Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν χρησιμοποίησε την ευελιξία του προγράμματος επανεπενδύσεων του PEPP για να στηρίξει τις χώρες του Νότου το δίμηνο Αυγούστου-Σεπτεμβρίου, κάτι που είχε ξεκάθαρα κάνει το αμέσως προηγούμενο δίμηνο, με τις θέσεις της σε Ελλάδα, Ιταλία και Ισπανία να μειώνονται.

Αυτό σηματοδοτηθεί ότι δεν έκρινε ότι υπήρχε ανάγκη να παρέμβει και να στηρίξει τα κόστη δανεισμού της περιφέρειας και πως γενικότερα στοχεύει να κινηθεί μετρημένα και προσεκτικά.

Αυτό σύμφωνα με τους αναλυτές σημαίνει ότι ο Νότος δεν μπορεί να στηριχθεί σε ένα ισχυρό δίχτυ προστασίας από την ΕΚΤ, όπως το έκανε κατά τη διάρκεια του 2020-2021 και τις βέβαιες μηνιαίες αγορές ομολόγων στις οποίες προχωρούσε η κεντρική τράπεζα, κάτι που θα οδηγήσει σε περαιτέρω πιέσεις στα spreads.

Όπως έδειξαν τα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν, η ΕΚΤ δεν παρενέβη και δεν επανεπένδυσε αυτή τη φορά σε ομόλογα της Ελλάδας ούτε της Ιταλίας και της Ισπανίας, ωστόσο αγόρασε ομόλογα σε Γαλλία, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ολλανδία, μεταξύ άλλων. Οι αποπληρωμές ή λήξεις ομολόγων διαμορφώθηκαν στα 6,98 δισ. ευρώ το τελευταίο δίμηνο, ενώ οι επανεπενδύσεις κινήθηκαν στα 2,66 δισ. ευρώ μόλις.

Πιο αναλυτικά, η κεντρική τράπεζα αγόρασε 1,97 δισ. ευρώ γαλλικά ομόλογα, 324 εκατ. ευρώ ιρλανδικά, 177 εκατ. ευρώ πορτογαλικά, 128 εκατ. ευρώ ολλανδικά και μικρά ποσά σε Κύπρο, Λουξεμβούργο, Σλοβενία και Μάλτα. Αντίθετα, οι καθαρές αγορές ήταν αρνητικές, δηλαδή αποπληρώθηκαν ομόλογα που έληγαν, σε Γερμανία (-3,06 δισ. ευρώ), Ιταλία (-1,243 δις. ευρώ, Φινλανδία (-1,073 δισ. ευρώ), Ελλάδα (888 εκατ. ευρώ), Αυστρία (-304 εκατ. ευρώ), Ισπανία (-200 εκατ. ευρώ), Βέλγιο (-185 εκατ. ευρώ) και Λιθουανία (-27 εκατ. ευρώ). Ως αποτέλεσμα οι θέσεις της σε ελληνικά ομόλογα συρρικνώθηκαν κατά 888 εκατ. ευρώ και στα 38,877 δισ. ευρώ συνολικά.

Το διάστημα Ιουνίου-Ιουλίου και ενόψει της πρώτης αύξησης των επιτοκίων της ΕΚΤ, τα spreads και οι αποδόσεις των ομολόγων της περιφέρειας είχαν δεχθεί σημαντική πίεση η οποία μάλιστα εκδηλώθηκε ταχύτατα, οπότε η χρήση αυτής της ευελιξίας είχε κριθεί απαραίτητη ώστε να μπει φρένο σε όποια πιθανότητα κατακερματισμού της αγοράς.

Αυτή τη φορά δεν κρίθηκε απαραίτητη η χρήση αυτού του «όπλου» καθώς οι πιέσεις στις αποδόσεις των ομολόγων είναι ένα διεθνές «φαινόμενο» λόγω του γενικότερου κύκλου σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής, δεν αποτελεί «πρόβλημα» της ευρωπεριφέρειας, τα spreads γενικότερα έχουν σταθεροποιηθεί και σε κάθε περίπτωση δεν σημειώθηκε κάποια έντονη και άτακτη αναταραχή στην αγορά.

Όπως σημειώνουν αναλυτές, οι κεντρικές τράπεζες χρησιμοποιούν τα εργαλεία τους όταν είναι απαραίτητο, δεν τα χρησιμοποιούν για να πυροδοτήσουν κάποιο ράλι στην αγορά, αλλά μόνο για να εμποδίσουν τα ακραία sell-offs. Η ΕΚΤ προτίμησε να κρατήσει τα «πυρομαχικά» της για όταν πραγματικά χρειαστεί, καθώς δεν κρίθηκε πως υπήρχε ή υπάρχει κίνδυνος κατακερματισμού, με τις αποδόσεις και τα spreads να εκτιμάται ότι διαμορφώνονται σε «αποδεκτά» επίπεδα στο τρέχον περιβάλλον αυξανόμενων επιτοκίων.

Σημειώνεται πως τον Ιούνιο-Ιούλιο η ΕΚΤ είχε αγοράσει 17,3 δισ. ευρώ ομόλογα της Ισπανίας, της Ιταλίας, της Ελλάδας και της Πορτογαλίας από τις λήξεις ύψους 18,9 δισ. ευρώ ομολόγων σε Γερμανία, Ολλανδία και Γαλλία, με τις χώρες του Νότου να αποτελούν τους κύριους ωφελημένους από το πρόγραμμα των ευέλικτων επανεπενδύσεων του PEPP, και την ΕΚΤ να μεταφέρει ουσιαστικά στην περιφέρεια, κεφάλαια από τον Βορρά. Οι ευέλικτες επανεπενδύσεις αφορούσαν πάντως μόνο τον Ιούλιο, καθώς ενεργοποιήθηκαν την 1η Ιουλίου, ενώ το Ιούνιο ήταν ενεργές μόνο οι «απλές» επενδύσεις.

