“Σήματα” για εδραίωση του κρίσιμου τεχνικά επιπέδου των 900 μονάδων εμφανίζονται στο Χρηματιστήριο Αθηνών – παρά την ισχυρή πτώση που προκάλεσαν την περασμένη εβδομάδα τα στοιχεία από την αγορά εργασίας των ΗΠΑ, και για ένα θετικό κλείσιμο του έτους – με ώθηση από τα εντυπωσιακά αποτελέσματα εννεαμήνου των εισηγμένων, τις αναβαθμίσεις και τα θετικά σχόλια για το Χ.Α γενικότερα αλλά και για τον τραπεζικό κλάδο ειδικότερα (που αποτελεί κλειδί για τις επιδόσεις της ελληνικής αγοράς), τα μηνύματα που δόθηκαν από το roadshow στο Λονδίνο εν αναμονή και του καθιερωμένου ετήσιου επενδυτικού συνεδρίου για τις προοπτικές της Ελλάδας στη Νέα Υόρκη τις επόμενες ημέρες.

Αν και η νομισματική σύσφιξη συνεχίζεται, με τη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να αναμένεται με ενδιαφέρον, καθώς δεν έχει ξεκαθαριστεί εάν τελικά θα δούμε μια νέα μεγάλη αύξηση των επιτοκίων κατά 75 μ.β. ή μία μικρότερη των 50 μ.β., όπως φαίνεται να υποστηρίζουν αρκετοί αξιωματούχοι και να προβλέπει η πλειονότητα των αναλυτών αξιωματούχων, και με τις ανακοινώσεις για την ποσοτική σύσφιξη ή το QT να είναι προ των πυλών, οι ενδείξεις από τα το μέτωπο του πληθωρισμού της ευρωζώνης, ο οποίος τον Νοέμβριο σημείωσε μεγαλύτερη από την αναμενόμενη μείωση, στο 10%, προσφέρουν ανακούφιση. Άλλωστε το ράλι στα ομόλογα ήταν έντονο την περασμένη εβδομάδα, με το ελληνικό 10ετές να υποχωρεί κάτω του 4% για πρώτη φορά από τον Αύγουστο.

Και οι οικονομολόγοι διεθνών επενδυτικών οίκων που συμμετείχαν σε δημοσκόπηση του Reuters εκτιμούν πως η ΕΚΤ θα αυξήσει κατά 50 μονάδες βάσης τα επιτόκια στη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου, καθώς ανησυχεί ότι ο υψηλός πληθωρισμός εδραιώνεται, παρά το γεγονός ότι η Ευρωζώνη θα εισέλθει σχεδόν σίγουρα σε ύφεση. Έτσι, το επιτόκιο της ΕΚΤ θα αγγίξει το 2% στα τέλη του έτους, έπειτα και από τις αυξήσεις ύψους 200 μ.β. συνολικά που είχαν προηγηθεί από τον Ιούλιο. Αυτό υποστηρίζουν 45 από τους 62 οικονομολόγους, ενώ 14 εκτιμούν πως η αύξηση του Δεκεμβρίου θα είναι μεγαλύτερη, της τάξης των 75 μ.β. Η κίνηση του Δεκεμβρίου θα ακολουθηθεί από άλλη μία αύξηση 50 μ.β. το επόμενο τρίμηνο, με το τελικό επιτόκιο καταθέσεων να διαμορφώνεται στο 2,5%, σύμφωνα με την πλειονότητα των ερωτηθέντων.

Οι αγορές φαίνεται πως έχουν συμβιβαστεί με την πορεία της νομισματικής πολιτικής, όπως τουλάχιστον δείχνει η ανθεκτικότητα που παρουσίασαν το τελευταίο δίμηνο, με το Χρηματιστήριο Αθηνών μάλιστα να υπεραποδίδει. Έχουν επίσης αποτιμήσει πως η οικονομική ανάπτυξη επιβραδύνεται, αν και δεν τιμολογούν πλήρως ακόμη το ενδεχόμενο ύφεσης, που για την Ευρωζώνη θεωρείται ευρέως ως το βασικό σενάριο για το 2023, με εκτιμήσεις να θέλουν να έχει ήδη ξεκινήσει από το τρέχον τρίμηνο. Δεν αποκλείεται, συνεπώς αυτόν τον τελευταίο μήνα του έτους, οι διεθνείς αγορές να μειώσουν κι άλλο τις απώλειες του έτους και το Χ.Α. να συνεχίσει να υπεραποδίδει έχοντας γυρίσει σε θετικές αποδόσεις από τις αρχές του προηγούμενου μήνα. Αν και αρκετοί αναλυτές έχουν ήδη “ακυρώσει” ένα… Santa Claus ράλι φέτος (Citi, UBS, J.P. Morgan), υπάρχουν ωστόσο και αρκετοί επίσης που τάσσονται με τους “ταύρους”.

