Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πραγματοποιεί στις 15 Δεκεμβρίου την τελευταία της συνεδρίαση για το έτος, όπως και πλήθος άλλων κεντρικών τραπεζών τις δύο επόμενες εβδομάδες.
Αν και η απόφαση για τα επιτόκια αναμένεται με αρκετή… αγωνία από την αγορά, με τις τελευταίες εκτιμήσεις να βλέπουν μία πιο ήπια αύξηση 50 μ.β, χωρίς βέβαια να έχει αποκλειστεί εντελώς μία νέα – τρίτη – μεγάλη αύξηση 75 μ.β, το μεγάλο θέμα για τις αγορές θα είναι αδιαμφισβήτητα οι ανακοινώσεις για το QT.
Εάν το πρώτο «κεφάλαιο» της σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αυτό τον αυξήσεων των επιτοκίων οι οποίες και συνεχίζονται, ήταν δύσκολο για την αγορά ομολόγων, το δεύτερο και δυσκολότερο «κεφάλαιο» στο οποίο προχωρά η κεντρική τράπεζα, στην ποσοτική σύσφιγξη, αναμφίβολα θα στείλει επιπλέον κύματα αναταραχής.
Το γεγονός και μόνο ότι ο μεγαλύτερος αγοραστής των ομολόγων της ευρωζώνης σχεδιάζει να γίνει πωλητής, αρκεί για να καταλάβει κάποιος το «θόρυβο» που θα προκαλέσει η Τράπεζα στο ήδη τεταμένο περιβάλλον των αγορών, όπου η εκτόξευση του πληθωρισμού και οι επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων έχουν οδηγήσει σε υψηλότερα κόστη δανεισμού, με τις κυβερνήσεις να αυξάνουν τις δαπάνες για να στηρίξουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις έναντι της ενεργειακής κρίσης, μεγαλώνοντας τις χρηματοδοτικές τους ανάγκες για το 2023.
Η επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ έχει επανειλημμένως δηλώσει ότι στις 15 Δεκεμβρίου θα συζητηθούν και θα ανακοινωθούν λεπτομέρειες για το πώς θα μειωθεί το χαρτοφυλάκιο ομολόγων που έχει αγοράσει υπό το πρόγραμμα APP, στο πλαίσιο της συρρίκνωσης του ισολογισμού της των 8,8 τρις ευρώ. Η EKT θα ακολουθήσει έτσι τα πρόσφατα βήματα άλλων κεντρικών τραπεζών, όπως η Federal Reserve, προχωρώντας στο επόμενο ορόσημο της σύσφιγξης της πολιτικής της, που είναι η μείωση των θέσεων που έχει στα ομόλογα, το γνωστό QT.
Ουσιαστικά το QT είναι το αντίστροφο του QE. Για πολλά χρόνια η κεντρική τράπεζα, με την πολύ χαλαρή νομισματική της πολιτική, αποτέλεσε το μεγαλύτερο στήριγμα του κόστους δανεισμού των κυβερνήσεων βοηθώντας στον έλεγχο των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων και των spreads. Tα τελευταία δέκα χρόνια έχει αγοράσει πάνω από 5 τρις ευρώ ομόλογα υπό τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης, για να ενισχύσει ουσιαστικά τον εξαιρετικά χαμηλό πληθωρισμό, τον οποίο τώρα θέλει να δαμάσει καθώς έχει εκτοξευθεί στο 10%.
Αν και η ΕΚΤ έχει προετοιμάσει το έδαφος ώστε να μην αιφνιδιάσει τις αγορές, καθώς ένα πρόωρο και ξαφνικό QT είχε θεωρηθεί από πολλούς αναλυτές ότι θα μπορούσε να πυροδοτήσει αδικαιολόγητη διεύρυνση των spreads και ακόμα και νέα κρίση χρέους στην ευρωζώνη, εξακολουθεί να αναμένεται να αποτελέσει το μεγάλο θέμα για τα ομόλογα το 2023.