Όπως σχολιάζει η Citigroup, τα νέα διμηνιαία στοιχεία του PEPP υποδηλώνουν ότι η ευελιξία επανεπένδυσης δεν εφαρμόστηκε τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο. Μεταξύ των τεσσάρων περιφερειακών αγορών που σημείωσαν εισροές 17,3 δισ. ευρώ τον Ιούλιο, τρεις – Ιταλία, Ισπανία και Ελλάδα – σημείωσαν πτώση στις θέσεις του στο PEPP τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο. Όπως τονίζει η Citi, το μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ, Ίζαμπελ Σνάμπελ, είχε προειδοποιήσει σχετικά με αυτό σε συνέντευξή της στις 18 Αυγούστου: «Η χρήση της ευελιξίας των επανεπενδύσεών τουPEPP, όπως και κάθε μέσου μας, πρέπει να είναι αναλογική. Αυτό σημαίνει ότι η ενεργοποίηση του εργαλείου θα γίνει μόνο στο βαθμό που είναι απαραίτητο. Στην αρχή της πανδημίας, είδαμε ότι οι σύντομες περίοδοι παρέμβασης μπορεί να είναι επαρκείς για τη σταθεροποίηση των αγορών».

Ανάλογο μήνυμα στέλνεται και από τα πρόσφατα πρακτικά της συνεδρίασης της ΕΤΚ του Σεπτεμβρίου. Όπως σημειώνεται στη σχετική ανακοίνωση «τα μέλη του Δ.Σ συμφώνησαν επίσης με την πρόταση του κ. Λέιν να συνεχίσει να εφαρμόζεται ευελιξία στην επανεπένδυση των λήξεων στο χαρτοφυλάκιο PEPP. Η συγκράτηση της αδικαιολόγητης αστάθειας στις αγορές κρατικών ομολόγων θεωρήθηκε γενικά ως ουσιαστικό συμπλήρωμα της αύξησης των επιτοκίων κατά 75 μονάδες βάσης και σηματοδοτούσε τη δέσμευση της ΕΚΤ να διασφαλίσει την ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ».

Αυτό σύμφωνα με τη Citi, επιβεβαιώνει ότι η ευελιξία επανεπένδυσης παραμένει διαθέσιμη ως backstop, αλλά η χρήση της εξαρτάται από την ταχύτητα διεύρυνσης των spreads και όχι από το επίπεδο στο οποίο κινούνται τα spreads. Πράγματι, το spread των ιταλικών ομολόγων διευρύνεται με σταθερό ρυθμό 13 μ.β/μήνα τον τελευταίο χρόνο και είναι τώρα στο υψηλότερο επίπεδο από τον Μάιο του 2020, αλλά δεν πυροδότησε την ευελιξία του PEPP τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο. Με άλλα λόγια, οι αγορές δεν μπορούν να βασίζονται στην ευελιξία των επανεπενδύσεων της ΕΚΤ κάθε μήνα, όπως έκανε το QE τα προηγούμενα χρόνια.

Αυτό έχει επίσης συνέπειες για την ανάγκη έκδοσης ομολόγων από τις χώρες της περιφέρειας, καθώς η μειωμένη στήριξη από την ΕΚΤ οδηγήσει σε αυξημένες ανάγκες δανεισμού, σύμφωνα με τη Citi. Και σε κάθε περίπτωση, το βέβαιο είναι ότι αυξάνει τον κίνδυνο περαιτέρω διεύρυνσης των spreads της περιφέρειας στο βραχυπρόθεσμο διάστημα.

Σε ότι αφορά την Ελλάδα, η στρατηγική του ΟΔΔΗΧ πάντως δεν αλλάζει καθώς ήταν ήδη προσεκτική. Το περιβάλλον αστάθεια της αγοράς και αυξανόμενων επιτοκίων έχει «επιβάλει» έτσι και αλλιώς συγκράτηση σε ότι αφορά την προσφορά ομολόγων από το Ελληνικό Δημόσιο.

Από τις αρχές του 2022 το Ελληνικό Δημόσιο έχει αντλήσει 6,9 δισ. ευρώ από τις αγορές – έναντι αρχικού στόχου 12 δισ. ευρώ, ο οποίος και έχει σιωπηρά μειωθεί εδώ και μήνες λόγω της αναταραχής στα ομόλογα που έφερε η επιθετική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ. Στο υπόλοιπο του έτους ο ΟΔΔΗΧ στοχεύει να παραμείνει μεν «παρών» στις αγορές αλλά όχι με κανονικές, «καθαρές» εκδόσεις χρέους – όσο τουλάχιστον διατηρούνται υψηλά οι αποδόσεις – αλλά με μικρές κινήσεις ενίσχυσης της ρευστότητας υφιστάμενων τίτλων.

Παράλληλα, «συγκρατημένη» θα είναι και το 2023 η δανειακή στρατηγική του ΟΔΔΗΧ, με την εκδοτική δραστηριότητα να κινείται στα ίδια επίπεδα με φέτος. Αυτό οφείλεται στο ότι οι συνθήκες στην αγορά απαιτούν προσεκτική προσέγγιση, καθώς και στις σχετικά περιορισμένες χρηματοδοτικές ανάγκες του Ελληνικού Δημοσίου το επόμενο έτος λόγω των υψηλών ταμειακών διαθεσίμων, και τις αναμενόμενες αυξημένες επιπλέον εκταμιεύσεις από την Ε.Ε.

Facebook Comments