Tο τεράστιο «παράθυρο ευκαιρίας» που είχε ανοίξει το 2020-2021 από την απάντηση της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής στο ξέσπασμα της πανδημίας, η οποία και δημιούργησε ένα πρωτοφανές περιβάλλον φθηνού χρήματος για κράτη και επιχειρήσεις – με τις αποδόσεις ακόμα και των βραχυπρόθεσμων ελληνικών ομολόγων να αγγίζουν τα αρνητικά, έχει κλείσει.

Οι «κανονικές» εκδόσεις ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου έχουν ουσιαστικά «παγώσει» από τον Μάϊο, όταν ακόμη τα επιτόκια της ΕΚΤ ήταν αρνητικά και εν αναμονή των αυξήσεων που ξεκίνησαν τον Ιούλιο, με τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους να προχωρά στη συνέχεια σε περιορισμένες μόνο κινήσεις ενίσχυσης της ρευστότητας υφιστάμενων εκδόσεων καθώς και σε εναλλακτικές μεθόδους χρηματοδότησης, όπως η επανέκδοση μέσω δημοπρασίας ομολόγων κυμαινόμενου επιτοκίου.

Αντίστοιχα, από τις αρχές του καλοκαιριού, έχουν παγώσει και οι κινήσεις των ελληνικών επιχειρήσεων, με το κύμα εκδόσεων εταιρικών ομολόγων που χαρακτήρισε τα προηγούμενα δύο έτη, να έχει σταματήσει.

Το νέο περιβάλλον των επιτοκίων κάνει ολοένα και πιο ακριβούς τους όρους άντλησης κεφαλαίων από τις αγορές για τις επιχειρήσεις, και έως την άνοιξη του 2023, είναι βέβαιο ότι αυτό το κόστος θα αυξάνεται συνεχώς. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αύξησε για τρίτη φορά τα επιτόκια φέτος και στα υψηλότερα επίπεδα εδώ και πάνω από μία δεκαετία, ενώ αναμένεται να συνεχίσει τις αυξήσεις έως και τις αρχές του 2023 τουλάχιστον, με την αγορά να εκτιμά ότι το τελικό επιτόκιο θα διαμορφωθεί στο 2,75%.

Αν και έπειτα από το ανακοινωθέν της τελευταίας συνεδρίασης της ΕΚΤ στις 27 Οκτωβρίου οι αγορές θεώρησαν ότι η κεντρική τράπεζα θα γίνει πιο «μαλακή» στην πολιτική της, αξιωματούχοι, κεντρικοί τραπεζίτες καθώς και η ίδια η Κριστίν Λαγκάρντ, έσπευσαν να «διορθώσουν» τη λανθασμένη αυτή… μετάφραση αυτή της αγοράς.

Ειδικότερα, σύμφωνα με την ανακοίνωση της ΕΚΤ «με αυτήν την τρίτη στη σειρά σημαντική αύξηση των επιτοκίων, το Διοικητικό Συμβούλιο έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο ως προς την άρση της διευκολυντικής κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής». Οι αγορές ομολόγων αρχικά εκτίμησαν, καταγράφοντας μάλιστα ισχυρό ράλι, ότι αυτό αποτελεί «σήμα» για ηπιότερη στάση πολιτική προσεχώς καθώς η ΕΚΤ πλησιάζει πλέον στο επίπεδο που τα επιτόκια είναι ουδέτερα – δηλαδή το βέλτιστο επίπεδο όπου μια οικονομία ούτε υπερθερμαίνεται ούτε συγκρατείται. Αυτό εκτιμάται κοντά στο 2%, τη στιγμή που πλέον το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ είναι στο 1,5% και στα υψηλότερα επίπεδα από το 2009.

Η Λαγκάρντ ξεκαθάρισε ότι οι αυξήσεις επιτοκίων θα συνεχιστούν «με στόχο εκείνο το επιτόκιο που θα διασφαλίζει τη μείωση του πληθωρισμού στο 2% μεσοπρόθεσμα». Αν και απέφυγε να προσδιορίσει το ύψος που θα μπορούσαν να φτάσουν τα επιτόκια, εξήγησε πως αυτό σημαίνει ότι το τελικό επιτόκιο μπορεί να διαμορφωθεί πάνω από το ουδέτερο επίπεδο. Όπως προειδοποίησε, είναι πιθανή μια “ήπια ύφεση” στην ευρωζώνη, όμως αυτό δεν θα αρκούσε από μόνο του για να ανακόψει την εκτίναξη των τιμών.