Σύμφωνα με αναλυτές, ως αποτέλεσμα, η διεύρυνση των spreads και η άνοδος των αποδόσεων είναι βέβαιη, η μεταβλητότητα και η αβεβαιότητα θα ενισχυθούν, όπως και οι ανησυχίες των ήδη πιεσμένων χρηματοπιστωτικών αγορών. «Το βέβαιο είναι πως το QT θα αυξήσει τα κόστη δανεισμού και τις πιθανότητες για sell-off στα ομόλογα, τη στιγμή που το 2023 θα είναι το έτος με τη μεγαλύτερη προσφορά ομολόγων της τελευταίας δεκαετίας», όπως σημειώνει η Goldman Sachs. Η Citi εκτιμά πως το QT υπονομεύει ουσιαστικά την αξιοπιστία του προγράμματος κατά του κατακερματισμού TPI– υπό το οποίο υποτίθεται ότι εάν χρειαστεί η ΕΚΤ θα αγόραζε ομόλογα.
Όπως χαρακτηριστικά σημειώνουν «παρατηρητές της ΕΚΤ», η κεντρική τράπεζα έχει κάνει το εύκολο μέρος της σύσφιγξης – τις αυξήσεις επιτοκίων, και τώρα είναι αντιμέτωπη με το πιο δύσκολο τη στιγμή που οι χαράσσοντες πολίτικη έχουν πολύ μικρή εμπειρία για το πώς το QT μπορεί να επηρεάσει τις αγορές. Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις από τα QT των Fed και BoE, ωστόσο η περίπτωση της η ΕΚΤ είναι πολύ πιο περίπλοκη καθώς έχει να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις σε 19 οικονομίες και όχι σε μία.
Όπως έχει προϊδεάσει η ΕΚΤ, η διαδικασία του QT θα είναι «σταδιακή και προβλέψιμη», πράγμα που σημαίνει ότι θα ανακοινωθεί λεπτομερώς ο σχεδιασμός του και το πώς θα εξελιχθεί. Σε ότι αφορά την Ελλάδα, είναι «τυχερή» στο ότι δεν ήταν επιλέξιμη για τα προγράμματα QE της ΕΚΤ, όποτε δεν την επηρεάζει άμεσα το QT. Ωστόσο το γεγονός ότι ακόμα δεν έχει επενδυτική βαθμίδα σε συνδυασμό με το ότι παραμένει μία μικρή αγορά, την κάνουν ευάλωτη στη μετάδοση της όποιας αναταραχής σημειωθεί στα υπόλοιπα ομόλογα. Αν και τα ελληνικά ομόλογα έχουν βελτιωθεί το τελευταίο διάστημα, και το στοίχημα της επενδυτικής βαθμίδας το 2023 διατηρείται, ωστόσο οι προοπτικές δεν είναι και τόσο ρόδινες. Η επιδείνωση της αγοράς ομολόγων της ευρωζώνης η οποία δεν θα έχει τη στήριξη της ΕΚΤ τη στιγμή που οι κυβερνήσεις ετοιμάζουν κύμα εκδόσεων χρέους, σε συνδυασμό με τον παράγοντα «εκλογές» που προκαλεί αβεβαιότητα, συνθέτουν ένα καθόλου εύκολο τοπίο (και) για τα ελληνικά ομόλογα το 2023.
Οι αναλυτές εμφανίζονται πάντως διχασμένοι για την πορεία των ελληνικών ομολόγων. Η Société Générale έχει συστήσει θετικές (long) θέσεις στα ελληνικά ομόλογα για το 2023, κυρίως μετά τις εκλογές, έναντι των ιταλικών, τονίζοντας πως τα ισχυρά θεμελιώδη μεγέθη της Ελλάδας και η βελτιωμένη ρευστότητα της αγοράς θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν τους ελληνικούς τίτλους. Οι οικονομολόγοι της μάλιστα προβλέπουν ότι η Ελλάδα θα έχει το υψηλότερο δημοσιονομικό πλεόνασμα μεταξύ των μεγάλων χωρών της ζώνης του ευρώ έως το 2026 και ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ θα συγκλίνει με εκείνον της Ιταλίας έως το 2027.
Αντίθετα η Citigroup έχει δηλώσει αρνητική για τα ελληνικά ομόλογα το 2023, κυρίως λόγω της αβεβαιότητας γύρω από την εκλογική διαδικασία που μπορεί να επιβραδύνει την πρόοδο των μεταρρυθμίσεων θέτοντας σε κίνδυνο την αναβάθμιση της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα. Αυτό, όπως εκτιμά, αναμένεται να λειτουργήσει υπέρ των ιταλικών ομολόγων τα οποία δεν ενέχουν πολιτικό ρίσκο πλέον, όπως τουλάχιστον δείχνει η πορεία της νέας κυβέρνησης.
Facebook Comments