Επίσης, αρκετοί είναι και οι οίκοι που βλέπουν πολύ θετικά τις ελληνικές μετοχές. Η Goldman Sachs προβλέπει ότι ο Γενικός Δείκτης θα σκαρφαλώσει στις 995 μονάδες σε ορίζοντα 12μήνου, ακολουθώντας τις Bank of America και Morgan Stanley οι οποίες την περασμένη εβδομάδα δήλωσαν επίσης τις θετικές τους απόψεις για τις προοπτικές του Χ.Α.

Η Bank of America αναβάθμισε τις ελληνικές μετοχές τοποθετώντας τον ελληνικό δείκτη MSCI στην πρώτη πεντάδα με τα χρηματιστηρίων τα οποία προτιμά για το 2023 από την περιοχή των αναδυομένων αγορών, λόγω της βελτίωσης των προοπτικών της κερδοφορίας των ελληνικών εισηγμένων.

Η Morgan Stanley αναβάθμισε τη στάση τις για τις ελληνικές μετοχές, τονίζοντας πως Ελλάδα συνεχίζει να αποτελεί την αγαπημένη της αγορά στην περιοχή της Αναδυόμενης Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής. Όπως εξήγησε, στους παράγοντες που την οδήγησαν σε αυτήν την κίνηση τοποθετεί την υψηλή ευαισθησία των ελληνικών τραπεζών στις αυξήσεις επιτοκίων της ΕΚΤ, τη σημαντική εκκαθάριση των ισολογισμών του κλάδου η οποία έχει υποτιμηθεί από την αγορά, τις χαμηλές αποτιμήσεις των ελληνικών μετοχών, καθώς και τη σχετικά ανθεκτική μακροοικονομική εικόνα της Ελλάδας.

Παράλληλα η Deutsche Bank προστέθηκε στο μεγάλο καλάθι των ψήφων εμπιστοσύνης που έχουν δώσει το τελευταίο διάστημα για τις ελληνικές τράπεζες οι διεθνείς οίκοι, συστήνοντας στους επενδυτές να τις βάλουν στο ραντάρ τους και να αφήσουν πίσω τις ανησυχίες για τα κεφάλαια και για τα προβλήματα του παρελθόντος, υπογραμμίζοντας πως παρά την υπεραπόδοση των μετοχών τους το τελευταίο διάστημα, παραμένουν φθηνές, ενώ οι προοπτικές τους είναι ιδιαίτερα ισχυρές χάρη στην εκκαθάριση των NPEs, την ενίσχυση των καθαρών επιτοκιακών εσοδών από τα αυξανόμενα επιτόκια της ΕΚΤ, την αύξηση του όγκου των δανείων και στο ισχυρό μακροοικονομικό σκηνικό της Ελλάδας.

Η χρονιά τελειώνει δίνοντας μια αίσθηση ότι η αγορά πατάει πλέον καλά στα πόδια της χωρίς να επηρεάζεται δραματικά πλέον από την εικόνα που επικρατεί στο εξωτερικό, όπως σχολιάζει ο Μάνος Χατζηδάκης της Beta Securities. Αφενός η θεμελιώδης διάσταση των αποτελεσμάτων υποστηρίζει απόλυτα τις αποτιμήσεις γεγονός που αρχίζει να αποκτά δυναμική και στις μεσαίες κεφαλαιοποιήσεις που έχουν ξεκινήσει την δημοσίευση των βασικών μεγεθών του εννεαμήνου. Το ταμπλό έχει αρκετές φθηνές μετοχές με καλά μερίσματα και ένα στόρι επενδυτικής αναβάθμισης στο κοντινό μέλλον. Αφετέρου, όπως προσθέτει ο αναλυτής, υπάρχουν επιχειρηματικές συμφωνίες σε εξέλιξη που υποστηρίζουν υπερτιμήματα δίνοντας ένα επιπλέον κίνητρο ενδιαφέροντος.

Έξω από το ταμπλό η φετινή επιτυχία του τουρισμού και η διαχείριση της ενεργειακών τιμών δεν άφησαν παράγοντες όπως η ενεργειακή κρίση ή ο πληθωρισμός να οδηγήσουν σε ύφεση την οικονομία. Κοιτώντας μπροστά υπάρχουν ακόμα τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης, ένα τραπεζικό σύστημα που έχει σταθεροποιηθεί και υποστηρίζει την οικονομική ανάπτυξη και ενδείξεις για επανάληψη μιας καλής τουριστικής περιόδου.

Όλα αυτά μπορούν ισορροπήσουν επί του παρόντος την όποια αδράνεια μπορεί να συνεπάγεται η προεκλογική περίοδος η οποία σταδιακά από την αρχή της επόμενης χρονιάς θα αρχίσει να επιδρά πιο έντονα στο χρηματιστηριακό κλίμα, καταλήγει ο αναλυτής.

Facebook Comments