και να αντικατασταθεί από ειδική προσέγγιση ανά χώρα, ανάλογα με τις ανάγκες και δυνατότητές της, η οποία θα περιλαμβάνει επίσης ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους.

Σύμφωνα με την πρόταση της Κομισιόν, θα υπάρξει μια σαφής εστίαση στις κρατικές δαπάνες ως δείκτη δημοσιονομικής πολιτικής και διασφάλισης της πτωτικής πορείας του χρέους. Από αυτή την άποψη, οι πληρωμές τόκων και οι δαπάνες σχετικά με την ανεργία αναμένεται να εξαιρεθούν από τη μέτρηση μιας διαδρομής δαπανών. Πάντως, αντίθετα με τις προσδοκίες, η Κομισιόν δεν πρότεινε έναν νέο «χρυσό κανόνα», αποκλείοντας δηλαδή ορισμένες δημόσιες δαπάνες από τον υπολογισμό του ελλείμματος και του χρέους. Αντιθέτως, επέλεξε μια πιο έμμεση προσέγγιση, δίνοντας στις χώρες περισσότερο χρόνο για να μειώσουν το δημόσιο χρέος εάν δεσμευθούν για μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις φιλικές προς την ανάπτυξη. Δίνοντας περισσότερο χρόνο για τη μείωση του δημόσιου χρέους και ανοίγοντας την πόρτα για περισσότερη ευελιξία και επενδύσεις, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει σαφώς προσφέρει ένα «καρότο» στα δημοσιονομικά «περιστέρια».

Ταυτόχρονα, ωστόσο, αναμένεται να χρησιμοποιήσει ένα πολύ ισχυρό «μαστίγιο»: τη λεγόμενη Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος, η οποία γίνεται αυστηρότερη όσον αφορά τις δεσμεύσεις για το χρέος. Μέχρι στιγμής, επιβάλλονταν κυρώσεις μόνο σε όσες χώρες είχαν ελλείμματα του προϋπολογισμού υψηλότερα από 3% του ΑΕΠ, και όχι για την υπέρβαση του χρέους άνω του 60% του. Πλέον, αν ένα κράτος παρεκκλίνει από τον στόχο των δαπανών, ενεργοποιείται η διαδικασία, με πρόστιμα τα οποία αφορούν την αναστολή χρηματοδότησης από τα διαρθρωτικά ταμεία και το Ταμείο Ανάκαμψης σε περίπτωση που δεν λαμβάνονται διορθωτικά μέτρα, ενώ κυρώσεις θα επιβάλλονται ακόμη και σε μη τήρηση των συμφωνηθέντων.

Ειδικοί της αγοράς μιλούν για εξαιρετικά σημαντικές αποφάσεις για την Ελλάδα, για τρεις κυρίως λόγους:

Πρώτον, δίνεται πλέον η δυνατότητα στην Ελλάδα να παρουσιάζει συγκεκριμένο πλαίσιο ελέγχου της χώρας στους επενδυτές ώστε να μην ανησυχούν για την πιθανότητα εκτροχιασμού των δημοσιονομικών μετά το τέλος της ενισχυμένης εποπτείας, ειδικά κατά την περίοδο που δεν έχει ακόμη επιτευχθεί η επενδυτική βαθμίδα.

Δεύτερον, το ενιαίο αυτό πλαίσιο στηρίζεται σε γενικές αρχές και δεν αποτελεί πλέον στίγμα για συγκεκριμένες χώρες, αφού θα είναι κοινής εφαρμογής.

Τρίτον, η Ελλάδα έχει εξοικειωθεί με την εφαρμογή προγραμμάτων προσαρμογής, και πολύ αυστηρών μάλιστα, και έτσι αναμένεται να αναδειχθούν τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα σε αυτή τη διαδικασία. Η Ελλάδα έχει άλλωστε ήδη τη βασική υποχρέωση για πρωτογενές πλεόνασμα ίσο με τους τόκους, άρα εάν αυτό πρέπει να επιβεβαιώνεται κάθε τέσσερα χρόνια, δεν αποτελεί πρόβλημα για τη χώρα.

Και από την πλευρά των οίκων αξιολόγησης, η πρόταση αυτή της Κομισιόν είναι θετική καθώς στηρίζει τις προοπτικές της αξιολόγησης της χώρας η οποία βρίσκεται στο «κυνήγι» της επενδυτικής βαθμίδας. Σύμφωνα με την Scope Ratings, το γεγονός ότι βασικά στοιχεία του δημοσιονομικού πλαισίου θα εισαχθούν εκ νέου είναι πιστωτικά θετικό, καθώς δίνει στους οίκους αξιολόγησης μεγαλύτερη εμπιστοσύνη ότι η ευρωπαϊκή εποπτεία της μακροοικονομικής και δημοσιονομικής διαχείρισης των κρατών-μελών της Ε.Ε. θα διασφαλίσει ότι το χρέος θα μειώνεται βιώσιμα σε μακροπρόθεσμη βάση και ότι τα ελλείμματα είναι επίσης βιώσιμα. Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, υποστηρίζουν και διασφαλίζουν ότι το χρέος τίθεται σε σταθερή πτωτική τροχιά, με τις εκτιμήσεις της Scope να το τοποθετούν στο 146,5% του ΑΕΠ έως το 2027, από 193,3% το 2021.

Πάντως σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, στα επόμενα τέσσερα χρόνια, δηλαδή το 2026, το ελληνικό χρέος εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί περίπου στο 140% (από 193% το 2021 και 169% φέτος), με βάση πολύ συντηρητικές προβλέψεις για την ανάπτυξη του ονομαστικού ΑΕΠ καθώς και τον πληθωρισμό, ενώ ο δείκτης του ελληνικού χρέους αναμένεται να φτάσει στο 90% το 2036, με βάση έναν βιώσιμο τρόπο μείωσης, δηλαδή 5% ανά έτος από το 2024, κάτι που είναι εφικτό. Βασικοί «κανόνες» για να επιτευχθεί αυτό είναι: α) τα πρωτογενή πλεονάσματα να είναι ίσα με τους τόκους, δηλαδή 4,5-5 δισ. ευρώ τον χρόνο από το 2024 και μετά, και β) η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ να κινείται στο 3,5%-4%, δηλαδή στο 1,5% η πραγματική ανάπτυξη του ΑΕΠ και στο 2,5% ο πληθωρισμός ετησίως.

Facebook Comments