Από την πλευρά του, ο κεντρικός τραπεζίτης της Λετονίας και μέλος της ΔΣ της ΕΚΤ Μάρτενς Κάζακς δήλωσε ότι πρέπει να αυξηθεί “σημαντικά” περαιτέρω το κόστος δανεισμού για να αντιμετωπίσει την άνοδο ρεκόρ των τιμών, ακόμη και αν η ευρωζώνη είναι πιθανό να εισέλθει σε ύφεση. “Είναι σαφές ότι τα επιτόκια θα πρέπει να αυξηθούν πολύ υψηλότερα για να μειωθεί ο πληθωρισμός στο στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα” είπε, επισημαίνοντας ότι “δεν υπάρχει λόγος να σταματήσουμε στο τέλος της χρονιάς. Οι αυξήσεις πρέπει να συνεχιστούν και το επόμενο έτος έως ότου ο πληθωρισμός, ειδικά ο δομικός, να παρουσιάσει εμφανή επιβράδυνση”.

Και ο Γερμανός κεντρικός τραπεζίτης Γιόαχιμ Νάγκελ είπε ότι παρόλο που η πολιτική πίεση ενδέχεται να αυξηθεί καθώς η ΕΚΤ προχωρά τη νομισματική της σύσφιξη, αυτό δεν θα πρέπει να την κάνει να διστάσει για περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων.

Από τις αρχές του έτους έχουν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο Αθηνών μόνο τέσσερα νέα ομόλογα (Premia τον Ιανουάριο, Safe Bulkers τον Φεβρουάριο, Lamda Development τον Ιούνιο και CLPL τον Ιούλιο) -εξαιρουμένων των τραπεζικών (Eurobank και Alpha Bank) –  σχεδόν τα μισά από αυτά που εισήχθησαν 2021, με μόλις 530 εκατ. ευρώ να έχουν αντληθεί, ενώ πέραν του τίτλου της Coca Cola, δεν έχει εκδοθεί κανένα διεθνές ελληνικό ομόλογο (με διαπραγμάτευση στις διεθνείς αγορές).

Οι πιέσεις που έχουν δεχθεί φέτος οι τιμές των 20 ελληνικών εταιρικών ομολόγων που διαπραγματεύονται στο Χρηματιστήριο Αθηνών είναι ισχυρές, αν και όχι ακραίες, αγγίζοντας το 13%. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Πέμπτης 27 Οκτωβρίου, όλα τα ομόλογα που είναι εισηγμένα στο Χ.Α διαπραγματεύονται κάτω από την ονομαστική τους αξία, με εξαίρεση τους τίτλους των Lamda Development (λήξης) 2029, B&F και Coral. Τη μεγαλύτερη πτώση τιμών, άνω του 10%, σημειώνουν τα ομόλογα των Noval Property, Premia, ΕΛΒΑΛΧαλκόρ, Prodea, Motor Oil Και ΓΕΚ Τέρνα (λήξης 2028).

Σε ότι αφορά τις αποδόσεις, η άνοδος είναι εκρηκτική, τη στιγμή που το κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου – όπως αποτυπώνεται στην απόδοση του 10ετούς ομολόγου, έχει υπερ-τριπλασιαστεί φέτος και κινείται στο 4,67%, στα υψηλότερα επίπεδα από το 2017, όταν ουσιαστικά πήρε «μπρος» η ελληνική αγορά εταιρικών ομολόγων. Η τρέχουσα απόδοση στη λήξη σε σύγκριση με αυτήν στις αρχές του έτους έχει εκτοξευθεί άνω του 100% για τους τίτλους των Premia, Motor Oil, ΟΠΑΠ και ΕΛΒΑΛΧαλκόρ, ενώ σημαντική αύξηση έχουν καταγράψει οι αποδόσεις σχεδόν όλων των τίτλων, με μόνο το ομόλογο της Lamda Development (λήξης 2029) να βλέπει πτώση και τον τίτλο (χαμηλής εμπορευσιμότητας) της B&F να σημειώνει οριακή μόνο άνοδο.

Όπως επισημαίνουν οι αναλυτές, δύσκολα σε αυτή την φάση κάποια εταιρία ή το κράτος θα αποφασίσει να βγει στις αγορές, εκτός και αν το έχει απόλυτη ανάγκη. Άλλωστε η αύξηση των επιτοκίων έχει σκοπό να φέρει ύφεση για να ισορροπήσει και ο πληθωρισμός.  Για να δούμε και πάλι διέξοδο στην αγορά ομολόγων για νέο δανεισμό από πολλές εταιρίες ή και το ίδιο το κράτος, όπως εκτιμούν, θα πρέπει να δούμε την ομαλοποίηση της κατάστασης και ένα περιβάλλον που θα μπορούν να μειωθούν τα επιτόκια.

Facebook Comments